20.1.14

μάθημα αντιεγκληματικής πολιτικής από το εδώλιο

Francois Claudius Koenigstein (Ravachol),1859-1892


Αν όμως όλοι αυτοί οι άποροι, αντί να περιμένουν, έπαιρναν ό,τι ήθελαν, αδιάφορο με τι τρόπο, οι βολεμένοι θα καταλάβαιναν πολύ νωρίτερα ίσως ότι είναι επικίνδυνο να αγιοποιούν το σημερινό κοινωνικό καθεστώς, όπου η ανασφάλεια είναι μόνιμη και η ζωή βρίσκεται υπό απειλή κάθε στιγμή.

Και θα τελείωνε νωρίτερα, αν καταλάβαιναν πως οι αναρχικοί έχουν δίκιο όταν λένε ότι αν θέλετε να υπάρχει ηθική και κοινωνική γαλήνη, πρέπει να εξαλειφθούν οι αιτίες που γεννούν τους εγκληματίες και το έγκλημα. Και όχι να καταστέλλουν εκείνους που επέλεξαν από το να πεθαίνουν αργά από τις στερήσεις, να πάρουν δια της βίας τα προς το ζην, με κίνδυνο βεβαίως της ζωής τους.

Να γιατί διέπραξα τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορούμαι και που δεν είναι παρά η συνέπεια ενός βάρβαρου καθεστώτος της κοινωνίας, που με την αυστηρότητα των νόμων της αυξάνει τον αριθμό των θυμάτων της, και οι οποίοι νόμοι σκληραίνουν περισσότερο παρά τα αντίθετα αποτελέσματα, δίχως να αγγίζουν ποτέ τις αιτίες.

Λέγεται πως πρέπει να είναι σκληρός κάποιος για να προκαλέσει τον θάνατο σε συνανθρώπους του. Αυτοί όμως που μιλάνε έτσι, δεν σκέφτονται ότι φτάνει σ’ αυτό το σημείο κανείς, για να αποφύγει ο ίδιος τον θάνατο. Λοιπόν κύριοι, δεν θα πρέπει να δικάζετε τους εγκληματίες, αλλά να εξαλείψετε τις αιτίες των εγκλημάτων.

Τι πρέπει να γίνει λοιπόν; Να καταστρέψουμε τη φτώχεια, αυτό το σπέρμα του εγκλήματος, εξασφαλίζοντας στον καθένα την ικανοποίηση όλων των αναγκών του. Πόσο εύκολο θα ήταν να πραγματοποιηθεί! Φτάνει να θεμελιώσουμε την κοινωνία σε νέες βάσεις.  

Lombroso Cesare
Οι Αναρχικοί (1894)
μτφ. Μπουζάνης Τάκης
επιμ.- σημ. Δεσποινιάδης Κώστας
εισ. Κούρτοβικ Ιωάννα
εκδ. Ισνάφι, Ιωάννινα 2011
σελ.  89



Τα ανωτέρω αποσπάσματα προέρχονται από την απολογία του Ραβασόλ, του γνωστού Γάλλου αναρχικού, ο οποίος απαγχονίστηκε δημόσια στις 11 Ιουλίου 1892. Και ο Λομπρόζο δεν του έδωσε φυσικά τον Λόγο από συμπάθεια, περιέλαβε στο βιβλίο του τα λόγια του Ραβασόλ, υπογραμμίζοντας πως επρόκειτο για «εκ γενετής εγκληματία», που ήθελε να καμουφλάρει τις κακουργίες του, προτάσσοντας το υποτιθέμενο πολιτικό πάθος του. 

Ο Λομπρόζο (1835-1909), παρότι στην εποχή του ήταν διαπρεπής εγκληματολόγος, σήμερα πια θεωρείται γραφικός. Η σύγχρονη επιστήμη έχει προ πολλού απορρίψει τις μονοσήμαντες  θεωρίες του και τους ανεδαφικούς ισχυρισμούς του περί άρρηκτης σύνδεσης ανάμεσα σε συγκεκριμένα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά και τον γενετικά προδιαγεγραμμένο εγκληματικό ψυχισμό.

Και μάλιστα, η επιστήμη καταβάλλει ακόμα και στις μέρες μας μεγάλη προσπάθεια για την εξουδετέρωση της λομπροζικής σκέψης, η οποία όντας προφανώς μια εύκολη λύση, υιοθετήθηκε ευρέως, ενώ κατάλοιπά της στοιχειώνουν μέχρι και σήμερα την ορθολογιστική αντίληψη. 

Άλλωστε, η περίπτωση Λομπρόζο δεν απέχει και τόσο από μερικούς σύγχρονους επαγγελματίες, ιδίως από επιστήμονες που εγώ ονομάζω «παλαιάς κοπής». Συνήθως, χρησιμοποιώ αυτή την έκφραση έναντι φιλοφρόνησης, δεν ισχύει όμως κάτι ανάλογο και για τους εκπροσώπους της διανόησης, οι οποίοι καθότι «παλαιάς κοπής», αδυνατούν στην πραγματικότητα να δουν πέρα απ’ το δάχτυλό τους.

Τούτοι, έχουν γαλουχηθεί σ’ ένα εκπαιδευτικό σύστημα παρωχημένο, αν όχι ολέθριο και όσο κι αν καταδικάζουν στερεοτυπικά σκεπτικά, σαν του Λομπρόζο, οι ίδιοι εξαιτίας των προσωπικών φόβων τους, αναμασούν και τελικά παράγουν νέες, εξίσου επικίνδυνες τυποποιήσεις. Δεν είναι όμως η αμιγής ανασφάλεια ως προς τη δική τους προσωπική αξία, αυτή που τους καταδυναστεύει.

Οι επιφανείς κάθε τομέα, συμπεριλαμβανομένης της επιστήμης, εκπροσωπούν ενόσω περιφρουρούν τον πλούτο. Ακόμα κι αν δεν προέρχονται από την αστική τάξη, οι επιστήμονες μέσω της επιστήμης ανελκύονται οικονομικά και άρα κοινωνικά. Και μπορεί να μην πλουτίζουν από τη δουλειά τους, πάντως απολαμβάνουν μια σειρά από προνόμια, στα οποία δεν έχει πρόσβαση η μάζα. Άλλωστε, η γνώση που συνεπάγεται η επιστήμη, είναι από μόνη της ένα είδος πλούτου.

Οι επιστήμονες λοιπόν, μάχονται υπέρ της καθεκυστίας τάξης. Την αξίωση της οποίας, έτσι κι αλλιώς, άπαντες λαχταρούν. Όπως εξήγησε πολύ ωραία ο Ραβασόλ, το έγκλημα γεννιέται και διαιωνίζεται από ανθρώπους που δεν ανήκουν στους ευνοημένους. Αν ανήκαν σ’ αυτούς, ή που δε θα εγκληματούσαν, ή που θα εγκληματούσαν αναίμακτα (κυριολεκτικά ή φαινομενικά), δηλαδή κεκαλυμμένα, όπως κάνουν οι απανταχού εγκληματίες με τα λεγόμενα «λευκά περιλαίμια», δηλαδή τα ανά την υφήλιο, καθώς πρέπει, κουστουμαρισμένα καθάρματα.

Ο Λομπρόζο λοιπόν, και όποιος άλλος βρίσκεται στο προνομιούχο ημισφαίριο της ζωής, δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο να δει με κατανόηση τους εγκληματίες. Ο πόλεμος πλούσιων-φτωχών είναι μια πανάρχαια ιστορία. Καθένας φροντίζει απ’ την πλευρά του τα δικά του συμφέροντα, κατά το αποτελεσματικότατο «ο θάνατός σου, η ζωή μου».

Ξέρουμε κανέναν πλούσιο Επαναστάτη; Μάλλον όχι. Έχουμε ίσως ακουστά για κάτι παράξενα πλουσιόπαιδα, που τάσσονται με τους φτωχούς. Αυτές όμως είναι εξαιρέσεις, είναι άνθρωποι που είτε ψάχνουν περιπέτειες λόγω ανίας, είτε έχουν βεβαρυμμένο ψυχισμό, είτε βρίσκονται σε ιδεολογική σύγχυση. Ο κανόνας λέει πως μάχεται αυτός που διεκδικεί. Ο ευκατάστατος δεν έχει κάτι να διεκδικήσει. Ούτε έχει δει δικούς του ανθρώπους να υποφέρουν, να κρυώνουν και να πεινάνε.

Όπως συνέβη με τον Ραβασόλ. Αν ανατρέξει κανείς στην προσωπική ιστορία του, διαπιστώνει πως τα αίτια της εξέλιξής του είναι ολοφάνερα. Ο κατά κόσμον Φρανσουά Κένινγκσταϊν, ήταν γιος ενός Ολλανδού, που εγκατέλειψε τη Γαλλίδα γυναίκα του και τα τρία τους παιδιά, όταν ο Φρανσουά ήταν μόλις οκτώ ετών. Έτσι, το αγόρι αναγκάστηκε να εργαστεί από τόσο μικρό, για να στηρίξει τη μητέρα και τ’ αδέρφια του. 

Αμειβόταν όμως με πενταροδεκάρες κι η φτώχεια μαζί με την εκμετάλλευση, τον σημάδεψαν για τα καλά. Στα δεκαοκτώ του, ήδη μισούσε τον καπιταλισμό όσο τίποτα. Ήταν πλέον άθεος και ένθερμος οπαδός του σοσιαλισμού. Κι επειδή υπήρξε μανιώδης αναγνώστης, δεν άργησε να ενστερνιστεί την ιδέα της Αναρχίας. Μετά, συνέχισε για λίγα χρόνια μια ζωή ανέχειας, διάσπαρτη από δυσκολίες κάθε είδους, μέχρι που πια πέρασε στην παρανομία.

Ο Ραβασόλ, θα μπορούσαμε να πούμε πως ήταν το αντίστροφο του Ιταλού Λομπρόζο. Που ήταν βεβαίως γόνος πλούσιας εβραϊκής οικογένειας. Δεν είχε άρα καμία προσωπική αγωνία. Το ζήτημα της επιβίωσής του ήταν λυμένο από τη στιγμή που γεννήθηκε. Κι η έγνοια των απανταχού μοσχαναθρεμμένων δεν είναι άλλη από την ισόβια παράταση της καλοπέρασής τους. Ο μόνος άρα φόβος τους, σχετίζεται με οτιδήποτε θα μπορούσε να απειλήσει ή ακόμα χειρότερα, να ανατρέψει την ευημερία τους.

Κι αυτή η αγωνία, συγκεκριμένα στον Λομπρόζο είναι προφανής. Η απειλή που αισθανόταν, βρισκόταν διάχυτη στα πρόσωπα και στους σωματότυπους διάφορων ανδρών της εποχής του, οι οποίοι τόλμησαν, παραβαίνοντας τον Νόμο, να καρπωθούν κάτι περισσότερο απ’ αυτό που όριζε η κακή τους μοίρα. Ο Λομπρόζο καταδίκαζε επί της ουσίας τη φτώχια, όχι τη μύτη του κλέφτη, ή το μέτωπο του δολοφόνου, ή ό,τι άλλο τέλος πάντων κάθισε και μελέτησε.

Προσωπικά, τον συμπαθώ τον Λομπρόζο. Μ’ αρέσει ο τρόπος που γράφει, με ψυχαγωγεί ο φανατισμός του. Και ομολογώ με συγκινεί η εμμονή με την οποία δούλεψε. Είμαι κι εγώ εμμονική όταν δουλεύω και νιώθω οικειότητα σαν βλέπω κι άλλους της ίδιας στόφας. Ειδικά όταν είναι άνθρωποι που, όπως ο Λομπρόζο, δεν παρακινούνται από κανένα πρακτικό συμφέρον, αλλά εξαιτίας δικών τους άλυτων ψυχικών κόμπων. 

Αυτή  η ανάρτηση όμως, δεν αφορά τον Λομπρόζο, αλλά τον Ραβασόλ. Ας επιστρέψω άρα σ’  αυτόν, λέγοντας πως ο θρυλικός τρομοκράτης ουσιαστικά δεν ταίριαζε στις περιγραφές του Λομπρόζο, γιατί είχε αρμονικά χαρακτηριστικά. Ο Λομπρόζο βέβαια, θα επέμενε πως η κλίση του κρανίου του νέου προς τα μπρος ήταν ατράνταχτο αποδεικτικό για την εγκληματική του φύση. 

Αλλά, Λομπρόζο είναι αυτός, καλύτερα να τον απολαμβάνουμε, χωρίς όμως να τον παίρνουμε πολύ στα σοβαρά. Όσο για τον Ραβασόλ, εκτελέστηκε μπροστά στο πλήθος στα τριάντα τρία του χρόνια (κάτι μου θυμίζει αυτό;), αφού κρίθηκε ένοχος για τρεις δολοφονίες, αν και στις δύο δεν υπήρχαν ουσιαστικές ενοχοποιητικές αποδείξεις. 

Ο Ραβασόλ όμως είχε ενοχλήσει πολύ την άρχουσα τάξη, γιατί είχε πραγματοποιήσει μια σειρά από επιθέσεις εναντίων δικαστών. Έτσι, ενώ αρχικά του είχε επιβληθεί ποινή καταναγκαστικής εργασίας, δικάστηκε ξανά, προκειμένου να καταδικαστεί σε θάνατο. Όταν το δικαστήριο ανακοίνωσε την απόφασή του να τον οδηγήσουν στη γκιλοτίνα, ο Ραβασόλ είπε μόνο: «ζήτω η Αναρχία!».  

Ωστόσο, ο Ραβασόλ ζει ακόμα στη μνήμη των ανθρώπων. Έμεινε στην Ιστορία, όχι για τις συλήσεις τάφων, τις κλοπές, τις παραχαράξεις, το λαθρεμπόριο, τη ληστεία και τον φόνο ενός ερημίτη, ένα χρόνο πριν την εκτέλεσή του, τις τρομοκρατικές επιθέσεις του από το 1871 και μετά, ή την απόδρασή του λίγο πριν καταδικαστεί. Τον Ραβασόλ, τον θυμόμαστε σαν τον βομβιστή εναντίον της Δικαιοσύνης, μιας δικαιοσύνης αμφίβολης, αν όχι ανύπαρκτης. 

Και το τραγούδι που ακολουθεί, είναι το τραγούδι που γράφτηκε προς τιμήν του. Μιλάει για τους φτωχούς, τους καλοζωισμένους μπουρζουάδες, τους άπληστους, τους πουλημένους δικαστές, τους χρηματιστές με τις κοιλιές που κρέμονται, τους αχρείους, τους ανόητους γερουσιαστές, τους διεφθαρμένους βουλευτές, τους δήμιους, τους ένστολους χασάπηδες, τον άνανδρο οίκτο, τον θάνατο. 

Το τραγούδι του είναι βέβαια ένας ύμνος στον ήχο της έκρηξης. Αυτό, άλλωστε, σημαίνει «ραβασόλ», η λέξη επινοήθηκε για να περιγράψει τον κρότο που κάνει όταν ξεσπάει, η λαϊκή οργή.