6.11.13

«θα θαθ το πάρουν!»



Προ ημερών, γύρισα ένα μεσημέρι σπίτι και βρήκα στην αυλόπορτα ένα άσχετο κλειδί περασμένο σ’ έναν κρίκο. Εγώ, αντικρίζοντάς το, το πρώτο που έκανα βέβαια ήταν να δοκιμάσω αν ταίριαζε στην κλειδαριά. Γιατί αν αυτό το άγνωστο κλειδί μπορούσε να κλειδώσει την πόρτα μου, το πράγμα σοβάρευε ελαφρώς.

Δεν μπορεί όμως, οπότε προσπέρασα το υπονοούμενο του εμφανώς ταλαιπωρημένου από χειροδύναμα αντρικά χέρια κρίκου και δέχθηκα το εύρημα ως αστείο που μπορεί να προέρχεται απ’ οποιονδήποτε, γνωστό ή και άγνωστο. Οπότε, το άφησα εκεί ακριβώς όπου το βρήκα.

Εγώ έτσι κι αλλιώς δεν κλειδώνω ποτέ την πόρτα του κήπου, οπότε δε μ’ ενοχλεί σε κάτι η παρουσία του κλειδιού.  Ίσα-ίσα, έχει πλάκα που για να μπω σπίτι μου, ανοίγω μια ξεκλείδωτη πόρτα που πλέον έχει πάνω κλειδί αλλουνού. Δίνει και μια νότα σουρεάλ στη γειτονιά αυτό το μονίμως έκθετο κλειδί. Μ’ αρέσει!

Επίσης μ’ αρέσει που κάθε τόσο, αφού έχω κλείσει πίσω μου την αυλόπορτα και προχωράω στον διάδρομο, όλο και κάποιος ευγενικός περαστικός με προλαβαίνει, συνήθως άγνωστες κυρίες, που με ενημερώνουν για το κλειδί, νομίζοντας φυσικά πως ξέχασα να το πάρω μαζί μου.  

Κάτι παρόμοιο έγινε και σήμερα το απόγευμα. Νυχτώνει πια νωρίς κι εγώ έκλεισα την αυλόπορτα και προχωρούσα προσέχοντας να μην πατήσω στο μισοσκόταδο τον γάτο μου, που ήρθε να με υποδεχθεί. Τότε, άκουσα πίσω μου μια φωνή με παράξενη άρθρωση.

«Κυρία, το κλειδί θαθ!», είπε η φωνή. Γύρισα βέβαια κι είδα έναν μπόμπιρα να στέκεται έξω από την πόρτα. «Εμένα μιλάς;», ρώτησα από εκεί όπου βρισκόμουνα, βασικά θέλοντας να τον ξανακούσω, για να διαπιστώσω τι δεν πήγαινε καλά με την ομιλία του μικρού.

«Ναι, έχετε ξεχάθει το κλειδί θαθ! Θα θαθ το πάρουν!»», είπε ο μικρός. Οπότε, δια της επαναλήψεως εμπέδωσα πια πως ο καινούργιος φύλακας άγγελός μου ήταν τσεβδός. Τον πλησίασα κι εγώ κι ήμουν έτοιμη να πιάσω κουβέντα μαζί του, όπως και με όλους τους προηγούμενους ευσυνείδητους που μου επεσήμαναν την κατ’ αυτούς αφηρημάδα μου.

Θα έλεγα  την αλήθεια, όπως και στους άλλους. Σ’ αυτόν εδώ, ήμουν έτοιμη να πω αυθόρμητα: «δεν το ξέχασα, αγάπη μου!». Αστραπιαία όμως, μετάνιωσα. Πέρσι είχα αποκαλέσει «αγάπη μου» έναν δωδεκάχρονο κι αυτός ο φουκαράς άλλαξε ενενήντα εφτά χρώματα απ’ τη ντροπή του!

Και τούτος ’δω ήταν ακόμα πιο μικρός. Με τις αγορίστικες αγάπες σε τρυφερές ηλικίες όμως δεν την ξαναπατάω, κομμένες οι αγάπες μέχρι ενηλικιώσεως! Κι ύστερα, καθώς ζύγωνα, είδα στο φως του δρόμου το μουτράκι του αγοριού. Ήταν ένα ξανθωπό παιδάκι με γυαλιά. Κι ήταν και τσεβδό!

Ομολογουμένως, όλοι οι προηγούμενοι διάλογοι αναφορικά με το κλειδί ήταν αστείοι. Κι αυτός φυσικά, αναμενόταν πιο απολαυστικός από οποιονδήποτε άλλο. Όμως, τι έφταιγε το έρμο το μικρό ν’ αρχίσει μια ιδιόρρυθμη κυριούλα να του λέει ξαφνικά μια αλλόκοτη ιστορία μ’ ένα άγνωστο κλειδί;

Άσε που θα μπορούσε κάλλιστα ο νεαρός να ήταν πρόσκοπος. Γιατί να του στερούσα τη χαρά της καλής πράξης της ημέρας; Κι αντίστροφα όμως, γιατί εγώ να χρεωνόμουνα την έξοδο του παιδιού από την αθωότητά του; Σάματις θ’ αργήσει ν’ ανακαλύψει από μόνο του πως τίποτα σ’ αυτή τη μάταιη ζωή δεν είναι όπως δείχνει;   

Οπότε κρατήθηκα. Και για το κοινό μας καλό, είπα απλώς: «Α, ευχαριστώ πάρα πολύ!». Ύστερα, έβγαλα το χέρι μου απ’ το κενό της πόρτας, τράβηξα το υποτίθεται ξεχασμένο κλειδί έξω απ’ την κλειδαριά, αρκετά επιδεικτικά ώστε να χαρεί ο μικρός για την ευεργεσία του, το έκλεισα στη χούφτα μου, καληνύχτισα και μπήκα σπίτι, αναλογιζόμενη τη διαφορά μεταξύ ωριμότητας και γήρατος.  

Πριν λίγο βέβαια, βγήκα για να πετάξω τα σκουπίδια. Εκτός απ’ τη σακούλα, κρατούσα επίσης την κάμερα και το κλειδί, το οποίο και φρόντισα να βάλω στη θέση του, απαθανατίζοντάς το, ώστε να σας εξασφαλίσω εικόνα. Κι όπως το επέστρεφα εκεί όπου η τύχη το θέλησε να βρίσκεται, σκέφτηκα τον πιτσιρικά.

Λέω, δε μπορεί, και στη γειτονιά να μένει αυτό, τέτοια ώρα θα κοιμάται. Αλλά και να τύχει να ξαναπεράσει και να δει πάλι το κλειδί, θα υποθέσει το παιδί πως η κυρία που μένει σ’ αυτό το σπίτι είναι πολύ ξεχασιάρα!  Άντε τώρα να δούμε πότε με το καλό θα μαθ το πάρουν το κλειδί, να τελειώθει αυτή η ιθτορία να βρούμε καμιά πιο ενδιαφέρουθα ν’ αθχοληθούμε…