φασκόμηλο, το αγχολυτικό |
Κατ’ αρχάς, το άγχος είναι η απόδειξη πως ο άνθρωπος, ο οποίος διακατέχεται απ΄ αυτό, δεν εμπιστεύεται τη ροή και την εξέλιξη της ζωής, δε δέχεται πως το συμπυκνωμένο νόημα που περιέχεται στην έννοια «θεία πρόνοια» έχει πραγματική υπόσταση.
Πρακτικά, το άγχος είναι μια δυσάρεστη, ακαθόριστη, διάχυτη αίσθηση ανησυχίας, δηλαδή φόβου, το οποίο συχνά προκαλεί ανεπιθύμητα σωματικά συμπτώματα, π.χ. ταχυκαρδία, ζαλάδα, πονοκέφαλοι, αστάθεια, «βάρος» στο στήθος, τρέμουλο, σπαστική κολίτιδα κτλ. Σε σοβαρές περιπτώσεις, το άγχος καθιστά τον άνθρωπο δυσλειτουργικό, ανήμπορο να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, να επιλύσει προβλήματα ή να πάρει σημαντικές αποφάσεις. Ενίοτε δε, το άγχος αποκτάει χαρακτηριστικά τρόμου και εκδηλώνεται ως κρίση πανικού. Επιπλέον, στις μέρες μας το άγχος αναγνωρίζεται ως η γενεσιουργός αιτία ή έστω ένας σημαντικός επιβαρυντικός παράγοντας μίας ατελείωτης σειράς σοβαρών παθήσεων.
Η ύπαρξη του άγχους βεβαίως αιτιολογείται. Εκτός του ότι ο Θεός μας εφοδίασε με το άγχος για να διασκεδάζει λίγο περισσότερο με τα παθήματά μας, που οπωσδήποτε είναι μία σεβαστή άποψη, το άγχος λειτουργεί προειδοποιητικά και άρα προστατευτικά για κάθε οργανισμό. Είναι ένα είδος εσωτερικού συναγερμού, ο οποίος ενεργοποιείται εν όψει κάποιας απειλής, ώστε με έγκαιρη προετοιμασία αυτή να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικότερα.
Σε πρακτικό επίπεδο, μερικοί από τους παράγοντες που ενοχοποιούνται για τη δημιουργία του άγχους είναι:
- η ιδιοσυγκρασία, που ενδεχομένως να είναι εκ φύσεως αγχώδης
- οι εσωτερικές συγκρούσεις (π.χ. μεταξύ επιθυμίας και περιβαλλοντικών
ή ιδεολογικών περιορισμών)
- οι κίνδυνοι, δηλαδή οι πραγματικές, θεωρητικές ή και φανταστικές
μελλοντικές απειλές
- η χαμηλή αυτοεκτίμηση ή η αυτο-αμφισβήτηση όσον αφορά τις ικανότητες
- οι προηγούμενες, ιδίως επανειλημμένες αποτυχίες ή οι κακοτυχίες
- η υπερδραστηριότητα
- τα διλήμματα, οι κρίσιμες αποφάσεις
- η διαπαιδαγώγηση (τυχόν υπερ-απαιτητικοί ή αγχώδεις γονείς κάλλιστα
μπορούν να κληροδοτήσουν το άγχος τους στα παιδιά τους)
- οι ενοχές
Βεβαίως, υπάρχει μία διάκριση μεταξύ αντικειμενικού (φυσιολογικού) και νευρωσικού (παθολογικού) άγχους. Το «δημιουργικό» άγχος, ως προσαρμοστικός μηχανισμός, φέρνει θετικά αποτελέσματα. Αντίθετα, το υπερβολικό, παρατεταμένο άγχος καταλήγει σε δυσλειτουργίες και ασθένειες.
Πως όμως ερμηνεύει η επιστήμη την πρόκληση του άγχους;
Εκτός από τις οργανικές αιτίες, υπάρχουν πολλές διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις του θέματος που, συνοπτικά, ομαδοποιούνται στις βιολογικές και στις ψυχολογικές θεωρίες.
Στα οργανικά αίτια περιλαμβάνονται νευρολογικές και ενδοκρινικές διαταραχές, καρδιαγγειακά-κυκλοφορικά, αυτοάνοσα, λοιμώδη ή μεταβολικά νοσήματα, νοσήματα του αναπνευστικού και βέβαια φάρμακα και τοξικές ουσίες. Με λίγα λόγια κάποιος μπορεί να υποφέρει από άγχος λόγω μιας πολύ σοβαρής πάθησης, π.χ. ενός όγκου στον εγκέφαλο ή ακόμα και επειδή καπνίζει, ή πίνει λίγο παραπάνω καφέ απ’ όσο ίσως θα ’πρεπε.
Οι βιολογικές θεωρίες περί άγχους σχετίζονται κυρίως με διαταραχές στη νευροδιαβίβαση και με την αυξημένη δραστηριότητα του αυτόνομου νευρικού συστήματος. Οι ψυχολογικές θεωρίες πάλι, διαφοροποιούνται, ακολουθώντας τις τρεις κύριες κατευθύνσεις του είδους, δηλαδή την υπαρξιακή, τη γνωσιακή-συμπεριφορική και τη βάση κάθε άλλης, δηλαδή την ψυχαναλυτική, φροϋδική σχολή.
Η γνωσιακή-συμπεριφορική θεωρία εστιάζει στον συνειδητό εαυτό και υποστηρίζει πως το άγχος είναι το αποτέλεσμα αφ’ ενός συγκεκριμένων ερεθισμάτων από το περιβάλλον, αφ’ ετέρου μάθησης, μίμησης προτύπων. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη θεώρηση, το άτομο πάσχει από άγχος επειδή υποτιμάει την ικανότητά του να αντιμετωπίσει τυχόν απειλές της ψυχικής ή σωματικής του ακεραιότητας και της κοινωνικής του οντότητας, ενώ ταυτόχρονα υπερεκτιμά τους ενδεχόμενους κινδύνους.
Η υπαρξιακή θεωρία κρίνει πως το άγχος είναι προϊόν της επίγνωσης του ανθρώπου όσον αφορά τη μηδαμινότητα της ύπαρξής του, αίσθημα εξίσου τυραννικό με την αποδοχή της αναπόφευκτης μελλοντικής απώλειας της ύπαρξης, δηλαδή του θανάτου. Σύμφωνα με τους υπαρξιστές, το άτομο βιώνει άγχος επειδή κατανοεί πως η ζωή είναι κενή και άνευ νοήματος.
Η ψυχαναλυτική θεωρία που θεμελιώθηκε από τον Freud, υποστηρίζει πως το άγχος είναι μία ενδοψυχική σύγκρουση, η οποία προκύπτει από τη διαμάχη ανάμεσα στις ενορμήσεις, δηλαδή τις ενστικτώδεις επιθυμίες του ατόμου (Αυτό) και στις κοινωνικές επιταγές που το άτομο αντιλαμβάνεται και έχει εσωτερικεύσει (Υπερεγώ). Ο συνειδητός εαυτός του ατόμου (Εγώ) στην προσπάθειά του να εξισορροπήσει αυτή την ασυνείδητη πάλη χρησιμοποιεί μία σειρά από αμυντικούς μηχανισμούς, από τακτικές εξουδετέρωσης του υπερβολικού άγχους.
Οι κυριότεροι τέτοιοι μηχανισμοί, «μηχανισμοί προσαρμογής», όπως λέγονται, είναι οι εξής:
- η προβολή, δηλαδή η διαδικασία κατά την οποία το άτομο μεταθέτει σε άλλο πρόσωπο δικά του στοιχεία (ιδέες, σκέψεις, ενορμήσεις, κίνητρα, συναισθήματα, ιδιότητες κτλ) προκειμένου να περιορίσει το άγχος που εκπορεύεται από δικές του ευθύνες, ενοχές ή μειονεξίες.
- η ενδοβολή, δηλαδή η εσωτερίκευση ορισμένων ιδεών ή γεγονότων ή ακόμα η συμβολική εσωτερίκευση της ψυχικής αναπαράστασης ενός αγαπητού ή αντίθετα μισητού ατόμου, με σκοπό τη διαρκή «παρουσία» του, την εσωτερική «εγκατάστασή» του. Αν το αντικείμενο, δηλαδή το πρόσωπο είναι αγαπητό, το άτομο που ενδοβάλλει μειώνει το άγχος του αποχωρισμού από αυτό. Αν είναι μισητό, το άτομο πάλι μειώνει το άγχος του, σε αυτή την περίπτωση όμως επειδή ενδοβάλλοντας θέτει τα κακά χαρακτηριστικά του άλλου κάτω από τον δικό του έλεγχό. Η ενδοβολή είναι το αντίθετο της προβολής.
- η μετατόπιση, δηλαδή η άρνηση του ατόμου να αντιμετωπίσει την πραγματική αιτία του άγχους του και η εν συνεχεία υποκατάσταση αυτής της αιτίας από μία εντελώς διαφορετική. Σε αυτή τη διαδικασία, συναισθήματα, ιδέες ή επιθυμίες μεταφέρονται από το αρχικό αντικείμενο σε ένα υποκατάστατο, πιο αποδεκτό ή πιο προσιτό. Για παράδειγμα, ένας έφηβος θυμωμένος με τον πατέρα του μπορεί να γίνει βίαιος με το σκύλο της οικογένειας.
- η αναπλήρωση, δηλαδή η ανάπτυξη ιδιοτήτων, ικανοτήτων και συμπεριφορών με σκοπό τη μείωση της έντασης που προκαλείται από μια πραγματική (φυσική ή διανοητική) ή μια φανταστική αδυναμία. Το άτομο αντισταθμίζοντας δημιουργεί υποκατάστατα και ταυτόχρονα στρέφει την προσοχή των άλλων μακριά από εκεί όπου αισθάνεται πως υστερεί.
- η αντιστάθμιση, κατά την οποία το άτομο υιοθετεί συναισθήματα, ιδέες, στάσεις και συμπεριφορές ακριβώς αντίθετες από τις ενορμήσεις που προσκρούουν στην ιδεολογία του. Για παράδειγμα, στην πραγματικότητα άτομα του ίδιου φύλου μπορεί να έλκουν σεξουαλικά έναν φαινομενικά ορκισμένο εχθρό της ομοφυλοφιλίας.
- η ταύτιση με κάποιον που έχει πραγματοποιήσει μια αξιόλογη πράξη ή που βρίσκεται σε μία ευχάριστη κατάσταση.
- η ονειροπόληση, δηλαδή η αναζήτηση της ευτυχίας στη φαντασίωση, η νοητική φυγή μακριά από τις δυσκολίες της πραγματικότητας, η ικανοποίηση των αναγκών σε επίπεδο φαντασίας, ιδίως όσον αφορά στόχους που δεν είναι κατορθωτό, τουλάχιστον όχι εύκολα, να κατακτηθούν σε ρεαλιστική βάση.
- η εκλογίκευση, δηλαδή η απόκρυψη της πραγματικής σκέψης, η παρουσίαση των πράξεων σαν αποτέλεσμα λογικά τεκμηριωμένων κινήτρων ή αιτιών, που όμως διαφέρουν από τα αληθινά. Η εκλογίκευση είναι μία εύκολη λύση, όταν το άτομο, παρότι γνωρίζει την ασυνέπεια της διαγωγής του ως προς τις ιδέες του ή βιώνει μία κατάσταση δυσχέρειας οποιασδήποτε μορφής, αρνείται να αντιμετωπίσει τις συνακόλουθες εσωτερικές συγκρούσεις.
- η διανοητικοποίηση, μέσω της οποίας το άτομο, προκειμένου να αποφύγει το συναισθηματικό κόστος της προσωπικής εμπλοκής, χρησιμοποιεί γενικεύσεις, δηλαδή αφηρημένα διανοητικά σχήματα, για να προσεγγίσει ζητήματα που το αφορούν άμεσα.
- η εξιδανίκευση, δηλαδή μία υποκατάστατη δημιουργική δραστηριότητα με σκοπό τη διαφοροποίηση των πρωτόγονων επιθυμιών και την αντικατάσταση των φυσικών ορμών με πράξεις κοινωνικά αποδεκτές, των επιθυμιών με ιδεώδη και των συγκινησιακών εκδηλώσεων με σκέψεις ευγενούς περιεχομένου.
- η επαναγωγή ή παλινδρόμηση, δηλαδή η οπισθοδρόμηση σε πρώιμα στάδια της παιδικής ψυχοσύνθεσης και ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης.
- η απώθηση, δηλαδή η συνειδητή ή ασυνείδητη αποδίωξη επώδυνων για το άτομο ενορμήσεων, ιδεών, συναισθημάτων, φαντασιώσεων ή γεγονότων και η διατήρησή τους στο ασυνείδητο τμήμα του νου. Μοιάζει με λήθη γιατί η απώθηση κρατάει τις ανεπιθύμητες πληροφορίες μακριά από την ενημερότητα και την επίγνωση του ατόμου.
- η αναστροφή, δηλαδή η επικράτηση της ασυνείδητης επιθυμίας, π.χ. κάποιος που εκ παραδρομής λέει «όχι», όταν ουσιαστικά θέλει να πει «ναι». Με την αναστροφή επίσης, η επιθετική ενόρμηση αναστρέφεται, μ’ άλλα λόγια η επιθετικότητα στρέφεται προς τον εαυτό.
- η άρνηση, δηλαδή η μη αποδοχή προφανών γεγονότων ή βιωμάτων.
- η διάσχιση, δηλαδή ο αποχωρισμός συγκεκριμένων ψυχικών ή συμπεριφορικών διεργασιών από την υπόλοιπη ψυχική δραστηριότητα του ατόμου (π.χ. αμνησία).
- η εκδραμάτιση, δηλαδή η συμπεριφορά που σκοπό έχει να ανακουφίσει, έστω προσωρινά και εν μέρει, μία ενόρμηση ή παρόρμηση και ταυτόχρονα να αποκρύψει από το άτομο την πραγματική αιτία αυτής του της συμπεριφοράς, π.χ. μία γυναίκα με ασυνείδητο άγχος αμφισβήτησης της θηλυκής της ταυτότητας, η οποία επιδίδεται σε έντονη σεξουαλική δραστηριότητα.
- η μόνωση, δηλαδή η συναισθηματική αποστασιοποίηση. Ουσιαστικά, είναι ο αποχωρισμός μιας ιδέας ή μιας μνήμης από τη συνοδό συναισθηματική της επένδυση. Γενικότερα αφορά την αποφόρτιση της συνείδησης από τα συναισθήματα. Τη χρησιμοποιούν κατά κόρον οι γιατροί προκειμένου να παραμένουν λειτουργικοί, δηλαδή να μην καταρρακώνονται από την οδύνη των ασθενών τους.
- η πρόβλεψη, ένα είδος «στρατηγικής» όσον αφορά το μέλλον. Προβλέποντας, το άτομο εν αναμονή ενός επώδυνου γεγονότος, π.χ. της απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου, προετοιμάζεται κατάλληλα ώστε να υποστεί το μικρότερο δυνατό ψυχικό κόστος.
- ο συμβολισμός, δηλαδή η αντικατάσταση ενός αντικειμένου ή μιας ιδέας από κάποιο άλλο αντικείμενο ή ιδέα. Ο συμβολισμός βασίζεται στο συσχετισμό και την ομοιότητα, δηλαδή το σύμβολο έχει πάντοτε κάτι κοινό με το αντικείμενο που συμβολίζει , π.χ. κάποια ίδια ποιότητα ή χαρακτηριστικό. Τα όνειρα στηρίζονται στο συμβολισμό, όπως επίσης οι ψυχαναγκασμοί και οι καταναγκασμοί.
- το χιούμορ, δηλαδή η έκφραση αγχογόνων κυρίως συναισθημάτων, ιδεών ή επιθυμιών με ελαχιστοποίηση του άγχους τόσο του ίδιου του χιουμορίστα όσο και του αποδέκτη
Όπως λένε, η καλύτερη θεραπεία είναι η πρόληψη. Ο οργανισμός χρησιμοποιεί όλες τις προηγούμενες μεθόδους, άλλοτε σχεδόν μηχανικά κι άλλοτε εντελώς ασυνείδητα. Αυτό όμως συνήθως δεν αρκεί για να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. Για να διατηρηθεί το άγχος σε χαμηλά επίπεδα, δεδομένων των εξοντωτικών ρυθμών αλλά και της αγριότητας της σύγχρονης ζωής, θα πρέπει κανείς να θυμάται και να εφαρμόζει συνδυαστικά μερικές σκέψεις αυτοπροστασίας. Απλές σκέψεις που μέσα στην πολυπλοκότητα της πραγματικότητας συχνά μοιάζουν λίγες, χωρίς να είναι.
Για παράδειγμα:
- δεν αναλαμβάνω περισσότερα βάρη απ’ όσα αντέχω
- αποφεύγω να συνδυάζω προφανώς συγκρουόμενες καταστάσεις
- δεν αναλώνομαι με όσα θέματα απλώς «έτσι είναι και δεν αλλάζουν»
- αποφεύγω, όσο γίνεται, τις αβεβαιότητες οποιουδήποτε είδους
- δεν κατασπαταλάω την ενέργειά μου στο τι συνέβη πριν ή στο τι θα συμβεί μετά, αλλά συγκεντρώνομαι στο τι συμβαίνει τώρα
- ιεραρχώ όσο το δυνατόν πιο σωστά, θέτω λογικές προτεραιότητες
- αναλογίζομαι τόσο τις δυνατότητες όσο και τις ικανότητές μου, δηλαδή σκέφτομαι σύμφωνα με τους πραγματικούς περιορισμούς μου, χωρίς υπερβολή, ούτε όμως και υποτίμηση
- περιορίζω στο ελάχιστο την τάση μου για ολοκληρωτικό έλεγχο και απόλυτη εκλογίκευση της ζωής μου
- αφήνω πάντοτε χώρο για να καλωσορίσω το απροσδόκητο, το τυχαίο, τον αστάθμητο παράγοντα
- διατηρώ ακμαία την προσαρμοστικότητα και την ευελιξία μου
- αισιοδοξώ εκ πεποιθήσεως
- φροντίζω να θυμάμαι πως αν έχω μάθει από τα λάθη του παρελθόντος δεν κινδυνεύω να τα επαναλάβω, ή τουλάχιστον κινδυνεύω λιγότερο
- αντιμετωπίζω με τη θετικότερη δυνατή διάθεση τις τυχόν αλλαγές, ακόμα και τις ματαιώσεις που προκύπτουν
- δεν ξεχνώ πως αν η τύχη μου φέρθηκε σκληρά στο παρελθόν όχι μόνο δε σημαίνει πως αυτό θα εξακολουθήσει και στο μέλλον, αλλά αντίθετα πως οι πιθανότητες να μου συμβεί κι άλλο τυχαίο κακό είναι σαφώς λιγότερες
- δεν γενικεύω, δεν δημιουργώ αόριστα αρνητικά συμπεράσματα επειδή έτυχε κάτι κακό
- δεν γενικεύω, δεν δημιουργώ αόριστα αρνητικά συμπεράσματα επειδή έτυχε κάτι κακό
Εν τέλει, δεν έχει νόημα να αγχώνεται κανείς ούτε για κάτι το οποίο μπορεί να αλλάξει ούτε για κάτι που δεν μπορεί να αλλάξει. Για το πρώτο αρκεί να αγωνιστεί ήρεμα και όσο το δυνατόν πιο τίμια, ενώ το δεύτερο πρέπει απλώς να το δεχτεί με ψυχραιμία, να το φιλοσοφήσει και τελικά να το αποδεχτεί.
Αν τέλος κάποιος, παρά τις προσπάθειές του, υποφέρει από έντονο άγχος, τότε θα πρέπει πιθανώς να σκεφτεί τη λύση της ψυχοθεραπείας και ίσως της λήψης αγχολυτικών φαρμάκων.
Εγώ πάντως πριν από τόσο δραστικές αποφάσεις, θα πρότεινα μία ανέξοδη, ακίνδυνη, παλιά και δοκιμασμένη συνταγή: ένα «ζεστό». Συγκεκριμένα, μία απολαυστική, αρωματική κούπα με αφέψημα φασκόμηλου. Ξέρω πως ακούγεται απλοϊκό, είναι όμως πολύ ευεργετικό σε περιπτώσεις άγχους μέτριας έντασης. Τι θέλει άλλωστε το άγχος για να φύγει μακριά; Απλές σκέψεις δε θέλει;