30.11.13

χρόνια πολλά, Ανδρέα!


Σήμερα γιορτάζουν αυτοί που τ’ όνομά τους σημαίνει ανδρεία, τόλμη, αφοβία. Και χθες, στο ξεκίνημα της δίκης για την υπόθεση Βελβενδού, ένας από τους νεαρούς κατηγορούμενους, ο Ανδρέας-Δημήτρης Μπουρζούκος, δήλωσε αυτά που ακολουθούν, τα οποία και δημοσιεύτηκαν στο Athens Indymedia

Το ζήτημα, κατά την άποψή μου, δεν είναι τι έκαναν λάθος αυτά τα παιδιά και βρίσκονται τώρα στη φυλακή και το δικαστήριο. Το ζήτημα είναι γιατί τα παιδιά μας είναι τόσο οργισμένα. Η εύκολη λύση βεβαίως, είναι να χαρακτηρίσει κανείς τον Ανδρέα-Δημήτρη και τους φίλους του, «προβληματικά παιδιά».

Εγώ λέω πως προβληματικά παιδιά είναι, αντίθετα, τα παιδιά αυτής της ηλικίας που δεν έχουν ούτε ιδέες ούτε όραμα. Τα παιδιά που ζουν χωρίς να ενοχλούν, εξαιτίας όμως της χαύνωσης και των φόβων τους. Προβληματικά, για μένα, είναι τα παιδιά που αγωνιούν για το αν θα καταφέρουν να αναπαράγουν επάξια τη φανταχτερή μιζέρια των γονιών τους. Αυτά τα παιδιά είναι σήμερα προβληματικά ως παιδιά και αύριο θα είναι επικίνδυνοι μεσήλικοι, όπως πολλοί απ' αυτούς που αξιώνονται στις μέρες μας δόξα και τιμές.

Τη μέρα της γιορτής του λοιπόν, στέλνω τις πιο θερμές ευχές μου στον εορτάζοντα. Που θα γιορτάσει σήμερα πίσω από τα κάγκελα, φταίμε όλοι εμείς. Εμείς που βάζαμε, βάζουμε και θα βάζουμε το προσωπικό μας συμφέρον πολύ πιο πάνω απ' το συλλογικό. Εμείς που παραδώσαμε στα παιδιά μας έναν κόσμο σάπιο. Έναν κόσμο που στέλνει απολύτως φυσιολογικά παιδιά στη φυλακή, στο τρελάδικο ή στον τάφο. Έναν κόσμο μουγγών, δειλών και ανάξιων.

Δικαιωματικά άρα, ο Λόγος στον Ανδρέα:  

Ο λόγος που βρίσκομαι εδώ -απέναντί σας- δεν είναι σε καμία περίπτωση για να εκμαιεύσω τη συμπόνια σας, να ζητήσω συγχώρεση ή να διεκδικήσω μία δίκαιη δίκη. Λέξεις και έννοιες όπως δίκαιο και άδικο, το σύστημα που υπηρετείτε έχει φροντίσει να τις εκφυλίσει και να τις απονοηματοδοτήσει πλήρως. Δεν δέχομαι κανένα φρουρό της αστικής νομιμότητας, κανένα σκλάβο της εξουσίας να με κρίνει και να με καταδικάσει.

Βρίσκομαι εδώ σήμερα, σε αυτό το θέατρο συμβολισμών, για να σας υπενθυμίσω ότι πάντοτε θα υπάρχουν άνθρωποι αποφασισμένοι, άνθρωποι του αγώνα που δεν υποτάσσονται στη φαινομενική παντοδυναμία σας. Βρίσκομαι εδώ, ως αναρχικός, πολέμιος και εχθρός σας, για να αντιστρέψω τους όρους της μάχης, για να βγω από τη θέση άμυνας που εσείς θέλετε να είμαι και να περάσω στην επίθεση.

Για να τονίσω τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε δύο κόσμους. Σε αυτόν της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης και της εξουσίας που εσείς εκπροσωπείτε και σε αυτόν του αγώνα, της αλληλεγγύης, της επανάστασης που κομμάτι του είμαι κι εγώ.

Άλλη μία μάχη στον αιώνιο πόλεμο των επαναστατών ενάντια στην κυριαρχία. Και όπως σε κάθε μάχη, δεν είμαστε μόνοι μας, έχουμε δίπλα μας, νοητά και φυσικά, συντρόφους, αγωνιστές, ανθρώπους που συνθέτουν τον κόσμο του αγώνα. Βρίσκομαι εδώ για εμένα, για όσους συντρόφους έχουν βρεθεί στη θέση μου πριν από εμένα, αλλά και για όσους θα βρεθούν στο μέλλον. Προσθέτοντας μια στιγμή αγώνα στη συλλογική μνήμη.

Μπορεί, λοιπόν, για τώρα να βρίσκομαι εγώ εδώ και εσείς να κανονίζετε τα χρόνια που θα μου φορτώσετε, χρόνια που για εσάς δεν είναι παρά άλλο ένα νούμερο που έρχεται να προστεθεί στα χιλιάδες που με ευκολία μοιράζετε -είναι βλέπεις πιο ελαφρύ το «ηθικό» βάρος έτσι και σας προσφέρει έναν ήσυχο ύπνο τα βράδια.

Μπορεί, λοιπόν, για τώρα να έχουν μοιραστεί έτσι οι ρόλοι, όμως σίγουρα θα έρθει η στιγμή - αν όχι για εσάς, για αυτούς που θα ακολουθήσουν το βρώμικο έργο σας- που θα γεμίσουμε τα όνειρά σας εφιάλτες. Που οι φωνές χιλιάδων εξεγερμένων θα αντηχούν ταράζοντας τη φαινομενική σας γαλήνη.

Και τότε οι ρόλοι δε θα έχουν πλέον καμία σημασία, τότε η εξουσία και η δύναμή σας θα τσαλακωθούν και οι επιλογές σας θα σας βαραίνουν. Ίσως αυτή η μέρα να αργήσει, το πιο πιθανό είναι να μην προλάβω καν να τη ζήσω. Παρ’ όλα αυτά, όσο περνάει αέρας από τα πνευμόνια μου και αίμα από τις φλέβες μου δε θα σταματήσω να αγωνίζομαι γι αυτό. Για την Επανάσταση, για την Ελευθερία.

Ζήτω η Αναρχία!

dublus



Τη Διαμαντοπούλου από παιδί συνέχεια την πειράζανε, γιατί κυκλοφορούσε σχεδόν πάντα κρατώντας στο χέρι ένα βιβλίο. Ήτανε το «φυτό» της τάξης, μια ολόκληρη ζωή, απ’ το δημοτικό μέχρι που πήρε και το δεύτερο πτυχίο στο πανεπιστήμιο. Γεννήθηκε έτσι, μ’ έναν χαρακτήρα απόμακρο, δύσκολα πλησιαζόταν. Κι η έμφυτη εσωστρέφειά της, με το που έμαθε να διαβάζει, κορυφώθηκε. Κλείστηκε για τα καλά στον εαυτό της κι οι κουβέντες της στο σπίτι ήταν μετρημένες.

Το λεξιλόγιό της βέβαια ήτανε πλούσιο από νωρίς, όπως συχνά συμβαίνει με τους μικρούς βιβλιοφάγους. Αλλά δεν έλεγε πολλά. Τα βασικά μόνο κι εκείνα με το ζόρι. Γι αυτό ίσως και ποτέ δεν έκανε φιλίες ιδιαίτερες. Στην τετάρτη δημοτικού, πάνω που ξεθάρρευε κι είχε μόλις αρχίσει ν’ αναζητάει παρέες, έγινε κάτι μια μέρα στο σχόλασμα, που τη στιγμάτισε ως μοναχική ύπαρξη.

Δε συνέβη δηλαδή και τίποτα σπουδαίο, απλώς ενώ εκείνη καθυστερούσε να μαζέψει τα τετράδιά της, επιδιώκοντας τη συντροφιά των άλλων κοριτσιών που χαζολογούσαν ως συνήθως κι ύστερα έφευγαν παρέες-παρέες, μία απ’ τις συμμαθήτριες, της είπε μπροστά στις υπόλοιπες: «άντε Κατερίνα, χτύπησε το κουδούνι, τρέχα γρήγορα να πας να διαβάσεις!». Οι άλλες γέλασαν σε βάρος της κι αυτή έφτασε σπίτι όπως πάντα μόνη κι επίσης με μάγουλα ακόμη κατακόκκινα.

Δεν είπε βέβαια λέξη για το τι προηγήθηκε, όπως ποτέ της δε μίλαγε για ό,τι την απασχολούσε. Απλώς, έφαγε πολύ γρήγορα κι έπειτα αποσύρθηκε στο δωμάτιό της για να βρει παρηγοριά -που αλλού;- σ’ ένα βιβλίο. Το αγαπημένο της εκείνη την εποχή λεγόταν «Στο Κολλέγιο του Σαιν-Κλαιρ». Το 'χε κληρονομήσει μαζί με διάφορα άλλα βιβλία απ’ την ξαδέρφη της, που ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερη. Εκείνη το είχε διαβάσει και δεν το ’θελε άλλο πια.

Η νέα του ιδιοκτήτρια όμως, το διάβαζε τόσο συχνά, που ποτέ του δε στεκόταν με τ’ άλλα της βιβλία στο ράφι, περιφερόταν μονίμως κάπου μέσα στο δωμάτιο. Αυτή η  ιστορία ήταν γραμμένη απ’ την Αγγλίδα Ένιντ Μπλάυτον και περιέγραφε τη ζωή των οικότροφων σ’ ένα εγγλέζικο παρθεναγωγείο. Ένα σχολείο αντίστοιχο με τα παλιά εξατάξια γυμνάσια, με τη διαφορά όμως πως οι μαθήτριές του έβλεπαν τους γονείς τους πολύ πιο σπάνια απ’ ό,τι συμβαίνει με τους μαθητές των ημερήσιων σχολείων.

Για τις ηρωίδες του βιβλίου, ολόκληρος ο κόσμος τους ουσιαστικά άρχιζε και τέλειωνε πίσω απ’ τον ψηλό μαντρότοιχο του Σαιν-Κλαιρ. Κι από τότε που η Κατερινούλα απέκτησε αυτό το βιβλίο, στον ίδιο περίβολο έβρισκε κι εκείνη καταφύγιο, όποτε κάτι τύχαινε να τη ζορίσει. Τα κοριτσόπουλα του Σαιν-Κλαιρ βέβαια ήταν πολύ μεγαλύτερά της. Οι πιο μικρές μαθήτριες ήταν δεκατριών ετών, ενώ αυτές των τελευταίων τάξεων, σχεδόν δεκαοκτώ.

Κι αυτό ήταν ένα απ’ τα πολλά που ενθουσίαζαν τη μικρή αναγνώστρια. Φανταζόταν τις ψιλόλιγνες κοπέλες με τις τριζάτες στολές τους να σουλατσάρουν στους πεντακάθαρους διαδρόμους ή να μαζεύονται στα υπνωτήρια, όπου σκάρωναν κάθε τόσο κι από μια νέα σκανταλιά. Φοιτούσε πράγματι σ’ ένα ανώτερο σχολείο η Κατερινούλα διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας αυτό το βιβλίο.

Με τη φαντασία της αισθανόταν πως κι η ίδια ψήλωνε κι έφτανε στο μπόι τις καλοαναθρεμμένες Αγγλιδούλες. Ζήλευε τα μεγαλίστικα φερσίματα των κοριτσιών στις τελευταίες τάξεις, τους ξενικούς τους τρόπους, τις ευγενικές διατυπώσεις τους, θαύμαζε ακόμα και τις πιο φαντασμένες απ’ τις μικρές κυρίες του κολλεγίου. Έφευγε με τον νου της απ’ το δικό της δωμάτιο και με τη φαντασία της τρύπωνε κι αυτή στα διδακτήρια και τους κοιτώνες του Σαιν-Κλαιρ.

Ωστόσο, στην πραγματικότητα παρέμενε ένα δεκάχρονο παιδί. Γι αυτό κι όποτε η μητέρα της μισάνοιγε την πόρτα της κάμαράς της, την έβλεπε να διαβάζει μπρούμυτα πάνω στο κρεβάτι, στηριγμένη στους αγκώνες και πάντοτε μ’ ένα γλειφιτζούρι στο στόμα. Τα γλειφιτζούρια ήταν απ’ όλα τα γλυκίσματα αυτό που προτιμούσε πιο πολύ. Έτσι, είχε συμφωνήσει με τους γονείς της να απολαμβάνει καθημερινά ένα γλειφιτζούρι, αφού το ήθελε τόσο πολύ, αλλά για να σωθούν τα δόντια της είχε υποσχεθεί να μην τρώει άλλα γλυκά, παρά μόνο ένα μικρό κάθε Κυριακή, αν υπήρχε στο σπίτι. 


«dublus» - ένα μικρό απόσπασμα 
από την υπό έκδοση συλλογή διηγημάτων «ανοιξιάτικες ιστορίες»
© Σίσσυ Λοΐζου, 2013
 


29.11.13

φασίστας & ζηλιάρης!

δουλειές υπάρχουν!


tangerine dream

Βγαίνουμε στον κήπο.

Μαζεύουμε τα μανταρίνια μας απ’ το δέντρο. 
Μία σακούλα για τους γείτονες, όπως κάθε χρόνο. 
Μία για να φαγωθούν ωμά.
Και μία για να γίνουν μαρμελάδα.

Τα πλένουμε πολύ καλά, τα ξεφλουδίζουμε και αφαιρούμε τα κουκούτσια.  

Ζεματάμε τις φλούδες για τρία λεπτά, για να φύγει  η έντονη πικρίλα.
Στραγγίζουμε καλά και τις ψιλοκόβουμε. 
0
Βάζουμε φλούδες και σάρκες σε μεγάλη κατσαρόλα. 
Για κάθε κιλό μανταρίνια προσθέτουμε εφτακόσια γραμμάρια ζάχαρη.
  
Ανακατεύουμε καλά, χωρίς να προσθέσουμε καθόλου νερό. 

Βάζουμε στη φωτιά σε μέτρια ένταση και μετά από λίγο ξαφρίζουμε. 
Συνολικά, βράζουμε για περίπου πενήντα λεπτά, ανακατεύοντας κάθε τόσο.

Δέκα λεπτά πριν το τέλος προσθέτουμε χυμό λεμονιού και λίγο φρέσκο τζίντζερ .

Αποστειρώνουμε τα βάζα μας, όπως μας έμαθε ο Στέλιος.
Διαλέγουμε μικρά βάζα, για να δώσουμε σε πιο πολλούς φίλους.

Γεμίζουμε τα ζεστά βάζα μέχρι πάνω με ζεστή μαρμελάδα. 
Κλείνουμε σφιχτά, αναποδογυρίζουμε και τα αφήνουμε μέχρι να κρυώσουν τελείως.

Όταν πια κρυώσουν βάζουμε ετικέτες στα βαζάκια για τους φίλους.
Και βέβαια, απολαμβάνοντας πρώτοι το έργο μας, διαπιστώνουμε πως... 
όχι επειδή τη φτιάξαμε εμείς, αλλά αυτή η μαρμελάδα… είναι όνειρο!


και να 'ταν η μόνη κουλαμάρα...

27.11.13

stretching


μ' ένα χαρτί κι ένα μολύβι ακουαρέλας...

© Peter Peraren

μάθημα ζωής


Jose Antonio Abreu
Η φήμη του Καράκας το συγκαταλέγει στα πιο επικίνδυνα μέρη στον κόσμο. Η φτώχεια στην πρωτεύουσα της Βενεζουέλας είναι, λένε, απερίγραπτη, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι ζουν με λιγότερα από δύο δολάρια τη μέρα. Κι η εγκληματικότητα εκεί είναι αδιανόητη! Σύμφωνα με τις τοπικές Αρχές, κάθε μισάωρο που περνάει σημαίνει πως κάποιος ακόμα έχει δολοφονηθεί.

Οι κάτοικοι ζουν βέβαια σε διαρκή φόβο, ακόμα και μέσα στα σπίτια τους, πόσω μάλλον έξω. Φοβούνται πολύ καθώς περπατούν στους δρόμους, γιατί παντού καραδοκούν όχι απλώς κλέφτες αλλά δολοφόνοι, που πυροβολούν χωρίς δεύτερη σκέψη, πριν καν ζητήσουν απ’ το θύμα τα λεφτά του.  Εμείς που ζούμε σε σχετικά ασφαλείς πόλεις, δεν μπορούμε καν να φανταστούμε πως είναι να ζει κανείς μόνιμα φοβισμένος.

Η Πετάρε ειδικά, είναι μια απ’ τις χειρότερες γειτονιές του Καράκας. Οι γονείς εκεί τρέμουν από ανησυχία κάθε φορά που ένα παιδί αργεί λίγο. Και τους έφηβους προσπαθούν να τους κρατούν όσο γίνεται πιο απασχολημένους, γιατί ξέρουν πόσο εύκολα τα παιδιά στην εφηβεία μπορούν να μπλέξουν, να πέσουν στα ναρκωτικά, στην πορνεία ή στο έγκλημα.

Τριάντα οκτώ χρόνια πίσω, στην ίδια απάνθρωπη πραγματικότητα, ένας οικονομολόγος και μαέστρος, σκέφτηκε να βοηθήσει τα παιδιά της παραγκούπολης, διδάσκοντάς τους μουσική δωρεάν. Το 1975 άρχισε να παραδίδει τα πρώτα του μαθήματα, μέσα σ’ ένα άδειο γκαράζ. Τότε είχε μόνο έντεκα μαθητές. Σήμερα πια, οι μαθητές του είναι… τριακόσιες εβδομήντα χιλιάδες!

Ο δάσκαλος όλων αυτών των ψυχών, ο Χοσέ Αντόνιο Αμπρέου, γνωστός και ως «προστάτης Άγιος των μουσικών», θυμάται ακόμα με συγκίνηση την πρώτη πρόβα, τότε που άρχισαν όλα. Ο δάσκαλος έφτασε αισίως εβδομήντα τεσσάρων ετών. Κι όποιος τον δει έστω και λίγα λεπτά να μιλάει, θα καταλάβει απ’ ευθείας πόσο χαρισματική φύση διαθέτει αυτός ο οραματιστής.

Προτείνω να ακολουθήσετε τον σύνδεσμο και να δείτε το ντοκιμαντέρ του Γιώργου Αυγερόπουλου με τίτλο El Sistema – Σώζοντας Ζωές. «Sistema» σημαίνει βέβαια «Σύστημα». Μ’ αυτό το όνομα είναι γνωστή η μέθοδος που χρησιμοποιεί τέσσερις δεκαετίες ο δάσκαλος, εξασφαλίζοντας στους μαθητές του ανακούφιση, ελπίδα, αισιοδοξία και ταυτόχρονα μια προοπτική ζωής. Είναι μια πανέμορφη πενηντάλεπτη ταινία αυτή, ξέχειλη από συναισθήματα και κλασική μουσική, γι αυτό πιστεύω πως θα την απολαύσουν εξίσου μικροί και μεγάλοι.   

Και παρακολουθώντας την, θα έχουν τη χαρά να δουν τον δάσκαλο με τα μάτια τους, να εξηγεί: «Φτώχεια είναι να αισθάνεσαι κανένας, να στερείσαι ταυτότητας. Φτώχεια είναι η εγκατάλειψη, η ανωνυμία. Όμως η μουσική, το να πρωταγωνιστείς σε μια ορχήστρα, το να παίζεις, να τραγουδάς, αυτά δημιουργούν στο παιδί αυτοεκτίμηση, μια υγιή και ωραία περηφάνια, που το βγάζει από τη φτώχεια. Το παιδί που βαστάει το μουσικό όργανό του, παύει αμέσως να είναι φτωχό. Ένα παιδί με βιολί, δεν είναι φτωχό, γιατί το βιολί το οδηγεί σ’ έναν δρόμο αυξανόμενου πνευματικού πλούτου».

Βλέποντας την ταινία, θα δουν επίσης παιδιά να μιλάνε για την εμπειρία τους κοντά στον δάσκαλο. «Είναι πολύ επικίνδυνα στην Πετάρε! Κάθε τόσο ακούγονται πυροβολισμοί. Αλλά όταν παίζω, ξεχνώ τα πάντα, μεταφέρομαι σ’ έναν άλλο κόσμο!», λέει η δεκατριάχρονη Κίσμπερ Φιγέρο που εξαιτίας του Χοσέ Αντόνιο Αμπρέου έγινε βιολίστρια. Και που πιστεύει με όλη τη δύναμη της ψυχής της, πως κάποια μέρα το όνομά της θα είναι γνωστό ως το όνομα μιας σπουδαίας μουσικού. Κι αφού το πιστεύει τόσο, έτσι και θα γίνει. 

Ένα άλλο παιδί, που είχε τη μεγάλη τύχη να γίνει μαθητής του δασκάλου, λέγεται Λενάρ Ακόστα. Στα δώδεκά του είχε ήδη φύγει απ’ το σπίτι του, έπαιρνε ναρκωτικά και ζούσε κλέβοντας, μέχρι που συνελήφθη και οδηγήθηκε σε αναμορφωτήριο. Εκεί τον επισκέφτηκαν άνθρωποι του El Sistema και του πρότειναν να παίξει μουσική. «Νόμιζα πως με κορόιδευαν», θυμάται ο Λενάρ. Ο οποίος, όταν πείστηκε πως η πρόταση που του απευθύνθηκε ήταν σοβαρή, δέχθηκε και καθώς δεν υπήρχε τρομπέτα, την οποία και ήθελε να μάθει, αρκέστηκε στο κλαρινέτο που ήταν διαθέσιμο. 

Σήμερα ο Λενάρ είναι τριάντα επτά ετών, κλαρινετίστας με διεθνή καριέρα, έχει σπουδάσει οργανοποιία πνευστών με υποτροφία στη Γερμανία και εργάζεται ως διευθυντής του μουσικού σχολείου Los Choros του El Sistema, το οποίο μάλιστα λειτουργεί στον χώρο όπου ο ίδιος βρισκόταν κάποτε κλεισμένος, στον χώρο του παλιού εκείνου αναμορφωτηρίου.

Είναι αμέτρητες οι ιστορίες παιδιών που κυριολεκτικά σώθηκαν χάρις στον δάσκαλο. Δικά του παιδιά είναι πια επαγγελματίες στις μεγαλύτερες συμφωνικές ορχήστρες του κόσμου. Κι η Βενεζουέλα θεωρείται πλέον μουσική υπερδύναμη στον παγκόσμιο πολιτιστικό χάρτη. 

Αυτό που τώρα περιμένουμε, είναι να προταθεί ο δάσκαλος για το Νόμπελ Ειρήνης. Όχι πως το βραβείο θα του προσθέσει κάτι. Όταν ξέρεις ποιος είσαι, ξέρεις ποιος είσαι και τέρμα και τελείωσε. Αλλά τη στιγμή που θα παραλάβει το βραβείο, είναι βέβαιο πως θα χαρούν εκατομμύρια άνθρωποι.

Εμείς, απ’ την πλευρά μας, μπορούμε να παραδειγματιστούμε. Δεν είναι η μουσική ούτε το ομορφότερο πράγμα στη ζωή, ούτε το πιο σπουδαίο. Το όραμα είναι το σπουδαίο. Η μουσική είναι απλώς το μέσο. Κάθε Τέχνη μπορεί να λειτουργήσει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, είτε αυτή λέγεται ζωγραφική, είτε υποκριτική, είτε πλάθω κουλουράκια. Δεν αστειεύομαι. Τα πάντα είναι Τέχνη, όταν γίνονται με αγάπη. Οπότε, ο καθένας μας μπορεί όποια ώρα το επιθυμήσει να βρει τον τρόπο να εφαρμόσει τις γνώσεις του αφιλοκερδώς για έναν σκοπό, ή να τις μεταδώσει. 

Και είναι πολύ πιο εύκολο να βρεθεί το «πως», απ’ ό,τι μοιάζει όσο παραμένει κανείς «έξω απ’ τον χορό». Η προσφορά του εαυτού είναι ένας υπέροχος τρόπος για να συμπαρασταθεί κανείς ανέξοδα αλλά ουσιαστικά. Ούτε και δισταγμοί ως προς το νόημα του όλου πράγματος χρειάζονται. Όπως διδάσκει το παράδειγμα του Χοσέ Αντόνιο Αμπρέου, μπορεί φορές να φαίνεται ανέφικτο ή ανεπαρκές το οποιοδήποτε σχέδιο βοήθειας, έλα όμως που αυτές οι πράξεις λαμβάνουν βοήθεια άνωθεν…


θρεπτικό συστατικό που δεν περιέχει η μπριζόλα!

26.11.13

a compassionate look at Athens downtown

πρόσφυγας - θύμα ρατσιστικής βίας
πρόσφυγες & Έλληνες περιμένουν το συσσίτιο
συσσίτιο
22χρονη προσφυγοπούλα εργάζεται ως ιερόδουλη
ζευγάρι Ελλήνων τοξικομανών που ζει σε ξενοδοχείο -η κοπέλα εκπορνεύεται
εκείνος είναι 28 ετών, εκείνη 32, με δύο παιδιά σε ίδρυμα 
νεαρή αστυνομικός ζητάει από πρόσφυγα τα χαρτιά του
πρόσφυγας συλλαμβάνεται γιατί έκλεψε ένα κινητό τηλέφωνο από μία γυναίκα
ασθενοφόρο ειδοποιήθηκε να παραλάβει άρρωστη άστεγη

Κάποιες απ’ τις φωτογραφίες που παρουσιάζω εδώ, δημοσιεύτηκαν πριν τρεις μέρες στο ενδιαφέρον καναδέζικο περιοδικό VICE, ανάμεσα στη συνέντευξη του δημιουργού τους, του Αλβανού φωτορεπόρτερ Enri Canaj, ο οποίος ζει στην Αθήνα, όπου ήρθε με την οικογένειά του σε ηλικία έντεκα ετών, ως πρόσφυγας.

Έκτοτε, πέρασαν είκοσι δύο χρόνια κι ο Enri Canaj δεν τα πήγε διόλου άσχημα. Σπούδασε φωτογραφία και νεότατος ακόμα, έχει ήδη καμαρώσει κάμποσες δικές του δουλειές να καταχωρούνται σε έγκυρα διεθνή έντυπα. Το υλικό που δημοσίευσε το VICE, προέρχεται από τη συλλογή με τίτλο «Shadows in Greece», δηλαδή «Σκιές στην Ελλάδα». Ο Enri Canaj δούλεψε αυτό το project την τελευταία διετία. Κι όπως εξηγεί ο ίδιος, στην αρχή ξεκίνησε να φωτογραφίζει ανθρώπους, χωρίς συγκεκριμένο σκοπό.

Εγώ, που νομίζω μπορώ να κατανοήσω τι συνέβη, λέω πως τον συγκινούσαν «οι άνθρωποι που γλιστρούσαν στους δρόμους σαν σκιές, με τα κεφάλια κάτω, με γερμένους ώμους και σφραγισμένα χείλη», γιατί στα δικά τους μάτια έψαχνε τον εαυτό του. Δεν είμαι μάντισσα, ούτε γνωρίζω τον καλλιτέχνη προσωπικά. Απλώς συμπεραίνω πως κάτι τέτοιο έγινε, γιατί αυτό πάνω-κάτω έχω καταλάβει πως γίνεται πάντοτε με τους δημιουργούς.

Όταν πρωτοξεκινάνε ένα έργο, δεν ξέρουν τι ακριβώς γυρεύουν. Αργότερα μόνο βρίσκονται καθρεφτισμένοι οι ίδιοι σ’ αυτό που κάνουν. Κι όταν καταπιάνονται με ανθρώπους, εκείνοι γίνονται τα δικά τους είδωλα. Οι καλλιτέχνες που χρίζουν άλλους ανθρώπους «αντικείμενα της δουλειάς τους», κάποια στιγμή δεν είναι πλέον ξένοι προς αυτούς. Βαθμηδόν, παύει να είναι απ’ τη μία ο καλλιτέχνης κι απ’ την άλλη ο Άλλος.

Είναι πολύ παράξενα αυτά τα ζευγαρώματα. Οι ψυχές γίνονται ένα, με τρόπο τέτοιο που είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς πως συμβαίνει. Πάντως συμβαίνει. Ο ζωγράφος ή ο φωτογράφος με το μοντέλο τους, κατ’ αναλογία με τον βιογράφο και τον ήρωά του, συνδέονται μ’ έναν τρόπο μυστηριακό. Αποκτούν μια βαθιά, εσωτερική σχέση, που μόνο φαινομενικά μπορεί να ονομαστεί επαγγελματική και που δε μοιάζει με καμιά από τις σχέσεις που ξέρουμε στην καθημερινή ζωή.

Είναι πιστεύω ζήτημα ίασης η Τέχνη, έτσι κι αλλιώς. Όποιος βρίσκει σ’ αυτήν απάγκιο, γίνεται γιατρός του εαυτού του, ασχέτως αν το συνειδητοποιεί ή όχι. Γλύφει πληγές. Όπως όμως οι καπνιστές περιφερόμαστε επιδεικνύοντας με μόρτικο ύφος ένα τσιγάρο στα χείλη, γιατί θα ντρεπόμασταν να μας βλέπουν να κρέμεται απ’ το στόμα μας διαρκώς η πιπίλα που κατά βάθος έχουμε ανάγκη, έτσι κι αυτός που ακουμπάει την ψυχή του σε ύλη συστήνεται ως καλλιτέχνης.

Ο τίτλος είναι πιο εύηχος και κυρίως, πολύ πιο ευυπόληπτος. Ως γνωστόν, αυτός ο τίτλος είναι απ’ τους πλέον παρεξηγημένους, γιατί πολύ συχνά ευτελίζεται, χρησιμοποιείται σαν παραπέτασμα καπνού από ανθρώπους επί της ουσίας κενόδοξους. Για μένα όμως, ήταν, είναι και φαντάζομαι θα συνεχίσει μέχρι τέλους να είναι, απ’ τους πλέον τιμητικούς, όποτε φυσικά το «φαίνεσθαι» συμπίπτει με το «είναι».

Συγκεκριμένα στην περίπτωση του Enri Canaj, η προσωπική του ιστορία, έτσι κι αλλιώς, αποδεικνύει την ταύτισή του με τους ανθρώπους που φωτογράφισε σ’ αυτή τη συλλογή. Ερχόμενη στην Αθήνα από τα Τίρανα, η οικογένεια Canaj βρήκε κατάλυμα σ’ ένα φθηνό ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης. Κι ο μικρός τότε Enri, έμαθε ελληνικά από τις νεαρές ιερόδουλες που έμεναν στον κάτω όροφο.

Όταν λοιπόν μεγάλωσε, ήξερε πια πολύ καλά πως οι εξαθλιωμένοι άνθρωποι, έχουν όπως όλοι, ψυχή εκτός από προβλήματα. Οι γυναίκες, για παράδειγμα, που σήμερα εκδίδονται για πέντε ευρώ, ή οι τοξικομανείς που δε διστάζουν να αυτομολυνθούν με τον ιό HIV προκειμένου να εξασφαλίσουν το μηναίο επίδομα, είναι άνθρωποι που βρίσκονται σε δυσμένεια εν μέρει μόνο λόγω προσωπικών σφαλμάτων. Κατά τα λοιπά, η δυστυχία τους οφείλεται στην ατυχία τους και σε μια σειρά αντίξοων συγκυριών. 

Αυτή είναι μια αλήθεια την οποία εμείς, που έχουμε (προς το παρόν) ένα ασφαλές μέρος για να κοιμηθούμε και μερικά λεφτά για το μεσημεριανό μας φαγητό, επιμένουμε να την παραβλέπουμε. Δε θέλουμε να ξέρουμε πως έφτασαν τόσοι και τόσοι άνθρωποι στην απαξίωση. Δε μας νοιάζει. Ίσως γιατί είναι πάρα πολλοί πια και μας φοβίζει το ότι δεν μπορούμε να κάνουμε απολύτως τίποτα για να βοηθήσουμε.

Πράγμα που βεβαίως δεν ισχύει. Πάντοτε ο άνθρωπος μπορεί να βοηθάει, ακόμα κι όταν φαινομενικά δεν έχει την παραμικρή δυνατότητα. Δεν είναι τυχαίο που αυτοί οι οποίοι προσφέρουν σημαντική βοήθεια σε άλλους ανθρώπους, είναι σε μεγάλο ποσοστό κι οι ίδιοι άνθρωποι φτωχοί. Γιατί; Γιατί αυτοί καταλαβαίνουν τι σημαίνει να υποφέρεις, είναι ίσως η πιο σωστή απάντηση.       

Ο Enri Canaj τα τελευταία δύο χρόνια πέρασε πολύ χρόνο με τους ανθρώπους που φωτογράφισε κι ονόμασε έπειτα Σκιές. Έγιναν μέρος της καθημερινότητάς του, πολύ συνειδητά. Ήταν οι άνθρωποί του αυτοί, γιατί κοντά σε πονεμένους ανθρώπους είχε βρει κι ο ίδιος παρηγοριά ως παιδί.  

«Αυτοί ήταν που με καλοδέχτηκαν όταν πρωτοήρθα στην Αθήνα, μετανάστης κι εγώ», εξηγεί πολύ ωραία ο Enri Canaj, που αντιλαμβάνομαι ότι δούλεψε τις «σκιές» του τιμητικά, στο όνομα όλων των προσφύγων που ήρθαν στην Ελλάδα αναζητώντας μια καλύτερη τύχη και τελικά βίωσαν τη σκληρότητα του ρατσισμού.

Αφιέρωμα σ’ αυτά τα έργα έκανε και η κίνηση απελάστε τον ρατσισμό. Δεν ξέρω βέβαια κατά πόσον εξυπηρετεί η δουλειά του Enri Canaj τους σκοπούς του κινήματος. Οι εικόνες του αποτυπώνουν την άγρια πλευρά της ζωής των μεταναστών στην πόλη μας. Και γνωρίζω πως στους περισσότερους από εμάς, η άγρια πλευρά προκαλεί έντονη δυσπεψία, γι αυτό προτιμάμε να προσποιούμαστε πως δεν την έχουμε ακουστά. Οι άνθρωποι της οργάνωσης όμως, δεν είναι αφελείς. Οπότε, καταχωρώ το σχετικό δημοσίευμα στο μυαλό μου, ως ένα ακόμα τόλμημα εκ μέρους τους.  

Εκτός αυτού, ο Enri Canaj μιλώντας στον Pat O'Malley του VICE, είπε πως στην Αθήνα ζουν άνθρωποι χωρίς ελπίδα, ζουν ζωές μαρτυρικές κι ότι αυτό δεν ήθελε να το κρύψει, αλλά αντίθετα αυτό ακριβώς ήταν που ήθελε μέσα απ’ τη δουλειά του να δείξει στον κόσμο. Κι ο δημοσιογράφος, τον ρώτησε αν υπάρχει χώρος για αισιοδοξία στην Ελλάδα, δεδομένων των συνθηκών σήμερα στη χώρα. 

Οπότε, ο Enri Canaj απάντησε, λέγοντας κάτι πέρα για πέρα αληθινό. Πως δηλαδή «αντιμετωπίζοντας την πραγματικότητα, κοιτάζοντάς την κατάματα, ακόμα κι αν αυτό είναι οδυνηρό, μας κάνει να βρίσκουμε ελπίδα. Κι οι πιο τυχεροί από εμάς, πρέπει να στεκόμαστε με ευαισθησία στον πόνο των άλλων, με συμπόνια».

Τέλος, εξήγησε με τον καλύτερο τρόπο γιατί κάνει ό,τι κάνει. Είπε: «Θέλω να κάνω τους ανθρώπους να σταματήσουν για ένα λεπτό, ώστε να μπορέσουν να σκεφτούν και να νιώσουν». Σπουδαίο κατόρθωμα αυτό, για όποιον τελικά το κάνει πράξη. Ή έστω, για όποιον το προσπαθεί, ακόμα κι αν δεν το καταφέρνει τελικά. Γιατί η Τέχνη είναι Τέχνη μονάχα όταν είναι ωφέλιμη. Τα υπόλοιπα όλα, είναι καρικατούρες της. Έτσι λέω εγώ.