Λίκα, 1988 - 02.07.2013
Τζαφέρι, 1972 - 02.07.2013
Τα μάτια σ’ αυτές όλες τις
φωτογραφίες είναι, δυστυχώς, μάτια δολοφονημένων ανθρώπων. Νέων ανθρώπων που έπαψαν
να αναπνέουν πριν την ώρα τους, τη στιγμή που έπεσαν νεκροί εξαιτίας ψυχρών, ανελέητων εκτελεστών, πεπεισμένων
πως το να αφαιρείς μια ζωή, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες αποτελεί έως και θεάρεστη πράξη.
Αν κάποιος δεν ξέρει ποια
μάτια ανήκουν σε ποιον, το πιο πιθανό είναι πως κοιτώντας τις φωτογραφίες θα μαντέψει
λάθος. Γιατί, είτε χρυσαυγίτες, είτε αντιφασίστες, είτε κακοποιοί, οι άνθρωποι
είναι πάντα άνθρωποι, με τις καλές και τις κακές τους πλευρές, με την αγριότητα
ίσως γραμμένη στα μάτια τους, αλλά και με τις ευαισθησίες τους καθένας.
Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν
υπάρχουν άνθρωποι μόνο καλοί ή μόνο κακοί. Ούτε άνθρωποι που έχουν σ’ όλα δίκιο
κι άλλοι που έχουν σ’ όλα άδικο. Κι όσο κι αν οι περισσότεροι θέλουμε να νομίζουμε
πως πατάμε σε πολύ στέρεες βάσεις, η πικρή αλήθεια που εγώ πιστεύω, λέει πως είμαστε
όλοι δυνάμει οτιδήποτε.
Οπότε, αυτός που χαιρέκακα
ξεστομίζει για κάποιον από τους δολοφονημένους, επιλεκτικά δηλαδή αυθαίρετα, «καλά
του έκαναν!», ας αναλογιστεί, έστω και τώρα, ότι μεθαύριο, κάποιοι άλλοι θα κρίνουν
πως το δικό του παιδί είναι που σκέφτεται και πράττει λανθασμένα και πως άρα του
αξίζει να πάθει τα χειρότερα.
Τι πάει να πει «καλά του έκαναν
του Κόλα!»; Αμέτρητες φορές έχω αρπαχτεί με γνωστούς και φίλους για αυτό το
φονικό. Κι όταν ο κόμπος στην κουβέντα φτάνει στο χτένι, πάντα ακούω παραλλαγμένο
το εξής εξοργιστικό: «άλλο αυτό, αυτός ήταν εγκληματίας, πολύ καλά κάναν και
τον καθάρισανε!».
Καλά, υπομένω σχεδόν κάθε
φορά κι άλλα αποστάγματα υψηλής ευφυΐας, συνήθως διατυπωμένα με ειρωνικό ύφος,
του στυλ: «τώρα εσένα τι σε κόφτει; γούσταρες τον Κόλα;». Οπότε αναγκάζομαι η
καημένη να απαντώ πως όχι, δεν τον γούσταρα, πως άρχισα να τον γουστάρω απ’ τη
στιγμή που τον κυνηγούσαν για να τον εκτελέσουν εν ψυχρώ.
Και τον γούσταρα όχι σαν άντρα,
ηλίθιε (το «ηλίθιε», μέχρι στιγμής τα έχω καταφέρει και δεν το έχω πει), παρότι
τους άντρες με τακάτι παραδέχομαι πως τους έχω κομμάτι πιο ψηλά απ’ τον σωρό, αλλά
σαν σύμβολο, σαν το θύμα μιας παλαιάς θεσμοθετημένης εγκληματικής μεθόδευσης,
που νομιμοποιείται απ’ τη βλακεία τη δική σου (ούτε στο ζήτημα της βλακείας έχω
αναφερθεί ως τώρα, ευτυχώς).
Και πάνω που καταλάγιασαν
οι ταραχές λόγω που γούσταρα τον Κόλα (Θεέ μου, δώσ’ μου υπομονή!) και τσακωνόμουνα
για πάρτη του δεξιά-αριστερά, σκοτώσανε τον Παύλο. Εκεί τη γλίτωσα. Γιατί τον διάλεξαν
αυτόν να είναι αθώος. Έτσι βόλευε. Κατά συνέπεια, δεν έτυχε να πεταχτεί κανείς και
να μου πει τίποτα που να μ’ ανεβάσει το αίμα στο κεφάλι.
Οι μπελάδες μου άρχισαν πάλι
τώρα. Όποτε δηλαδή ακούω «δημοκρατικές» ατάκες του επιπέδου: «ε, ας μην είχανε
μπλεχτεί με τους φασίστες οι πιτσιρικάδες, να μην τους καθαρίζανε!». Αυτή τη
φορά, το «Άλλο αυτό! Αυτοί ήταν εγκληματίες!» έγινε «Άλλο αυτό! Αυτοί ήτανε
χρυσαυγίτες!». Δηλαδή δε σκοτώνουμε εμείς, απεναντίας καταδικάζουμε τους φόνους
απ’ όπου κι αν προέρχονται, εξαιρουμένων όμως των περιπτώσεων που εμπίπτουν
στην κατηγορία «άλλο αυτό!».
Για μένα δεν υπάρχει «άλλο».
Όλα είναι «αυτό». Και το «αυτό» στην προκειμένη περίπτωση, σημαίνει πως όποιος
χαίρεται ή έστω εγκρίνει τη δολοφονία ενός ανθρώπου, ό,τι μα ό,τι κι αν ήτανε αυτός
που δολοφονήθηκε κι απ’ όποιον κι αν δολοφονήθηκε (χωρίς καμία προφανώς επιείκεια
για τον Νόμο, ιδίως όχι για τον Νόμο!), πρέπει να είναι έτοιμος και να πάει στην
κηδεία του δικού του δολοφονημένου παιδιού.
Κούφια η ώρα! Εύχομαι ποτέ
κανείς να μη ζήσει αυτή τη φρίκη! Τότε όμως, αν δηλαδή αυτουνού που
τώρα συναινεί σε φόνους άλλων, του συμβεί η μεγαλύτερη συμφορά που μπορεί να τύχει σε άνθρωπο,
δικαιολογημένα αυτός θα κλαίει και θα οδύρεται.
Γιατί όσο κι αν το
μυαλουδάκι του, μέσα στον πόνο του δε θα το αντιλαμβάνεται λογικά, είναι βέβαιο πως η ψυχή του θα βασανίζεται, γιατί
το πένθος του δε θα οφείλεται απλώς στην κακιά την ώρα, αλλά και στο ότι ο ίδιος,
με τις ιδέες του περί "(ε)αυτών και άλλων", θα έχει επιτρέψει στον φονιά του παιδιού του να θεωρήσει πως το παλικάρι που σκότωσε
δεν ήταν «αυτό που έπρεπε», ήταν «άλλο». Και ως «άλλο», βρώμιζε τον τόπο.