Κατά τη γνώμη μου, η
υπόθεση του Άλεξ είναι μία ακόμα περίτρανη απόδειξη του
πόσο ρυπαρή κοινωνία συντηρούμε. Δεν εννοώ μ' αυτό την ίδια τη δολοφονία. Προφανώς, δε γνωρίζω
τι ακριβώς συνέβη τη στιγμή του φόνου, υποθέτω όμως πως το άτυχο παιδί μάλλον
ξεψύχησε μια «κακιά στιγμή», πως δεν υπήρχε πράγματι πρόθεση για τον θάνατό του.
Τουλάχιστον, αυτό ελπίζω ότι
συνέβη. Δε θέλω να σκέφτομαι παρά πως ο μικρός Αλέξανδρος πέθανε κατά λάθος, ίσως από ένα
σπρώξιμο των συμμαθητών, ή κάτι τέτοιο. Το μετέπειτα όμως, ο τρόπος που έγιναν όλα, το ελεεινό
πασάλειμμα στη διερεύνηση του εγκλήματος και στην απόδοση ευθυνών, εν γένει η
συγκάλυψη που ακολούθησε τον θάνατο του αγοριού, εκτοξεύει την ιστορία του σε
μια πολύ οδυνηρή για όλους μας θέση.
Τη φέρνει ανάμεσα στους πιο
αποκαλυπτικούς αντικατοπτρισμούς (αν όχι τον πλέον αποκαλυπτικό) της χυδαιότητας
που στηρίζει τη νεοελληνική ευταξία. Και, κατά τη γνώμη μου επίσης, η
αποζημίωση των εκατόν πενήντα χιλιάδων ευρώ που το δικαστήριο όρισε πως πρέπει
οι εμπλεκόμενοι κηδεμόνες να καταβάλλουν από κοινού στην τραγική μητέρα, είναι
το αποκορύφωμα της υποκρισίας εκ μέρους της πολιτείας, επίσημης και μη, εξίσου.
Η Νατέλα, η μάνα της
οποίας ο θρήνος έγινε για καιρό αντικείμενο εμπαιγμού, ξέρουμε όλοι πολύ καλά
ότι είναι υπόδειγμα αξιοπρέπειας. Και τώρα ο δικηγόρος της, δήλωσε το
αναμενόμενο για την ποιότητα της γυναίκας η οποία μας παραδειγμάτισε απ’ την
πρώτη στιγμή που δημοσιοποιήθηκε το δράμα της. Πως δηλαδή τα χρήματα αυτά θα
δωριθούν σε φορείς δραστηριοποιημένους ενάντια στην παιδική κακοποίηση.
Προσωπικά θύμωσα όταν διάβασα
για την επιδίκαση της χρηματικής αποζημίωσης. Αναμφισβήτητα, η μητέρα του Άλεξ
έπρεπε να λάβει ηθική ικανοποίηση, τα λεφτά όμως κρίνω πως είναι ο πλέον
ακατάλληλος τρόπος για να μετριαστεί ο πόνος της. Ωστόσο, οι δικαστικές
αποφάσεις, ιδίως σε περιπτώσεις υποθέσεων που έχουν λάβει μεγάλη δημοσιότητα,
μεριμνούν για τους άμεσα πληττόμενους μόνο φαινομενικά.
Στην πραγματικότητα, η
σκέψη που διαμορφώνει αυτά τα πορίσματα φροντίζει πρωτίστως να ευχαριστηθεί η
κοινή γνώμη. Αυτό ακριβώς δε συνέβη και τώρα; Γειώθηκε το έγκλημα με ένα
νούμερο πολύ καλομελετημένο, ιδανικό για να βουλωθούν τα στόματα όλων,
όπως-όπως, «δίκαιο», όπως βαφτίζονται συχνά πράγματα που μόνο δίκαια δεν είναι.
Εκατόν πενήντα χιλιάρικα
στην Ελλάδα της κρίσης, είναι πολλά λεφτά, για κάθε μεροκαματιάρη, γι αυτό και
φαντάζουν ως δικαίωση. Ταυτόχρονα όμως, δεν είναι και τόσα πολλά ώστε να θεωρηθεί απ’ τους
ζηλόφθονους πως η αλλοδαπή μάνα «έκανε καλή μπάζα» και κυρίως πως το κράτος αποφασίζει
να αποζημιώνονται πλουσιοπάροχα μετανάστες, τη στιγμή που αυτόχθονες
απολύονται σωρηδόν και εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες ζουν πολύ κάτω απ’ το όριο
της φτώχειας.
Απ’ την άλλη, μοιρασμένο
το ποσό αυτό σε όσους έχουν εμπλακεί, δεν είναι τελικά παρά ένα ελαφρώς
τσουχτερό πρόστιμο. Επίσης δίκαιο άρα, για μια τόσο θολή εγκληματική πράξη. Η
πικρή αλήθεια βέβαια, είναι πως η Νατέλα δεν δικαιώθηκε, ούτε και θα δικαιωθεί
ποτέ. Θα παραμείνει για πάντα αγρίως αδικημένη. Κι ο Άλεξ δε θα ζει μονάχα στη δική της
μνήμη. Όσο κι αν προσπαθούμε να ξορκίσουμε τη μορφή του απ’ τις ψυχές μας, θα
ζει πάντοτε χωνιασμένος μέσα μας, πλάι σε άλλα πολλά απωθημένα.
Κάθε τόσο θα νιώθουμε ένα
αναπάντεχο τσίμπημα εξαιτίας του δικού του φόνου, στα καλά καθούμενα, παρότι δε θα
αντιλαμβανόμαστε καν πως η στιγμιαία διαμαρτυρία απ’ τα βάθη της ύπαρξής μας θα
οφείλεται στη συνενοχή μας για τον θάνατό του Άλεξ. Άλλωστε, είμαστε ήδη συνένοχοι
για τόσα και τόσα, που δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσουμε ποια Ερινύα μας
καταδιώκει κάθε φορά.
Το μόνο σίγουρο πάντως,
είναι πως το χαμόγελο του Άλεξ δεν μπορεί να αποτιμηθεί, όπως δεν
μπορεί να αποτιμηθεί το χαμόγελο κανενός. Ούτε η συλλογική ενοχή μπορεί να
αποτιμηθεί. Γι αυτό ακριβώς νομίζω πως η αποζημίωση για τον φόνο του Άλεξ
αποφασίστηκε να είναι χρηματική. Το χρήμα είναι κάτι ουδέτερο, ψυχρό όσο κι απρόσωπο, είναι άρα ιδανικό
σε περιπτώσεις που πρέπει κάποιοι να δώσουν κάτι, χωρίς πολλές εξηγήσεις, εξηγήσεις που
στην προκειμένη περίπτωση δε βόλευαν κανέναν, πλην μιας μάνας.
Ποιος θα χρεωθεί με τα
λεφτά; Οι υπαίτιοι, αλλά ρεφενέ, θα τα δώσουν όλοι μαζί, από κοινού. Ποιος θα τα πάρει; Οργανισμοί που μεριμνούν για το καλό των παιδιών.
Ποιος δηλαδή τα δίνει; Κανείς συγκεκριμένα. Και ποιος τα παίρνει; Πάλι, κανείς
συγκεκριμένα. Και έσχατο ερώτημα: Ποιος έφταιξε που πέθανε ο Άλεξ;
Φαντάζομαι ότι λόγω της
απόφασης που μόλις ανακοινώθηκε, διάφοροι νταήδες, κηδεμόνες μπούληδων,
εξήγαγαν ένα επικίνδυνο συμπέρασμα, πως αν ο κανακάρης τους, εκφοβίζοντας
κανέναν συμμαθητή, τύχει να τον σκοτώσει, θα πλερώσουν μερικές ψωροχιλιάδες
ευρώ και τέλος καλό. Άλλοι, εξίσου άστοχοι ως προς το σκέπτεσθαι, βολεύονται
στο απλοϊκό «ε, παιδιά είναι…».
Μακάρι να ήταν τόσο απλά
τα πράγματα. Δεν πάει έτσι, όμως. Γιατί εμείς που δεν είμαστε παιδιά, έχουμε
ευθύνη. Ομοίως, θα ήταν μεγάλη έκπληξη αν σε μια εξ’ αρχής σκοπίμως ευτελισμένη
ιστορία, δινόταν ένα τέλος ανώτερης ηθικής αξίας. Αυτά όμως δεν γίνονται. Οπότε,
δε μπορώ να ισχυριστώ πως εξεπλάγην με την είδηση.
Απλώς, για μια ακόμα
φορά, στην υποθετική ερώτηση «πιστεύεις στη Δικαιοσύνη;», το καλύτερο που θα κατάφερνα
νομίζω ν’ απαντήσω είναι: «πιστεύω πως οι άνθρωποι που υπηρετούν τη Δικαιοσύνη
είναι ξύπνιοι». Κι ακριβώς προτού υπεκφύγω, εγώ που δυστυχώς δεν έχω την έμφυτη
φινέτσα της Νατέλας, μάλλον θα σκεφτόμουν κάτι σαν: «άντε πες αυτό, για να μην πεις
τίποτα βαρύ, μεσημεριάτικα!»