1.11.13

«απόψε είμαστε όλοι χρυσαυγίτες!»


Ανάμεσα στο να παρανοεί κανείς λόγω αναίτιας καχυποψίας και στο να καταπίνει αμάσητη όποια πληροφορία του σερβίρουν, υπάρχει προφανώς μια απόσταση. Δυστυχώς, η εποχή που ήμασταν όλοι «αθώοι μέχρι αποδείξεως του εναντίου» ανήκει στο παρελθόν. Πλέον όλοι και όλα μοιάζουν ύποπτα. Οι αξίες, τα συναισθήματα, τα όρια, τα κίνητρα του καθενός, εμφανίζουν μια ανησυχητική θολούρα.

Ιδιαίτερα οι ειδήσεις που αναμεταδίδονται απ’ τα μέσα. Θέλω να πω πως έχει χαθεί η πίστη που κάποτε είχαμε πως δηλαδή αυτό που μας ανακοινώνεται ως γεγονός είναι κι αληθινό. Ή, εν πάση περιπτώσει, πως τα πράγματα έγιναν όπως τα παρουσιάζουν, πως αυτό που φαίνεται, είναι κιόλας. Όχι πως παλιά ζούσαμε σε έναν κόσμο αγγελικά πλασμένο, στον οποίο κάτι συνέβη αιφνιδίως και χάθηκε. Απλώς, η γνώση, που φυσικά αθροίζεται όσο κυλάν τα χρόνια, σήμερα παραείναι πολλή για να μας επιτρέπει άλλο τα ρομάντζα.

Ανέκαθεν βεβαίως διοικούσαν τα συμφέροντα κι όποιος πιστεύει πως η πολιτική υπήρξε ποτέ της ένα καθαρό παιχνίδι, νομίζω ότι πλανάται. Ο σκοπός όμως που επινοήθηκαν εξ΄ αρχής οι μηχανισμοί των κρατών, με το ανυπολόγιστο κόστος αυτών των μηχανισμών για τους πολίτες παρότι αυτή είναι άλλη κουβέντα, βασίστηκε κι εξακολουθεί να βασίζεται στην επιτακτικότερη και πιο διαχρονική ανάγκη του ανθρώπου, την ανάγκη του να αισθάνεται ασφαλής.

Οι άνθρωποι χρειαζόμαστε να πιστεύουμε πως «οι κακοί είναι στη φυλακή». Αυτό είναι μύθος βέβαια, αλλά κι αυτό είναι άλλη κουβέντα. Απλώς απ’ αυτόν τον μύθο συντηρείται η εντύπωση πως το κράτος μας προστατεύει. Όταν λοιπόν οι πολίτες, ή έστω ή πιο διεισδυτικοί εξ’ αυτών, αναρωτιούνται όποτε ακούν για κάποια άγρια δολοφονία με πολιτικές προεκτάσεις, κακή ώρα η αποψινή, για το ποιος βρίσκεται στην πραγματικότητα πίσω από τα δάχτυλα που πάτησαν τις σκανδάλες, τότε το κράτος πλήττεται.

Εξ ου και το πολιτικό κόστος που αυτομάτως συνοδεύει τέτοια τραγικά περιστατικά. Γιατί, όταν η αγωνία του κόσμου υπερβαίνει ένα ανώτατο όριο ασφαλείας, κλυδωνίζεται η κρατική μηχανή. Σε πιο σοβαρές περιπτώσεις δε, σείεται συθέμελα.

Το ζήτημα της Χρυσής Αυγής, ασφαλώς είναι πολύ σκοτεινό. Το ριζικό σύστημα αυτής της οργάνωσης φημολογείται πως καταλαμβάνει ένα τεράστιο τμήμα του πολιτικού υπεδάφους της χώρας. Ας αναλογιστούμε βήμα-βήμα τα τελευταία σχετικά γεγονότα. Το πώς δηλαδή μια ομάδα εκπροσώπων της συγκεκριμένης παράταξης βρέθηκε εντός του ελληνικού κοινοβουλίου. Πώς εν συνεχεία μεθοδεύτηκε από τις Αρχές η άρση της βουλευτικής ασυλίας τους, υποτίθεται με αφορμή την εκτέλεση του Παύλου Φύσσα.

Πώς αποκαλύφθηκε, εντελώς ξαφνικά, ότι τα μέλη του ακροδεξιού κόμματος είχαν διαπράξει εκατοντάδες αδικήματα, κάποια εκ των οποίων καταχωρήθηκαν ως κακουργήματα. Πώς οι φερόμενοι τώρα ως εγκληματίες και μέχρι προσφάτως βουλευτές, οδηγήθηκαν με χολιγουντιανό τρόπο στην Ασφάλεια. Πώς, ποιοι εξ’ αυτών και κυρίως σε ποια χρονική στιγμή φυλακίστηκαν.

Αυτά όλα οργανώθηκαν για να καταλαγιάσει απλώς η οργή του λαού, για τον άδικο χαμό του Παύλου; Πόσο αφελής πρέπει να είναι κάποιος για να το πιστέψει αυτό εν έτει 2013; Μήπως αυτά συνέβησαν για να ικανοποιηθεί η ευρωπαϊκή απαίτηση περί άμεσης πάταξης της νέο-ναζιστικής οργάνωσης; Λίγο πιο πιστευτό απ’ το προηγούμενο επιχείρημα, αυτό. Και πάλι όμως, αυτή είναι η απάντηση;

Το κράτος, ως γνωστόν, δε σπαταλάει ούτε ένα ευρώ άνευ λόγου. Για κάθε τι που γίνεται, υπάρχει κάποια πολύ συγκεκριμένη αιτία. Που όμως σπανίως συμπίπτει με τις επίσημες ανακοινώσεις του. Οι οποίες, λίγο να σκαμπάζει κανείς, αντιλαμβάνεται πανεύκολα πως είναι στην πλειονότητά τους υστερόβουλες κι ακόμα χειρότερα, ψευδείς.

Μην παρεξηγηθώ, δεν αναφέρομαι αποκλειστικά στην κυβέρνηση Σαμαρά. Το αυτό ίσχυε και σε κάθε προηγούμενη κυβέρνηση, τουλάχιστον σε όσες εγώ πρόλαβα να ζήσω. Απλώς η τωρινή, αποτελεί μια ενδιαφέρουσα σύνθεση προσώπων, που κυμαίνονται από τους γελοιωδέστερους πολιτικούς όλων των εποχών, μέχρι πολύ επικίνδυνα άτομα.

Μιας όμως κι έφτασα να γράφω για την υψηλή επικινδυνότητα μερικών εκ των τωρινών κυβερνητικών, ας κάνω ένα γενικότερο σχόλιο. Για λόγους δικαιοσύνης δηλαδή, για να μην ξαγρυπνήσω ύστερα σκεπτόμενη πως απόψε έγραψα μπούρδες. Εγώ λοιπόν λέω πως μια κυβέρνηση, αν δεν είναι επικίνδυνη, δεν είναι ικανή.

Μια κυβέρνηση, σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης επιμένω πως ισχύει ακριβώς το ίδιο, για να είναι αποτελεσματική και άρα για να μπορέσει να εξασφαλίσει τη μακροημέρευσή της, πρέπει να δείχνει σοβαρή, αξιόπιστη, ορθολογιστική και περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, να πείθει πως διαθέτει βαθύτατη πίστη στις ανθρώπινες αξίες. Επί της ουσίας όμως, οφείλει να είναι έτοιμη για οτιδήποτε, νόμιμο και μη.

Για να συμφωνήσει κανείς με τη δική μου προκατάληψη, προτείνω να φανταστεί το εξής: Κινδυνεύει σοβαρά, ας πούμε, η γυναίκα και τα παιδιά του. Από ποιον θα ζητήσει βοήθεια; Από τους μαλθακούς γραφιάδες συναδέλφους στη δουλειά; Ή από κάτι περίεργους μπρατσωμένους τύπους με σιδερικά, που μένουνε στη γειτονιά του;

Αυτή ακριβώς είναι κι η απάντηση στο γιατί μια απελπιστικά μεγάλη μερίδα των Ελλήνων ψηφοφόρων, διέθεσαν πέρσι την ψήφο τους υπέρ της Χρυσής Αυγής. Εξαιτίας του γενικευμένου αισθήματος ανασφάλειας. Το κράτος δεν επαρκούσε. Μας χρειαζόντουσαν έξτρα μπράβοι.  

Το ερώτημα άρα, αναφορικά με το πώς έγιναν δημοφιλείς οι φασίστες, μόλις απαντήθηκε. Αυτό που δεν μπορεί να απαντηθεί εδώ, είναι το πόσο μπλεγμένη είναι στην πραγματικότητα η κυβέρνηση με τους φασίστες. Ομολογώ, με διασκεδάζουν πολύ κάτι υπουργικές δηλώσεις που ακούω κάθε τόσο από φωνές στεντόρειες, του τύπου: «θα συντρίψουμε την τρομοκρατία!». Στα σοβαρά όμως, την αλήθεια σε τέτοιου είδους θέματα, πιο πιθανό είναι να τη μάθει κανείς αν καταφύγει σε μάγισσες και χαρτορίχτρες.           

Τώρα όμως, βρισκόμαστε δυστυχώς στη στιγμή του πένθους και τέτοιες ώρες δε χωράνε θεωρίες. Δυο νέα παιδιά χάθηκαν απόψε κι ένα τρίτο τούτη την ώρα παλεύει με τον Χάρο. Όσοι προσευχόμαστε, θα προσευχηθούμε να τα καταφέρει. Θρήνος απλώθηκε (ή θα ’πρεπε να έχει απλωθεί) σ’ ολόκληρη τη χώρα. Αυτά τα παραφουσκωτά με χημική πρωτεΐνη και σφαλερά ιδεώδη αγόρια, οι πολέμιοι της ιδεολογίας τους τα έχουμε κατ’ επανάληψη χλευάσει. Τα έχουμε ειρωνευτεί, τα έχουμε βρίσει, κάποιοι μάλιστα τα έχουμε φτύσει και στα μούτρα σε κάτι κακά συναπαντήματα. Κι όμως, δεν ακυρώνεται η θλίψη.

Την ίδια ακριβώς θλίψη έφερε η πρόσφατη δολοφονία του Παύλου. Εκείνος ήταν αντι-φασίστας κι ως εκ τούτου, σε ανθρώπους όπως εγώ, υπήρξε πολύ πιο συμπαθής. Δεν αλλάζει όμως απολύτως τίποτα επειδή τα καινούργια θύματα ασπάζονταν ιδέες ενάντιες προς τις δικές μας. Κάποιοι άλλοι αγρίως παραπλανημένοι, σήμερα άδειασαν τα όπλα τους πάνω σε τρεις νέους ανθρώπους.

Ο φόνος όμως είναι φόνος, είτε το θύμα είναι αρεστό είτε όχι. Αυτό ήθελα να πω, αυτό είναι πιο σημαντικό απ’ οτιδήποτε άλλο. Γι αυτό και κλείνω, με μια φράση που έγραψε νωρίτερα στο facebook ο Γρηγόρης Βαλλιανάτος: «απόψε είμαστε όλοι χρυσαυγίτες». Έτσι ακριβώς! Απόψε, είμαστε τα παιδιά που στείλανε στον τάφο, είμαστε το αγόρι που χαροπαλεύει, είμαστε οι τρεις μάνες που θρηνούν σκίζοντας τις σάρκες τους, είμαστε οι συγγενείς, οι φίλοι, οι συμπολίτες.