10.3.11

ο δράκος




Αθήνα, δεκαετία ’50. Στις εφημερίδες κυκλοφορεί η φωτογραφία του «δράκου», ενός διαβόητου κακοποιού. Ο Θωμάς, ένας μοναχικός, συνεσταλμένος και άκακος τραπεζικός υπάλληλος διαπιστώνει έκπληκτος την εντυπωσιακή φυσιογνωμική ομοιότητά του με τον καταζητούμενο. Άτολμος καθώς είναι, πανικοβάλλεται στην ιδέα πως θα συλληφθεί εκείνος αντί του πραγματικού ενόχου κι επιχειρεί να κρυφτεί. Γρήγορα όμως συνειδητοποιεί πως ως «δράκος» εμπνέει το φόβο αλλά και τον πολυπόθητο σεβασμό. Αποσιωπά λοιπόν την αλήθεια και βαθμιαία ταυτίζεται με το «δράκο». Εισέρχεται στον αθηναϊκό υπόκοσμο και ενσωματώνεται στον περιπετειώδη, «μπεσαλή», γοητευτικό κόσμο της νύχτας. Κάποια ώρα όμως η αλήθεια αποκαλύπτεται και κοστίζει στο Θωμά την ίδια του τη ζωή. Ο θάνατός του όμως είναι λυτρωτικός. Η ασημαντότητα της ύπαρξής του και η μιζέρια της μοναξιάς του υπήρξαν αφόρητες. Ο Θωμάς κλείνει τα μάτια ευτυχής γιατί έστω και στιγμιαία κατόρθωσε να νιώσει ισχυρός, αποδεκτός και πάνω απ’ όλα μοναδικός.

Αυτό περίπου είναι το σενάριο που έγραψε ο Ιάκωβος Καμπανέλλης για τη θρυλική ταινία «ο δράκος», την οποία σκηνοθέτησε το 1956 ο Νίκος Κούνδουρος. Παρά την εισπρακτική της αποτυχία, μιας και διέφερε από τις έως τότε γνώριμες στο κοινό εμπορικές-ψυχαγωγικές προβολές, αυτή η ταινία θεωρείται ορόσημο για το εγχώριο σινεμά, ακριβώς για τον ίδιο λόγο. Με τον «δράκο», υποστηρίζουν οι θεωρητικοί της έβδομης τέχνης, άρχισε η εποχή του λεγόμενου νέου ελληνικού κινηματογράφου.  

Ο «δράκος» δημιουργήθηκε από τον τριαντάχρονο τότε Κούνδουρο, μετά από τη «μαγική πόλη», μια ταινία που γνώρισε μεγάλη επιτυχία. 
Ο Καμπανέλλης επίσης πριν από το «δράκο» είχε τα εύσημα από τη «Στέλλα» του Κακογιάννη. Οι δύο βασικοί συντελεστές της ταινίας λοιπόν, νέοι και με ακμαίο ηθικό λόγω των πρόσφατων επιτευγμάτων τους, δε δίστασαν να παρουσιάσουν στο κινηματογραφόφιλο κοινό της εποχής έναν ακραίο, αιχμηρό συνδυασμό γερμανικού εξπρεσιονισμού, film noir και ιταλικού νεορεαλισμού. Το αποτέλεσμα; Μηδενικές εισπράξεις, αρνητικές κριτικές και επιπλέον κατηγορίες περί ανθελληνισμού από δημοσιογράφους οι οποίοι ζητούσαν την επέμβαση εισαγγελέα. Ανεξάρτητα όμως από τον άμεσο αυτό απολογισμό, στις 5 Μαρτίου του 1956, ακριβώς πενήντα πέντε χρόνια πριν, τη μέρα δηλαδή που η ταινία προβλήθηκε δημόσια για πρώτη φορά, ο «δράκος»... πέρασε στην ιστορία!

Δεν είμαι σίγουρη αν συμφωνώ με το ότι ο «δράκος» σηματοδότησε τη νέα εποχή στον ελληνικό κινηματογράφο. Πάντως, είναι μία από τις πιο σημαντικές εγχώριες παραγωγές. 
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος στον πρωταγωνιστικό ρόλο είναι απλώς έξοχος.
Η μουσική του Χατζιδάκι, εξωραΐζει οποιαδήποτε ευτέλεια και θυμίζει κάθε τόσο πως η ταινία είναι ένα δράμα, ένα ψυχογράφημα, πως ανιχνεύει συναισθήματα.

Και βέβαια, η υπερχειλίζουσα θηλυκότητα της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου είναι έκτακτη. Ερμηνεύοντας τον «Ιλισσό», η νεαρή ηθοποιός συναγωνίζεται επάξια τη μεγάλη Μελίνα. Φυσικά, δεν έχει τη χροιά της ντίβας στη φωνή, άλλωστε όταν γυρίστηκε ο «δράκος» ήταν μόλις είκοσι ενός ετών. Έχει όμως άλλα προσόντα. Δροσιά, τσαχπινιά, άγουρη ομορφιά και αξιοθαύμαστες υποκριτικές ικανότητες.
Το απόσπασμα που πρόσθεσα εδώ ελάχιστα διαφωτιστικό είναι όσον αφορά την ποιότητα της ταινίας. Ήθελα όμως να δείτε αυτή την πιτσιρίκα να τραγουδά τον «Ιλισσό». Με το χέρι στην καρδιά, ποια το λέει καλύτερα;