21.3.11

Τρισεύγενη

"Τρισεύγενη", Στεφανία Γουλιώτη, Νίκος Κουρής

Καθόμουν χτες τ’ απόγευμα πλάι στην κόρη μου, που καθόταν πλάι σε μια καλή φίλη μου, που καθόταν πλάι σε μια παιδική της φίλη, που καθόταν πλάι σ’ έναν άγνωστο κύριο. Στον εξώστη του Εθνικού Θεάτρου αυτή η συστοιχία.

Στη σκηνή ερμήνευαν δύο νέα παιδιά, σκηνοθετημένα από την άξια Λυδία Κονιόρδου. Ο γοητευτικός Νίκος Κουρής, που κατά την άποψή μου δεν είναι ο πιο ταλαντούχος ηθοποιός μας, αν και στη συγκεκριμένη παράσταση δεν τα πήγε διόλου άσχημα, και η βραβευμένη προ τετραετίας, για την τότε απόδοση της «Ηλέκτρας» στην Επίδαυρο σε σκηνοθεσία Peter Stein, Στεφανία Γουλιώτη.

Απροσκύνητη παιδιόθεν, δε διάλεξα τυχαία να δω μαζί με τη διάδοχό μου το μοναδικό θεατρικό που ολοκλήρωσε ποτέ ο Κωστής Παλαμάς, ένα έργο που γράφτηκε λίγο μετά τη συντριβή των Ελλήνων απ’ τους Τούρκους στον πόλεμο του 1897, ήττα που υπήρξε και το πρώτο μεγάλο πλήγμα του μεγαλοϊδεατισμού και που είχε ως συνέπεια την άνοδο της αστικής τάξης στην Ελλάδα.

Η «Τρισεύγενη» είναι ένα κείμενο που κοντράρει τον καθωσπρεπισμό της εποχής του, αλλά και την ίδια τη λογιοσύνη του Παλαμά. Σ’ αυτό ο συγγραφέας έχει προφανώς υπερβεί τον εαυτό του. Η Τρισεύγενη είναι μια νεαρή γυναίκα με ελεύθερο πνεύμα, έντονα συναισθήματα, άπλετη αγάπη για τους ανθρώπους, τη φύση και τις χαρές της ζωής, δεν πιστεύει στους τύπους παρά μόνο στην ουσία των πραγμάτων και δεν εννοεί να συμβιβαστεί με κανέναν και τίποτα. Για τις μέρες μας αυτά ίσως δεν ηχούν πρωτότυπα, για το τέλος του 19ου αιώνα όμως αυτός ο γυναικείος χαρακτήρας ήταν σίγουρα ριζοσπαστικός.

Η μικρή, άκακη επαναστάτρια, συναντά κρυφά τις νύχτες τον αγαπημένο της, τον Πέτρο Φλώρη. Ο νέος, που η Τρισεύγενη κάποια ώρα παραδέχεται ενώπιον όλης της γειτονιάς πως «πεθαίνει για την αγάπη του», είναι δυστυχώς ορκισμένος εχθρός του Δεντρογαλή, του πατέρα της, ο οποίος ντροπιασμένος από την άπρεπη συμπεριφορά της θυγατέρας του τη διώχνει κακήν-κακώς από το σπίτι και την καταριέται.

Εκείνη, πηγαίνει στον καλό της που ετοιμάζεται να μπαρκάρει με το καράβι του, αλλά της ανακοινώνει πως παρά το μίσος του για τον πατέρα της θα την παντρευτεί την επομένη κιόλας. Κι ενώ το ερωτευμένο ζευγάρι χαιρόταν την απόφασή του με όλη την υπερβολή που απαιτεί η ρομαντική γραφή του Παλαμά, σκέφτηκα εγώ «πωωωω, ποιος την ακούει τη μικρή! Καλά, θα την πάω για sushi μετά και θα το ξεχάσει». Σκύβω λοιπόν στ’ αυτί της και ψιθυρίζω: «κουράγιο!». Δεν πρόλαβα να πω τίποτ’ άλλο. «Σσσσσς!» ήταν η απάντηση, συνοδεία μιας έντονης ματιάς. Σώπασα κι εγώ κι άρχισα ν’ αναρωτιέμαι ποιος της άρεσε εν τέλει, ο Παλαμάς ή ο Κουρής.

Το έργο βέβαια είναι δραματικό, η Τρισεύγενη μόνο προς στιγμήν υπάκουσε στις βουλές του ναυτικού της κι ύστερα υπερίσχυσε η ελεύθερη φύση της κι όχι οι στενόμυαλες προσταγές του έγγαμου βίου. Η καταλαλιά του περιγύρου και η προσκόλληση του συζύγου της στην ηθικολογία της εποχής οδήγησαν αυτή την αξιολάτρευτη ύπαρξη, που ήταν πιότερο νεράιδα παρά γυναίκα, στο θάνατο.

Βγαίνοντας από το προσεκτικά ανακαινισμένο θέατρο ήρθε εκείνη η υπέροχη στιγμή που καθένας από την παρέα κοιτάζει τον άλλο στα μάτια, περιμένοντας τη γνώμη του για το θέαμα. «Καλά, το έργο αξίζει σίγουρα να το δει κανείς», είπα πρώτη. «Είναι βέβαια ανεπίκαιρο... αν και περιέχει ένα δίδαγμα: να τι παθαίνει κανείς άμα δεν ακούει τους γονείς του!», συνέχισα και κοίταξα προς τη σωστή κατεύθυνση. Γιατί όσο επαναστάτης κι αν είσαι, όταν έρθει η ώρα να κάνει την επανάστασή του ο επόμενος, θες ή όχι, φοράς το πανωφόρι του συντηρητισμού.

Ο Παλαμάς, γράφοντας την «Τρισεύγενη» πενθούσε βέβαια τη «μεγάλη ιδέα». Σήμερα, η Τρισεύγενη θα είχε καλύτερο τέλος. Ελπίζω. Αν και η τύχη κάθε ασυμβίβαστης ψυχής ελάχιστα παραλλάσσεται: η μοναξιά και η οδύνη είναι αναπόφευκτες.