Επειδή διάφοροι, προωθώντας
καθείς τα δικά του προσωπικά συμφέροντα, κάνουν σήμερα μια ύστατη, ανέλπιδη και
(επιεικώς χαρακτηρίζοντάς την) γραφική προσπάθεια παραλληλισμού της εξέγερσης
του Πολυτεχνείου το 1973 με το φετινό εθνικό ρεζιλίκι μας (ειδικά, και όχι
γενικά) ως προς την ΕΡΤ, αποφάσισα να σχολιάσω ένα καυστικό σχετικό άρθρο,
υπογεγραμμένο από τη δημοσιογράφο Τέτα Παπαδοπούλου, το οποίο δημοσιεύτηκε
χθες, παραμονή της επετείου, στην Athens Voice, με
τίτλο: Ο Ιονέσκο στη Μεσογείων
«Εξάλλου, έχουμε μόνοι μας διαφημίσει επαρκώς στο εξωτερικό τα συντεχνιακά μας ήθη και λοιπά αγωνιστικά καραγκιοζιλίκια. Δεν χρειάζεται περισσότερο ρεζιλίκι.»
Συμφωνώ.
«Οι «αγωνιστές» καταληψίες της ΕΡΤ ουσιαστικά δεν διαπραγματεύονταν, δεν επεδίωκαν κάποια συμφωνία και συνεννόηση.»
Αληθές.
«Με την κατάληψη του Ραδιομεγάρου ήθελαν βέβαια να υπερασπιστούν (εξόδοις των πολιτών εννοείται) το φέουδο και τα προνόμιά τους.»
Προφανές. Η κατάληψη όμως είναι ιστορικά αποδεδειγμένο πως συνιστά αποτελεσματικότατη μορφή πολιτικής δράσης (συνηθέστερα, αλλά και εν προκειμένω, αντίδρασης). Το Πολυτεχνείο του ’73 όπως όλοι ξέρουμε, είχε καταληφθεί. Και η κατάληψη του Ραδιομεγάρου φέτος το καλοκαίρι, θα μπορούσε, κάτω από διαφορετικές συνθήκες, να είχε επίσης σηματοδοτήσει μια μεγάλη ανατροπή. Οι συνθήκες δεν υπήρχαν. Η αφορμή υπήρχε. Ομοίως κι οι αιτίες.
«Οι εν λόγω «αγωνιστές» καταληψίες ήταν η προέκταση, στην κυριολεξία το παραμάγαζο, κομματικών μηχανισμών.»
Είναι θλιβερό, όμως οι περιπτώσεις ιδεολόγων στην Ελλάδα, που μάχονται ενάντια στις κοινωνικές αδικίες χωρίς άμεσα εξαργυρώσιμο ίδιον όφελος, είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Αντίστοιχα, οι περιπτώσεις εκείνων που δραστηριοποιούνται πολιτικά χωρίς είναι να είναι βαμμένοι από κορφής έως ονύχων με το χρώμα κάποιου κόμματος, δεν είναι παρά ελάχιστες. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως δεκαετίες τώρα, ήδη από τα Λύκεια, οι πιο ενεργοί μαθητές διδάσκονται, παράλληλα με τα μαθήματά τους, αυτό που θα εμπεδώσουν πλήρως αργότερα, στα Πανεπιστήμια, πως «πολιτικό ον είναι μόνο όποιος ενστερνίζεται πλήρως τις αρχές του τάδε ή δείνα κόμματος». Ολότελα σφαλερή πεποίθηση βεβαίως και επιπλέον επιζήμια όσο λίγες. Ωστόσο, αυτή την πραγματικότητα βιώνουμε. Είναι άρα άστοχη η επισήμανση της υπογράφουσας, πως η κατάληψη της ΕΡΤ επί της ουσίας ήταν «παραμάγαζο κομματικών μηχανισμών». Όσο άστοχο θα ήταν αν παλιά, στεκόταν κάποιος σ’ ένα σανατόριο, κι έχοντας ολόγυρά του φθισικούς, έξαφνα έδειχνε έναν τυχαία με το δάχτυλο, λέγοντας πως αυτός ο συγκεκριμένος ασθενής πάσχει από φθίση.
«Υπάρχει στη χώρα μας μια παράταξη που διαπερνά τα κόμματα· παράταξη του παραλογισμού. Εκτός από τον διάχυτο παραλογισμό, δοθείσης ευκαιρίας πουλάμε και τρέλλα. Τα πάνω κάτω. Έτσι, π.χ., η κατάληψη ενός νευραλγικής σημασίας δημοσίου κτιρίου είναι «αναφαίρετο δικαίωμα» των εργαζομένων, αλλά η εκκένωσή του παρουσία εισαγγελέα αποτελεί πράξη «άγριας καταστολής».
Δε θα σταθώ στις πολιτικές πεποιθήσεις της Τέτας Παπαδοπούλου. Επισημαίνω όμως πως έχει φοιτήσει στη Νομική Αθηνών. Και φαντάζομαι πως ισχύει και στην περίπτωσή της ό,τι ισχύει συχνότατα με ανθρώπους που έχουν σπουδάσει νομικά, έχει δηλαδή καλλιεργηθεί μέσα της περισσότερο απ’ ό,τι στους υπόλοιπους, ο θαυμασμός για τον Νόμο, που εν μέρει μόνο συμβαδίζει (ο θαυμασμός) με την αξιωματική παραδοχή του ότι ο Νόμος συμπίπτει με το δίκαιο και το αγαθό. Αμέτρητες φορές έχει τύχει να κουβεντιάσω με απόφοιτους νομικών σχολών και σχεδόν πάντα διακρίνω μια ανεπαίσθητη ακαμψία στη σκέψη, ακαμψία τελείως ανεξάρτητη από την οξυδέρκειά τους φυσικά, αναφέρομαι απλώς στην ασφάλεια που, παρατηρώντας τους προσεκτικά, επιβεβαιώνω κάθε φορά πως νιώθουν αυτοί όλοι, εξαιτίας της λίγο πιο στενής σχέσης που έχουν, συγκριτικά με τους επαγγελματίες άλλων τομέων, με τον Νόμο. Ψυχαναλυτικά θέτοντάς το, θα τολμούσα να πω, πως πρόκειται για ένα είδος προσκόλλησης. Γιατί τόσοι πολλοί νέοι ελκύονται από τις νομικές σπουδές; Σπουδές ασύλληπτα βαρετές κατ’ εμέ, μονότονες κι ακόμα χειρότερα, δύσκολες πολύ. Οι αποδοχές και το κύρος ενός φτασμένου νομικού, είναι οπωσδήποτε ένα δέλεαρ. Νομίζω όμως πως το ζήτημα δεν είναι πρακτικό. Πιστεύω πως προσεγγίζοντας τον Νόμο, νιώθουν ασφαλείς, σαν να πρόκειται μέσω της συνεχούς τριβής τους με αυτόν, να καρπωθούν κι ένα μέρος της δικής του δύναμης. Στα μάτια των νομικάριων, όπως τους λέμε χαϊδευτικά εμείς των άλλων σχολών, σιγοκαίει μια φλόγα παράξενη, μια αλλόκοτη χαρά, μια προσμονή. Φαίνεται μια περίεργη ικανοποίηση, που μάλλον προκύπτει καθώς εντρυφά κανείς στο μεδούλι των θεσμοθετημένων απαγορεύσεων, πως όπως κι αν έχουν τα πράγματα, ο Νόμος εν τέλει, όχι μόνο έχει apriori δίκιο, αλλά έχει και τη δύναμη να το επιβάλλει. Παρατηρήστε την επόμενη φορά που θα τύχει να μιλήσετε με δικηγόρο ή κανέναν απ’ τα άλλα επαγγέλματα του σιναφιού, την έκφρασή του καθώς θα προφέρει λέξεις της δουλειάς του, π.χ. τη λέξη «εισαγγελέας». Και θα με θυμηθείτε τότε, θα διαπιστώσετε ιδίοις όμμασι την κεκαλυμμένη έπαρση του συνομιλητή σας. Η ανάταση που θα αισθανθεί και με κόπο θα συγκρατήσει ώστε να μη φανεί αντιπαθής, προκύπτει επειδή είναι λειτουργός του Νόμου. Δηλαδή τι; Τσιράκι του Καλού-Κακού. Τούτοι δεν είναι τσιράκια του Καλού μόνο, γι αυτούς υπάρχουν οι σχολές Θεολογίας (που κι ο Θεός, ως γνωστόν, καθότι ο Μέγας Νομοθέτης, δεν πλασάρεται απ’ τους εκπροσώπους του ως μόνο καλός, αλλά αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο). Η έξαψη των νομικάριων πηγάζει από την «κακή» πλευρά του Νόμου, όχι από την «καλή», υποθέτω πως είναι ολοφάνερο το γιατί. Αν μάλιστα σας έχει τύχει παλαιότερα να μιλήσετε με τίποτα μπράβους, θα δείτε ομοιότητες στις συσπάσεις του προσώπου, που θα σας σαστίσουν. Στα λόγια εννοείται πως υπάρχει μεγάλη διαφορά. Οι μεν δεν ξέρουν να μιλούν ωραία, όπως οι δε. Το χάρισμα που αυτοί διαθέτουν σε αντιστάθμισμα της ευφράδειας των άλλων, είναι η «τρέλλα», που αναφέρει το άρθρο για το οποίο γράφω τώρα. Ο Νόμος δε σκαμπάζει από τρέλα, αυτή του είναι τελείως άγνωστη, συν του ότι τη μισεί περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο. Γιατί βεβαίως η τρέλα τον ακυρώνει, τρέλα σημαίνει πως γράφω τον Νόμο στα παλιά μου τα παπούτσια. Αυτή φυσικά ήταν μια μεγάλη παρένθεση καθαρής φλυαρίας. Η οποία θα κλείσει πάραυτα, χωρίς να θέλω πια να γράψω κάτι πιο άμεσο, αναφορικά με τις φράσεις της κας Παπαδοπούλου, που μόλις προηγήθηκαν.
«Πολλά έχουν ειπωθεί για το περιβόητο «μαύρο» που έπεσε με το κλείσιμο της ΕΡΤ. Λίγα όμως για το πρόγραμμα που όλο αυτό το διάστημα προσέφεραν οι καταληψίες. Από τα μικρόφωνα της υπό κατάληψη ΕΡΤ ακούστηκαν απίστευτα πράγματα. Εκτός τόπου και χρόνου. Ακραία μονομέρεια, δηλαδή ποια μονομέρεια; Μία και μοναδική «αλήθεια» πασπαλισμένη με λαϊκισμό.»
Το ζήτημα στην προκειμένη περίπτωση είναι το «μαύρο» που έπεσε, αυτό καθ’ εαυτό. Εκτός κι αν έχουμε πάλι λόγους να χαζεύουμε το δέντρο, αγνοώντας το δάσος. Και εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα δεν είναι η κατάληψη που ακολούθησε το «μαύρο», το ζήτημα είναι που ο ελληνικός λαός δέχθηκε το μαύρο και μάλιστα μια μερίδα του το δέχθηκε με χαρά. Η ΕΡΤ για τον καθένα ήταν κάτι διαφορετικό. Για άλλον ήταν το μεροκάματο, για άλλον η κότα με τα χρυσά αυγά, για άλλον ένα ανεπιθύμητο έξοδο, για άλλον ένα κανάλι ντεμοντέ… κι οι ερμηνείες δεν έχουν τελειωμό. Για μένα ήταν –το έχω πει αυτό ξανά και ξανά, το λέω και τώρα και θα το ξαναπώ ο Θεός ξέρεις πόσες φορές ακόμα– ένα ζήτημα εθνικό, έγινε το διακύβευμα της ίδιας της Δημοκρατίας. Δεν αφορούσε τους εργαζομένους της μόνο, αφορούσε κάθε Έλληνα ξεχωριστά. Μας αφορούσε όλους άμεσα. Αυτό λέω εγώ. Ασχέτως που για μία ακόμα φορά αποδειχθήκαμε όλοι μαζί ανάξιοι της Ιστορίας μας. Κέρδισε το «να του καεί του πούστη!», όπως λέει και το γνωστό ανέκδοτο με τον Θεό, τον Έλληνα και τον γείτονά του. Η ΕΡΤ ήταν η μεγαλύτερη (και μάλλον η τελευταία μιλώντας για το άμεσο μέλλον) αφορμή που μας δόθηκε ν’ αλλάξουμε κάτι σ’ αυτή τη χώρα, να αναβιώσει στ’ αλήθεια το Πολυτεχνείο. Νίκησε όμως ο φθόνος και ο φόβος. Το πρόγραμμα των καταληψιών έχουμε να σχολιάσουμε, άρα; Που συμβαίνει να το παρακολούθησα απ’ την αρχή ως το τέλος και μπορώ να πω με βεβαιότητα αν ήταν καλό ή όχι. Αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία τώρα πια.
«Θα αποφύγω την περιπτωσιολογία. Δεν έχει νόημα. Θα αναφέρω ωστόσο δύο παραδείγματα.»
Μας κούφανες, φιλενάδα!
«Πρέπει να το παραδεχτούμε. Οι δημοσιογράφοι είμαστε μέρος -σημαντικό μάλιστα- της κρίσης στην οποία έχει βυθιστεί η χώρα.»
Είσαστε, πράγματι.
«Μην κρυβόμαστε, λοιπόν, πίσω από το δάκτυλό μας. Είναι καιρός να βάλουμε τα ρολόγια στη σωστή ώρα.»
Λυπάμαι πάρα πολύ, πρέπει όμως να συμφωνήσω. Τέλειωσε το πάρτυ στη Μεσογείων. Τέλειωσε το πάρτυ γενικώς. Δουλειά άρα! Γιατί, για να γυρίσει ο ήλιος...
«Εξάλλου, έχουμε μόνοι μας διαφημίσει επαρκώς στο εξωτερικό τα συντεχνιακά μας ήθη και λοιπά αγωνιστικά καραγκιοζιλίκια. Δεν χρειάζεται περισσότερο ρεζιλίκι.»
Συμφωνώ.
«Οι «αγωνιστές» καταληψίες της ΕΡΤ ουσιαστικά δεν διαπραγματεύονταν, δεν επεδίωκαν κάποια συμφωνία και συνεννόηση.»
Αληθές.
«Με την κατάληψη του Ραδιομεγάρου ήθελαν βέβαια να υπερασπιστούν (εξόδοις των πολιτών εννοείται) το φέουδο και τα προνόμιά τους.»
Προφανές. Η κατάληψη όμως είναι ιστορικά αποδεδειγμένο πως συνιστά αποτελεσματικότατη μορφή πολιτικής δράσης (συνηθέστερα, αλλά και εν προκειμένω, αντίδρασης). Το Πολυτεχνείο του ’73 όπως όλοι ξέρουμε, είχε καταληφθεί. Και η κατάληψη του Ραδιομεγάρου φέτος το καλοκαίρι, θα μπορούσε, κάτω από διαφορετικές συνθήκες, να είχε επίσης σηματοδοτήσει μια μεγάλη ανατροπή. Οι συνθήκες δεν υπήρχαν. Η αφορμή υπήρχε. Ομοίως κι οι αιτίες.
«Οι εν λόγω «αγωνιστές» καταληψίες ήταν η προέκταση, στην κυριολεξία το παραμάγαζο, κομματικών μηχανισμών.»
Είναι θλιβερό, όμως οι περιπτώσεις ιδεολόγων στην Ελλάδα, που μάχονται ενάντια στις κοινωνικές αδικίες χωρίς άμεσα εξαργυρώσιμο ίδιον όφελος, είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Αντίστοιχα, οι περιπτώσεις εκείνων που δραστηριοποιούνται πολιτικά χωρίς είναι να είναι βαμμένοι από κορφής έως ονύχων με το χρώμα κάποιου κόμματος, δεν είναι παρά ελάχιστες. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως δεκαετίες τώρα, ήδη από τα Λύκεια, οι πιο ενεργοί μαθητές διδάσκονται, παράλληλα με τα μαθήματά τους, αυτό που θα εμπεδώσουν πλήρως αργότερα, στα Πανεπιστήμια, πως «πολιτικό ον είναι μόνο όποιος ενστερνίζεται πλήρως τις αρχές του τάδε ή δείνα κόμματος». Ολότελα σφαλερή πεποίθηση βεβαίως και επιπλέον επιζήμια όσο λίγες. Ωστόσο, αυτή την πραγματικότητα βιώνουμε. Είναι άρα άστοχη η επισήμανση της υπογράφουσας, πως η κατάληψη της ΕΡΤ επί της ουσίας ήταν «παραμάγαζο κομματικών μηχανισμών». Όσο άστοχο θα ήταν αν παλιά, στεκόταν κάποιος σ’ ένα σανατόριο, κι έχοντας ολόγυρά του φθισικούς, έξαφνα έδειχνε έναν τυχαία με το δάχτυλο, λέγοντας πως αυτός ο συγκεκριμένος ασθενής πάσχει από φθίση.
«Υπάρχει στη χώρα μας μια παράταξη που διαπερνά τα κόμματα· παράταξη του παραλογισμού. Εκτός από τον διάχυτο παραλογισμό, δοθείσης ευκαιρίας πουλάμε και τρέλλα. Τα πάνω κάτω. Έτσι, π.χ., η κατάληψη ενός νευραλγικής σημασίας δημοσίου κτιρίου είναι «αναφαίρετο δικαίωμα» των εργαζομένων, αλλά η εκκένωσή του παρουσία εισαγγελέα αποτελεί πράξη «άγριας καταστολής».
Δε θα σταθώ στις πολιτικές πεποιθήσεις της Τέτας Παπαδοπούλου. Επισημαίνω όμως πως έχει φοιτήσει στη Νομική Αθηνών. Και φαντάζομαι πως ισχύει και στην περίπτωσή της ό,τι ισχύει συχνότατα με ανθρώπους που έχουν σπουδάσει νομικά, έχει δηλαδή καλλιεργηθεί μέσα της περισσότερο απ’ ό,τι στους υπόλοιπους, ο θαυμασμός για τον Νόμο, που εν μέρει μόνο συμβαδίζει (ο θαυμασμός) με την αξιωματική παραδοχή του ότι ο Νόμος συμπίπτει με το δίκαιο και το αγαθό. Αμέτρητες φορές έχει τύχει να κουβεντιάσω με απόφοιτους νομικών σχολών και σχεδόν πάντα διακρίνω μια ανεπαίσθητη ακαμψία στη σκέψη, ακαμψία τελείως ανεξάρτητη από την οξυδέρκειά τους φυσικά, αναφέρομαι απλώς στην ασφάλεια που, παρατηρώντας τους προσεκτικά, επιβεβαιώνω κάθε φορά πως νιώθουν αυτοί όλοι, εξαιτίας της λίγο πιο στενής σχέσης που έχουν, συγκριτικά με τους επαγγελματίες άλλων τομέων, με τον Νόμο. Ψυχαναλυτικά θέτοντάς το, θα τολμούσα να πω, πως πρόκειται για ένα είδος προσκόλλησης. Γιατί τόσοι πολλοί νέοι ελκύονται από τις νομικές σπουδές; Σπουδές ασύλληπτα βαρετές κατ’ εμέ, μονότονες κι ακόμα χειρότερα, δύσκολες πολύ. Οι αποδοχές και το κύρος ενός φτασμένου νομικού, είναι οπωσδήποτε ένα δέλεαρ. Νομίζω όμως πως το ζήτημα δεν είναι πρακτικό. Πιστεύω πως προσεγγίζοντας τον Νόμο, νιώθουν ασφαλείς, σαν να πρόκειται μέσω της συνεχούς τριβής τους με αυτόν, να καρπωθούν κι ένα μέρος της δικής του δύναμης. Στα μάτια των νομικάριων, όπως τους λέμε χαϊδευτικά εμείς των άλλων σχολών, σιγοκαίει μια φλόγα παράξενη, μια αλλόκοτη χαρά, μια προσμονή. Φαίνεται μια περίεργη ικανοποίηση, που μάλλον προκύπτει καθώς εντρυφά κανείς στο μεδούλι των θεσμοθετημένων απαγορεύσεων, πως όπως κι αν έχουν τα πράγματα, ο Νόμος εν τέλει, όχι μόνο έχει apriori δίκιο, αλλά έχει και τη δύναμη να το επιβάλλει. Παρατηρήστε την επόμενη φορά που θα τύχει να μιλήσετε με δικηγόρο ή κανέναν απ’ τα άλλα επαγγέλματα του σιναφιού, την έκφρασή του καθώς θα προφέρει λέξεις της δουλειάς του, π.χ. τη λέξη «εισαγγελέας». Και θα με θυμηθείτε τότε, θα διαπιστώσετε ιδίοις όμμασι την κεκαλυμμένη έπαρση του συνομιλητή σας. Η ανάταση που θα αισθανθεί και με κόπο θα συγκρατήσει ώστε να μη φανεί αντιπαθής, προκύπτει επειδή είναι λειτουργός του Νόμου. Δηλαδή τι; Τσιράκι του Καλού-Κακού. Τούτοι δεν είναι τσιράκια του Καλού μόνο, γι αυτούς υπάρχουν οι σχολές Θεολογίας (που κι ο Θεός, ως γνωστόν, καθότι ο Μέγας Νομοθέτης, δεν πλασάρεται απ’ τους εκπροσώπους του ως μόνο καλός, αλλά αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο). Η έξαψη των νομικάριων πηγάζει από την «κακή» πλευρά του Νόμου, όχι από την «καλή», υποθέτω πως είναι ολοφάνερο το γιατί. Αν μάλιστα σας έχει τύχει παλαιότερα να μιλήσετε με τίποτα μπράβους, θα δείτε ομοιότητες στις συσπάσεις του προσώπου, που θα σας σαστίσουν. Στα λόγια εννοείται πως υπάρχει μεγάλη διαφορά. Οι μεν δεν ξέρουν να μιλούν ωραία, όπως οι δε. Το χάρισμα που αυτοί διαθέτουν σε αντιστάθμισμα της ευφράδειας των άλλων, είναι η «τρέλλα», που αναφέρει το άρθρο για το οποίο γράφω τώρα. Ο Νόμος δε σκαμπάζει από τρέλα, αυτή του είναι τελείως άγνωστη, συν του ότι τη μισεί περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο. Γιατί βεβαίως η τρέλα τον ακυρώνει, τρέλα σημαίνει πως γράφω τον Νόμο στα παλιά μου τα παπούτσια. Αυτή φυσικά ήταν μια μεγάλη παρένθεση καθαρής φλυαρίας. Η οποία θα κλείσει πάραυτα, χωρίς να θέλω πια να γράψω κάτι πιο άμεσο, αναφορικά με τις φράσεις της κας Παπαδοπούλου, που μόλις προηγήθηκαν.
«Πολλά έχουν ειπωθεί για το περιβόητο «μαύρο» που έπεσε με το κλείσιμο της ΕΡΤ. Λίγα όμως για το πρόγραμμα που όλο αυτό το διάστημα προσέφεραν οι καταληψίες. Από τα μικρόφωνα της υπό κατάληψη ΕΡΤ ακούστηκαν απίστευτα πράγματα. Εκτός τόπου και χρόνου. Ακραία μονομέρεια, δηλαδή ποια μονομέρεια; Μία και μοναδική «αλήθεια» πασπαλισμένη με λαϊκισμό.»
Το ζήτημα στην προκειμένη περίπτωση είναι το «μαύρο» που έπεσε, αυτό καθ’ εαυτό. Εκτός κι αν έχουμε πάλι λόγους να χαζεύουμε το δέντρο, αγνοώντας το δάσος. Και εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα δεν είναι η κατάληψη που ακολούθησε το «μαύρο», το ζήτημα είναι που ο ελληνικός λαός δέχθηκε το μαύρο και μάλιστα μια μερίδα του το δέχθηκε με χαρά. Η ΕΡΤ για τον καθένα ήταν κάτι διαφορετικό. Για άλλον ήταν το μεροκάματο, για άλλον η κότα με τα χρυσά αυγά, για άλλον ένα ανεπιθύμητο έξοδο, για άλλον ένα κανάλι ντεμοντέ… κι οι ερμηνείες δεν έχουν τελειωμό. Για μένα ήταν –το έχω πει αυτό ξανά και ξανά, το λέω και τώρα και θα το ξαναπώ ο Θεός ξέρεις πόσες φορές ακόμα– ένα ζήτημα εθνικό, έγινε το διακύβευμα της ίδιας της Δημοκρατίας. Δεν αφορούσε τους εργαζομένους της μόνο, αφορούσε κάθε Έλληνα ξεχωριστά. Μας αφορούσε όλους άμεσα. Αυτό λέω εγώ. Ασχέτως που για μία ακόμα φορά αποδειχθήκαμε όλοι μαζί ανάξιοι της Ιστορίας μας. Κέρδισε το «να του καεί του πούστη!», όπως λέει και το γνωστό ανέκδοτο με τον Θεό, τον Έλληνα και τον γείτονά του. Η ΕΡΤ ήταν η μεγαλύτερη (και μάλλον η τελευταία μιλώντας για το άμεσο μέλλον) αφορμή που μας δόθηκε ν’ αλλάξουμε κάτι σ’ αυτή τη χώρα, να αναβιώσει στ’ αλήθεια το Πολυτεχνείο. Νίκησε όμως ο φθόνος και ο φόβος. Το πρόγραμμα των καταληψιών έχουμε να σχολιάσουμε, άρα; Που συμβαίνει να το παρακολούθησα απ’ την αρχή ως το τέλος και μπορώ να πω με βεβαιότητα αν ήταν καλό ή όχι. Αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία τώρα πια.
«Θα αποφύγω την περιπτωσιολογία. Δεν έχει νόημα. Θα αναφέρω ωστόσο δύο παραδείγματα.»
Μας κούφανες, φιλενάδα!
«Πρέπει να το παραδεχτούμε. Οι δημοσιογράφοι είμαστε μέρος -σημαντικό μάλιστα- της κρίσης στην οποία έχει βυθιστεί η χώρα.»
Είσαστε, πράγματι.
«Μην κρυβόμαστε, λοιπόν, πίσω από το δάκτυλό μας. Είναι καιρός να βάλουμε τα ρολόγια στη σωστή ώρα.»
Λυπάμαι πάρα πολύ, πρέπει όμως να συμφωνήσω. Τέλειωσε το πάρτυ στη Μεσογείων. Τέλειωσε το πάρτυ γενικώς. Δουλειά άρα! Γιατί, για να γυρίσει ο ήλιος...