Τη
Διαμαντοπούλου από παιδί συνέχεια την πειράζανε, γιατί κυκλοφορούσε σχεδόν
πάντα κρατώντας στο χέρι ένα βιβλίο. Ήτανε το «φυτό» της τάξης, μια ολόκληρη ζωή,
απ’ το δημοτικό μέχρι που πήρε και το δεύτερο πτυχίο στο πανεπιστήμιο.
Γεννήθηκε έτσι, μ’ έναν χαρακτήρα απόμακρο, δύσκολα πλησιαζόταν. Κι η έμφυτη
εσωστρέφειά της, με το που έμαθε να διαβάζει, κορυφώθηκε. Κλείστηκε για τα καλά
στον εαυτό της κι οι κουβέντες της στο σπίτι ήταν μετρημένες.
Το λεξιλόγιό
της βέβαια ήτανε πλούσιο από νωρίς, όπως συχνά συμβαίνει με τους μικρούς
βιβλιοφάγους. Αλλά δεν έλεγε πολλά. Τα βασικά μόνο κι εκείνα με το ζόρι. Γι
αυτό ίσως και ποτέ δεν έκανε φιλίες ιδιαίτερες. Στην τετάρτη δημοτικού, πάνω
που ξεθάρρευε κι είχε μόλις αρχίσει ν’ αναζητάει παρέες, έγινε κάτι μια μέρα
στο σχόλασμα, που τη στιγμάτισε ως μοναχική ύπαρξη.
Δε συνέβη
δηλαδή και τίποτα σπουδαίο, απλώς ενώ εκείνη καθυστερούσε να μαζέψει τα
τετράδιά της, επιδιώκοντας τη συντροφιά των άλλων κοριτσιών που χαζολογούσαν ως
συνήθως κι ύστερα έφευγαν παρέες-παρέες, μία απ’ τις συμμαθήτριες, της είπε
μπροστά στις υπόλοιπες: «άντε Κατερίνα, χτύπησε το κουδούνι, τρέχα γρήγορα να πας να διαβάσεις!». Οι άλλες γέλασαν σε βάρος της κι αυτή έφτασε σπίτι όπως
πάντα μόνη κι επίσης με μάγουλα ακόμη κατακόκκινα.
Δεν είπε βέβαια
λέξη για το τι προηγήθηκε, όπως ποτέ της δε μίλαγε για ό,τι την απασχολούσε. Απλώς,
έφαγε πολύ γρήγορα κι έπειτα αποσύρθηκε στο δωμάτιό της για να βρει παρηγοριά -που
αλλού;- σ’ ένα βιβλίο. Το αγαπημένο της εκείνη την εποχή λεγόταν «Στο Κολλέγιο του
Σαιν-Κλαιρ». Το 'χε κληρονομήσει μαζί με διάφορα άλλα βιβλία απ’ την ξαδέρφη
της, που ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερη. Εκείνη το είχε διαβάσει και δεν το ’θελε
άλλο πια.
Η νέα του
ιδιοκτήτρια όμως, το διάβαζε τόσο συχνά, που ποτέ του δε στεκόταν με τ’ άλλα της
βιβλία στο ράφι, περιφερόταν μονίμως κάπου μέσα στο δωμάτιο. Αυτή η ιστορία ήταν γραμμένη απ’ την Αγγλίδα Ένιντ
Μπλάυτον και περιέγραφε τη ζωή των οικότροφων σ’ ένα εγγλέζικο παρθεναγωγείο. Ένα
σχολείο αντίστοιχο με τα παλιά εξατάξια γυμνάσια, με τη διαφορά όμως πως οι
μαθήτριές του έβλεπαν τους γονείς τους πολύ πιο σπάνια απ’ ό,τι συμβαίνει με
τους μαθητές των ημερήσιων σχολείων.
Για τις
ηρωίδες του βιβλίου, ολόκληρος ο κόσμος τους ουσιαστικά άρχιζε και τέλειωνε πίσω
απ’ τον ψηλό μαντρότοιχο του Σαιν-Κλαιρ. Κι από τότε που η Κατερινούλα απέκτησε
αυτό το βιβλίο, στον ίδιο περίβολο έβρισκε κι εκείνη καταφύγιο, όποτε κάτι
τύχαινε να τη ζορίσει. Τα κοριτσόπουλα του Σαιν-Κλαιρ βέβαια ήταν πολύ
μεγαλύτερά της. Οι πιο μικρές μαθήτριες ήταν δεκατριών ετών, ενώ αυτές των
τελευταίων τάξεων, σχεδόν δεκαοκτώ.
Κι αυτό ήταν
ένα απ’ τα πολλά που ενθουσίαζαν τη μικρή αναγνώστρια. Φανταζόταν τις
ψιλόλιγνες κοπέλες με τις τριζάτες στολές τους να σουλατσάρουν στους
πεντακάθαρους διαδρόμους ή να μαζεύονται στα υπνωτήρια, όπου σκάρωναν κάθε τόσο
κι από μια νέα σκανταλιά. Φοιτούσε πράγματι σ’ ένα ανώτερο σχολείο η
Κατερινούλα διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας αυτό το βιβλίο.
Με τη φαντασία
της αισθανόταν πως κι η ίδια ψήλωνε κι έφτανε στο μπόι τις καλοαναθρεμμένες
Αγγλιδούλες. Ζήλευε τα μεγαλίστικα φερσίματα των κοριτσιών στις τελευταίες
τάξεις, τους ξενικούς τους τρόπους, τις ευγενικές διατυπώσεις τους, θαύμαζε ακόμα και τις πιο φαντασμένες απ’ τις μικρές
κυρίες του κολλεγίου. Έφευγε με τον νου της απ’ το δικό της δωμάτιο και με τη
φαντασία της τρύπωνε κι αυτή στα διδακτήρια και τους κοιτώνες του Σαιν-Κλαιρ.
Ωστόσο, στην
πραγματικότητα παρέμενε ένα δεκάχρονο παιδί. Γι αυτό κι όποτε η μητέρα
της μισάνοιγε την πόρτα της κάμαράς της, την έβλεπε να διαβάζει μπρούμυτα πάνω
στο κρεβάτι, στηριγμένη στους αγκώνες και πάντοτε μ’ ένα γλειφιτζούρι στο
στόμα. Τα γλειφιτζούρια ήταν απ’ όλα τα γλυκίσματα αυτό που προτιμούσε πιο
πολύ. Έτσι, είχε συμφωνήσει με τους γονείς της να απολαμβάνει καθημερινά ένα
γλειφιτζούρι, αφού το ήθελε τόσο πολύ, αλλά για να σωθούν τα δόντια της είχε υποσχεθεί να
μην τρώει άλλα γλυκά, παρά μόνο ένα μικρό κάθε Κυριακή, αν υπήρχε στο σπίτι.
«dublus» - ένα μικρό απόσπασμα
από την υπό έκδοση συλλογή διηγημάτων «ανοιξιάτικες ιστορίες»
© Σίσσυ Λοΐζου, 2013