Ακόμα κι ένας άστεγος να
υπάρχει εκτεθειμένος στους κινδύνους μιας μεγαλούπολης, είναι μια τρομακτική,
απάνθρωπη συνθήκη. Και η Αθήνα έφτασε πια να κοιμίζει κάθε νύχτα στους δρόμους της,
σχεδόν είκοσι χιλιάδες άστεγους! Το νούμερο είναι αδιανόητο για την Ελλαδίτσα
μας, τη χώρα του ήλιου, του χαμόγελου και της φιλοξενίας. Κι όμως, ο χειμώνας
επέστρεψε κι οι ζωές χιλιάδων ανθρώπων κινδυνεύουν πάλι.
Πολλοί αντικρίζουν
άστεγους στο δρόμο και τους προσπερνούν με απάθεια, άλλοι με περιφρόνηση. Γιατί
βέβαια, αν δεν έχεις ξημερώσει ξυλιασμένος απ’ την παγωνιά, δεν ξέρεις τι
σημαίνει να ζεις στο δρόμο. Αν είχα την αρμοδιότητα, θα πρόσθετα οπωσδήποτε στη
βασική εκπαίδευση και μία διανυκτέρευση κάθε χειμώνα εκτός σπιτιού. Υποχρεωτικά,
για όλη την οικογένεια.
Νομίζω πως αυτό θα ήταν
ένα σπουδαίο μάθημα για μικρούς και μεγάλους. Σίγουρα, είναι εύκολο να λέμε
θεωρίες απ’ τη βολή του καναπέ μας. Ακόμα πιο εύκολο είναι να κρίνουμε. «Φταίει
που έφτασε σ’ αυτή την κατάσταση!», σκέφτονται οι περισσότεροι έστω και
ενδόμυχα, βλέποντας έναν άπορο, να πασχίζει να επιβιώσει στις πιο αντίξοες
συνθήκες.
Προ ολίγου διάβασα στο
δίχτυ ένα πολύ χρήσιμο άρθρο της Αλεξάνδρας Τζαβέλλα, δημοσιευμένο στην
Ελευθεροτυπία το Σάββατο που πέρασε,
για το Καταφύγιο της οδού Ευριπίδου 14 στο κέντρο της πρωτεύουσας, όπου άστεγοι
μπορούν να πλυθούν οι ίδιοι αλλά και να πλύνουν τα ρούχα τους σε πλυντήρια.
Και χάρηκα, γιατί άκουσα
τον πρόεδρο του Καταφυγίου, Κωνσταντίνο Βιταλάκη να λέει στο ένθετο βίντεο, που
παραθέτω και εδώ, πως οι άνθρωποι οι οποίοι λειτουργούν το Καταφύγιο παρέχουν
βοήθεια στους άστεγους χωρίς διακρίσεις. «Χωρίς να μας ενδιαφέρει το παρελθόν
τους», λέει ο κ. Βιταλάκης. Αυτή τη φράση, διαβάζοντας κανείς εύκολα την
προσπερνάει ως μη σημαντική. Κι όμως, είναι πάρα πολύ σημαντική, αν πρόκειται
για παροχείς βοήθειας.
Είναι γνωστό πως η
επίσημη πολιτεία κάνει ό,τι μπορεί για το πρόβλημα των αστέγων, δηλαδή σχεδόν
τίποτα. Οπότε, το κρατικό κενό εν μέρει γεμίζει από πρωτοβουλίες μη
κυβερνητικών φορέων και ευαισθητοποιημένων ιδιωτών. Κι ίσως να θεωρείται αυτονόητο
πως η φιλανθρωπική βοήθεια παρέχεται αδιακρίτως, παρ’ όλα αυτά, γνωρίζω πως
αυτό στην πράξη δεν αποτελεί τον κανόνα, δυστυχώς.
Συχνά, η στήριξη ευπαθών
ομάδων, δηλαδή η σίτιση, η παροχή ειδών πρώτης ανάγκης, η περίθαλψη, η υγιεινή,
η προσωρινή φιλοξενία κτλ, γίνεται το πρώτο σκέλος ενός υστερόβουλου «δούναι
και λαβείν», με δεύτερο την εγγραφή μελών σε κάποιο πολιτικό κόμμα ή τη
θρησκευτική κατήχηση ενός κοινού που βρίσκεται σε δυσκολία και ως εκ τούτου
είναι κατ’ ανάγκη δεκτικό.
Ομοίως, άτομα χρήζοντα
άμεσης βοήθειας συχνά αποκλείονται, εξαιτίας του χρώματος της επιδερμίδας τους,
της εθνικότητάς τους, ή της πίστης τους σ’ έναν Θεό διαφορετικό απ’ τον δικό
μας. Ο Θεός όμως, σχόλιο για τους θρησκόληπτους αυτό, δεν κάνει διακρίσεις. Ο
Λόγος του, μας αφορά όλους, χωρίς εξαιρέσεις. Για κάποιους από εμάς, εκείνος
είναι ο καθοδηγητής της καθημερινότητάς μας. Ο μέγας δάσκαλος βέβαια, στη δυσχέρεια, στη
δυσκολία και στην οδύνη, παύει να είναι πια κατήγορος. Κι από κριτής γίνεται
Αυτός που συγχωρεί και που αγκαλιάζει με αγάπη.
Έτσι πιστεύω εγώ, εκτός
κι αν μου ’μαθαν τα θρησκευτικά στραβά και κάνω λάθος. Αντίστοιχα, πιστεύω πως
δεν έχει καμία σημασία ούτε το ποιος είναι αυτός που προσφέρει βοήθεια σε όσους
έχουν ανάγκη. Το Καταφύγιο της οδού Ευριπίδου, για παράδειγμα, υποστηρίζεται
από το πρώτο προτεσταντικό δόγμα στη χώρα μας, την Ελληνική Ευαγγελική
Εκκλησία.
Γιατί να μ’ ενδιαφέρει
όμως ποιος είναι που βοηθάει και ποιος είναι που βοηθιέται; Μ’ άρεσε πολύ μια
φράση που περιλαμβάνεται στο ρεπορτάζ εξαιτίας του οποίου γράφω τώρα, ειπωμένη
από μία Αθηναία άστεγη, τη Μάχη. Γι αυτό και θα την προσαρτήσω στη δική μου
σκέψη. «Εγώ έχω μέσα μου ένα αλφάδι και στηρίζομαι και δεν ξεφεύγω», αυτό είπε
εκείνη.
Κι εγώ με τη σειρά μου
λέω, πως αν έχω τη δυνατότητα να βοηθήσω αλλά απορρίπτω από τη μέριμνά μου ανθρώπους
που χρειάζονται επειγόντως βοήθεια, εξαιτίας της υπηκοότητας, του χρώματος, της
θρησκείας, της φυσιογνωμίας, της φορολογικής δήλωσης, της έλλειψης πτυχίων ή προσοδοφόρων
αξιωμάτων ή ακόμα και λαθών τους κατά το παρελθόν, λαθών λιγότερο ή περισσότερο
σοβαρών… αυτό δε σημαίνει πως φταίνε εκείνοι. Σημαίνει μάλλον πως εγώ έχω
ξεφύγει, πως κάτι δεν πάει καλά με το αλφάδι μέσα μου.
Σε ποια γραφή αναφέρεται
πως οφείλω να βοηθάω κατ’ εξαίρεση, μονάχα όσους εγκρίνω, όσους μου ταιριάζουν
κι όσους μου μοιάζουν στα γούστα ή στις συνήθειες; Το να συντρέχω ανθρώπους
αρεστούς σε μένα, δεν είναι δα και κάτι το σπουδαίο. Σπουδαίο είναι να
συμπαρίσταμαι σ΄ αυτούς που πράγματι χρειάζονται στήριξη, ό,τι κι αν είναι
αυτοί, ιδίως σ’ εκείνους που μη όντας «συμπαθητικοί», μένουν ολότελα αβοήθητοι,
γιατί όλοι τους γυρνούν την πλάτη. Οι έσχατοι έσονται πρώτοι, αυτό δε λέει το
ευαγγέλιο;
Σημείωση: Η διεύθυνση του
Καταφυγίου, εκ παραδρομής, έχει γραφτεί λάθος στο δημοσίευμα της
Ελευθεροτυπίας. Ο χώρος λειτουργεί στο κτίριο επί της Ευριπίδου 14 (και όχι 17),
στον 8ο όροφο, τηλ. 6977-202398. Επίσης, για όποιον μπορεί και θέλει
να βοηθήσει το έργο του Καταφυγίου, χρειάζονται εκεί εθελοντές, για σερβίρισμα
και άλλες εργασίες, κουρέα, καθώς επίσης υλική βοήθεια, συγκεκριμένα, έχουν
ανάγκη από τρόφιμα, φρούτα, γαλακτοκομικά καθώς και σετ για μπάνιο, όπως αυτά
των ξενοδοχείων που περιέχουν οδοντόβουρτσα, οδοντόκρεμα, χτένα,
σαπούνι/σαμπουάν και μπατονέτες.