πανοπτική φυλακή στην Κούβα, χωρητικότητας 6.000 κρατουμένων
χτίστηκε το 1926, εδώ φυλακίστηκε και ο Fidel Castro
|
Το «panopticon» είναι μοντέλο φυλακής που λειτούργησε για πρώτη φορά το 1791.
Επινοητής του ήταν ο Άγγλος φιλόσοφος-κοινωνιολόγος Jeremy Bentham, ο οποίος το σχεδίασε το 1785, με γνώμονα τη μέγιστη εφικτή και όσο το δυνατόν πιο εύκολη επιτήρηση των κρατούμενων. Στην περίπτωση αυτής της φυλακής, πανοπτισμός σημαίνει πως έναντι όλων των κρατούμενων (pan-), υπάρχει ένας παρατηρητής (-opticon).
Αν οι τρόφιμοι μιας φυλακής δε γνωρίζουν πότε τους παρατηρούν και πότε όχι, οπωσδήποτε νιώθουν ανίσχυροι, εκτεθειμένοι σε μια αόρατη παντοδυναμία. Άλλωστε, ο ίδιος ο Μπένθαμ -που ξεσήκωσε την ιδέα αυτή από ένα σχέδιο εύκολης εποπτείας μιας στρατιωτικής σχολής του Παρισιού- περιέγραψε το δημιούργημά του ως «ένα νέο τρόπο εγκεφαλικού ελέγχου, σε βαθμό τέτοιο που αντίστοιχο παράδειγμα δεν έχει υπάρξει μέχρι στιγμής».
Το panopticon προοριζόταν να είναι μια φυλακή φθηνότερη από τις υπόλοιπες της εποχής, μιας και απαιτούσε λιγότερο προσωπικό. Όπως είχε γράψει o ίδιος ο σχεδιαστής του «οι κρατούμενοι δεν θα μπορούν να δουν τους φύλακες άρα οι δεύτεροι δε θα χρειάζεται να είναι συνεχώς εν ώρα καθήκοντος, αφήνοντας έτσι την επιτήρηση στους ίδιους τους επιτηρούμενους.». Με αυτό το σκεπτικό, οι φύλακες, στη διάρκεια του ωραρίου τους, θα μπορούσαν να απασχολούνται σε αργαλειούς, νερόμυλους κτλ, αυξάνοντας έτσι τα έσοδα της φυλακής.
Πέρα από τα πρακτικά ζητήματα που εξυπηρετεί, ο σχεδιασμός αυτού του κτιρίου βρίθει συμβολισμών. Το δακτυλιοειδές του σχήμα δημιουργεί κατά μία έννοια την αίσθηση του ατελούς. Μιας αδιάκοπης συνέχειας, χωρίς αρχή και χωρίς τέλος. Μεταφορικά, αυτή η διάταξη αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα των κρατουμένων της φυλακής, σαν το οικοδόμημα να στέκει υπενθυμίζοντάς τους πως είναι αδύνατο να ξεφύγουν από την κατάσταση του εγκλεισμού.
Επιπλέον, η περίκλειστη αρχιτεκτονική με το στεγασμένο αίθριο κορυφώνουν το αίσθημα αποκοπής από τον υπόλοιπο κόσμο. Η διάταξη των κελιών παραπέμπει σε κυψέλη και η κυψέλη συνειρμικά συνδέεται με την αυστηρή πειθαρχία, την υπακοή, την παντελή έλλειψη απόλαυσης και την ανυπαρξία προσωπικής διαφοροποίησης. Και τέλος, ο κεντρικός πύργος ορθώνεται σαν φαλλός που διεισδύει στον περιμετρικό δακτύλιο. Παρόμοια με το αρσενικό στη φύση που ενεργεί αδιάφορο για τις ανάγκες του θηλυκού και επιπλέον βίαια, προκειμένου να ικανοποιήσει το γενετήσιο ένστικτό του.
Επιπλέον, η περίκλειστη αρχιτεκτονική με το στεγασμένο αίθριο κορυφώνουν το αίσθημα αποκοπής από τον υπόλοιπο κόσμο. Η διάταξη των κελιών παραπέμπει σε κυψέλη και η κυψέλη συνειρμικά συνδέεται με την αυστηρή πειθαρχία, την υπακοή, την παντελή έλλειψη απόλαυσης και την ανυπαρξία προσωπικής διαφοροποίησης. Και τέλος, ο κεντρικός πύργος ορθώνεται σαν φαλλός που διεισδύει στον περιμετρικό δακτύλιο. Παρόμοια με το αρσενικό στη φύση που ενεργεί αδιάφορο για τις ανάγκες του θηλυκού και επιπλέον βίαια, προκειμένου να ικανοποιήσει το γενετήσιο ένστικτό του.
Ποιες να ’ταν άραγε οι πεποιθήσεις του Jeremy Bentham;
Προφανώς, ο Άγγλος διανοούμενος αντιλαμβανόταν απόλυτα τη δυναμική της σύλληψής του. Οι πηγές αναφέρουν ότι επιθυμούσε διακαώς την κατασκευή του panopticon και προσπαθούσε επί χρόνια να υλοποιήσει την ιδέα του. Φαντάστηκε άραγε, έστω και για μια στιγμή, τον εαυτό του στη θέση των μελλοντικών χρηστών αυτού του κτίσματος; Φυσικά τον φαντάστηκε. Αλλιώς, δε θα μπορούσε να ολοκληρώσει το σχέδιό του. Αλλά δεν έδειξε οίκτο. Άλλωστε, οι αντιλήψεις της εποχής δεν επέτρεπαν στους φιλόσοφους τέτοιου είδους συναισθηματισμούς.
Οι απόψεις τότε είχαν ως εξής: Πολλοί, κυρίως οι μεταρρυθμιστές, πίστευαν πως η ποινική φυλάκιση δεν μπορούσε να αντιστοιχιστεί στο έγκλημα, δεν είχε επίδραση στο κοινό, ήταν πολυδάπανη, ακόμα και επιβλαβής για την κοινωνία, ενώ προκαλούσε αύξηση της εγκληματικότητας των κρατουμένων. Δεδομένων όλων αυτών των αντιλήψεων, είναι πράγματι περίεργο το πως ο εγκλεισμός κατέληξε, μέσα σε ένα εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα, να αποτελέσει την κύρια, παραδειγματική μορφή τιμωρίας. Για τον σύγχρονό μας διανοητή Μichel Foucault (γεν. 1926), η εντυπωσιακή αυτή επικράτηση του θεσμού της φυλακής συνδέεται αναπόσπαστα με την ανάπτυξη της «πειθαρχικής τεχνολογίας της εξουσίας» και με τις σχετικές μορφές γνώσης για το άτομο.
Σύμφωνα με τον Φουκώ επίσης, γνώση δεν υπάρχει μονάχα εκεί όπου αναστέλλονται οι σχέσεις εξουσίας. Και δεν υπάρχει σχέση εξουσίας χωρίς συσχετισμένη σύσταση ενός πεδίου γνώσης, ούτε γνώση που να μην προϋποθέτει και να μην αποτελεί ταυτόχρονα σχέση εξουσίας. «Οι σχέσεις εξουσίας και γνώσης περιβάλλουν τα ανθρώπινα σώματα και τα καθυποτάσσουν μετατρέποντάς τα σε αντικείμενα γνώσης», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Φουκώ.
Εξουσία και γνώση, έννοιες αλληλένδετες, τουλάχιστον βάσει των θεωριών του μεγάλου δασκάλου. Γνώση για το άτομο λοιπόν, μία λέξη κλειδί για την αποτελεσματική εφαρμογή της εξουσίας. Το panopticon προσέφερε στους εκπροσώπους της εξουσίας, δηλαδή στους φύλακες, μεγάλες ευκαιρίες γνώσεις για τους κρατούμενους, αφού στην ουσία ήταν ένα διαρκές παρατηρητήριο. Οι βασικοί στόχοι του πανοπτικού σχήματος του Μπένθαμ συνοψίζονται στα εξής: Ταυτόχρονη επιτήρηση και παρατήρηση, βεβαιότητα και γνώση, ατομικοποίηση και συνολικό άθροισμα, απομόνωση και διαφάνεια.
Η κακή φήμη του panopticon σήμερα (παρότι επιρροές του εξακολουθούν να διαφαίνονται σε σύγχρονα αρχιτεκτονήματα), κατά πάσα πιθανότητα εκπορεύεται από τη διάσημη σχετική ανάλυση του Φουκώ. Μέχρι τη δημοσίευσή της βέβαια το 1975 με τίτλο «Επιτήρηση και Τιμωρία», πάμπολλες φυλακές που εφάρμοζαν το μοντέλο του Bentham είχαν ήδη κατασκευαστεί. Στην Ισπανία, την Αργεντινή, τον Καναδά, το Βιετνάμ, την Ολλανδία, τη Βρετανία, τη Ν. Αφρική, την Κολομβία, την Κούβα, την Αυστραλία, τις ΗΠΑ, τη Ν. Ζηλανδία και αλλού.
Σήμερα, οι «πανοπτικές» φυλακές έχουν εγκαταλειφθεί ή λειτουργούν ως μουσεία. Η επίσκεψη σε ένα τέτοιο μουσείο, φαντάζομαι, θα είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία. Η διαβίωση όμως σε μια τέτοια φυλακή τολμώ να υποθέσω πως θα ήταν εφιαλτική. Η παρατεταμένη υποβολή ενός ανθρώπου σε συνειδητή και μόνιμη σε βάρος του κατάσταση ορατότητας, σε συνδυασμό με τον εγκλεισμό και δη την απομόνωσή του, όπως επέβαλε η δομή του panopticon, μπορούν κάλλιστα να προκαλέσουν ακραία συναισθήματα, ακόμα και μη αναστρέψιμες ψυχικές βλάβες. Πως να αισθάνεται ένας άνθρωπος όταν του απαγορεύουν την αναγκαία για την εσωτερική του ισορροπία ιδιωτικότητα; Αμήχανος, ανασφαλής, αγχωμένος, φοβισμένος, ντροπιασμένος, ταπεινωμένος, καταβεβλημένος, βεβηλωμένος, οργισμένος, θλιμμένος... πόσα άλλα;
Ευτυχώς, το panopticon προσκρούει πλέον στο άρθρο 5 της οικουμενικής διακήρυξης για τα ανθρώπινα δικαιώματα (10.12.48): «Κανείς δεν επιτρέπεται να υποβάλλεται σε βασανιστήρια ούτε σε ποινή ή μεταχείριση σκληρή, απάνθρωπη ή ταπεινωτική» Η επινόηση του Μπένθαμ είναι ακριβώς αυτό: ένα βασανιστήριο. Παρά ταύτα, ο Φουκώ διατείνεται πως όχι μόνο οι φυλακές αλλά όλες οι σημερινές δομές ιεραρχίας, όπως ο στρατός, τα σχολεία, τα νοσοκομεία, τα εργοστάσια κτλ, παρουσιάζουν ομοιότητες με το περίφημο panopticon.
Ο Φουκώ θεωρούσε ότι η σύγχρονη κοινωνία λειτουργεί ολοένα και περισσότερο ως ένα υπερ-panopticon καθώς τόσο ο ιδιωτικός όσο και ο δημόσιος τομέας επενδύουν διαρκώς στην τηλε-επιτήρηση των πολιτών. Όπως συνέβαινε με τους κρατούμενους του panopticon, ο σύγχρονος πολίτης οδηγείται σε μια ψυχολογικο-συμπεριφοριστική κατάσταση εσωτερίκευσης του ελέγχου.
Η τηλε-επιτήρηση λειτουργεί ως ένα ακόμα φροϋδικό υπερεγώ: το άτομο εσωτερικεύει τους κανόνες, συμμορφώνεται μ’ αυτούς ακόμα κι όταν δεν είναι απαραίτητο κι έτσι ασκεί το ίδιο την εξουσία στον εαυτό του. Τα κλειστά κυκλώματα τηλεόρασης, για παράδειγμα, κατασκευάζουν τη συνείδηση του πολίτη, τον αναγκάζουν να δρα στους δημόσιους χώρους, όχι σύμφωνα με την προσωπικότητά του αλλά αλλοτριωμένα, βάσει των κοινά αποδεκτών συμπεριφορών.
Το «big brother» και τα ομοειδή τηλεπαιχνίδια είναι παραδείγματα οικειοθελούς τηλε-επιτήρησης. Ο Φουκώ βέβαια πέθανε το 1984 και δεν τα πρόλαβε αυτά. Κατά καλή του μάλλον τύχη, γιατί έτσι γλίτωσε από επίμοχθες αναλύσεις. Τα τηλεοπτικά προγράμματα αυτού του είδους είναι κατ’ ουσία οι «νόμιμες» εφαρμογές του panopticon στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Στα παιχνίδια αυτά συμμετέχουν νέοι κυρίως άνθρωποι οι οποίοι, δελεασμένοι από ένα παχυλό χρηματικό έπαθλο και το ενδεχόμενο συνήθως της επαγγελματικής τους αποκατάστασης, δέχονται να εγκλειστούν για βδομάδες ή και μήνες σ’ ένα φυλασσόμενο χώρο με εξαντλητικά έντονο φωτισμό μαζί με μια μικρή ομάδα άλλων ατόμων όπου κάμερες καταγράφουν νυχθημερόν κάθε δραστηριότητα. Ζητούμενο σ’ αυτά τα παιχνίδια δεν είναι βέβαια ο σωφρονισμός των ατόμων, αλλά η τηλεθέαση.
Ο εγκλεισμός, η συνεχής έκθεση των συμμετεχόντων στις κάμερες και επιπλέον η τηλεοπτική προβολή κάθε μιας ιδιωτικής τους στιγμής νομίζω δικαιολογούν τα συχνά ξεσπάσματα των παικτών. Θλίψη, απελπισία, επιθετικότητα και θυμός καταγράφονται και εφόσον κριθούν ικανά να αυξήσουν την τηλεθέαση του προγράμματος, αναμεταδίδονται.
Πρακτικά, παρέχεται η δυνατότητα σε οποιονδήποτε τηλεθεατή να παρατηρεί σε βάθος τους συμμετέχοντες. Βέβαια, υπάρχουν θεμελιώδεις διαφορές ανάμεσα σ’ ένα παίκτη reality τηλεπαιχνιδιού και σ’ έναν κρατούμενο πανοπτικής φυλακής, με κυριότερες την εκούσια συμμετοχή, την περιορισμένη διάρκεια παραμονής, τη δυνατότητα αποχώρησης οποιαδήποτε στιγμή, τη μη απομόνωση, τις άριστες κατά τα λοιπά συνθήκες διαβίωσης και βέβαια ό,τι καλό συνεπάγεται η δημοσιότητα, που μπορεί άλλους να τους τρομάζει, άλλους όμως τους γοητεύει τόσο που βρίσκονται διαρκώς στο κατόπι της.
Κι αν ακόμα δε μπορούμε όλοι να γίνουμε αστέρες του θεάματος ή αν πολλοί από ’μας απεχθανόμαστε τις κάμερες, η τεχνολογική υποδομή της σύγχρονης πραγματικότητας είναι τέτοια που ελάχιστοι τελικά αποφεύγουν την αυτοέκθεση. Όσοι ασχολούμαστε με τα social media το γνωρίζουμε καλά αυτό. Γιατί, τι κάνει κανείς όταν διατηρεί π.χ. μια σελίδα στο facebook ή ένα προσωπικό ιστολόγιο; Δεν θέτει εαυτόν στην υπηρεσία του πανοπτισμού;