Αν και η μόνη απόσταση που «έτρεξε» ποτέ ήταν αυτή μεταξύ Ομόνοιας και Hilton, τον δρομέα μας οι περισσότεροι Αθηναίοι τον αγαπάμε πολύ. Είμαστε περήφανοι γι’ αυτόν. Είναι ο διάφανος φίλος μας.
Τώρα βέβαια το «διάφανος» είναι σχετικό. Τον Νοέμβριο του ’08, ξέρω πως ο δήμος Αθηναίων έπλυνε τον δρομέα και αφού τον καθάρισε τον φώτισε σύμφωνα με τις οδηγίες του δημιουργού του, του Κώστα Βαρώτσου. Έκτοτε, αν δεν κάνω λάθος, έχει αφεθεί στο έλεος του καυσαερίου. Όχι πως μ’ ενοχλεί ιδιαίτερα αυτό. Οπωσδήποτε θα ήθελα τον δρομέα μας διαυγή και λαμπερό, ν’ αντανακλά μέσα του το μεγαλείο του αττικού ήλιου, αλλά ακόμα και θαμπό το γλυπτό αυτό παραμένει ένα εμβληματικό έργο.
Ο δρομέας είναι ένα σύμβολο και μαζί ένα σύνορο μεταξύ κέντρου και βορείων προαστίων. Αν ανεβαίνεις, για παράδειγμα, προς τα πάνω από παραλία, με το που βλέπεις τον δρομέα να "κινείται" αντίθετα προς εσένα, ξέρεις πως δεν είσαι πια μακριά από τους «βόρειους».
Σε δημοσίευσή του στις 30 Ιουνίου του 2002, ο δημοσιογράφος Νίκος Ξυδάκης χαρακτήρισε τον δρομέα του Βαρώτσου ανισόρροπο, επισφαλή, με μια ακατάσχετη ορμή προς τα μπρος. Σύμφωνα με τον αρθρογράφο της «Καθημερινής», ο φουριόζος δρομέας αποτελεί σύμβολο της ψυχοσύνθεσης του νεοέλληνα που το 1988 -τη στιγμή δηλαδή που το γλυπτό εγκαταστάθηκε στην πλατεία Ομονοίας- προσπαθούσε ακόμα να απαλλαγεί από τα κληροδοτήματα της μαύρης επταετίας και της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου.
Εγώ λέω τα δικά μου. Λέω, ας πούμε, πως καθώς «τρέχει», παραμένοντας πακτωμένος στο παρτέρι που σχηματίζει η απόληξη της Βασιλίσσης Σοφίας, «προσποιούμενος», όπως λέει κι ο Ξυδάκης, ο δρομέας της Αθήνας, μας υπενθυμίζει πως όλα πάνε μπροστά, πως ό,τι δεν κινείται πεθαίνει και πως ό,τι μένει πίσω «παγώνει» στον χρόνο. Αυτό το κατασκεύασμα θυμίζει γυάλινη jenga έτοιμη να σωριαστεί, μοιάζει με δημιούργημα μάγου μάλλον κι όχι γλύπτη και κάνει τον θεατή να "ανησυχεί" μήπως την άλλη στιγμή σκορπιστεί σε χίλια γυαλιά μπροστά στα μάτια του.
Ο δρομέας, στα δικά μου μάτια, συμβολίζει την έμφυτη τάση του ανθρώπου να εξελιχθεί, να προχωρήσει, τον πόθο του να νικήσει το χρόνο και το χώρο. Βλέποντάς τον μου ’ρχεται κάθε φορά η ίδια σκέψη στο μυαλό, πως ο άνθρωπος είναι απλώς περαστικός, μαζί κι αθάνατος...
Λέω εγώ.
Λέω εγώ.