31.1.11

σύζυγος-πυρομαχικό!

Leon & Mathilda

Για να προλογίσω το video που ακολουθεί, θα σας θυμίσω μια πολύ γνωστή, όσο και παράξενη ιστορία αγάπης.

Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, ήταν η Ματθίλδη, μια όμορφη δωδεκάχρονη που είχε μόλις παρατήσει το σχολείο κι επιπλέον κάπνιζε αρειμανίως!
Πριν βιαστείτε να την κρίνετε αυστηρά, να παρατηρήσω πως η μικρή Ματθίλδη δε ζούσε και με τους πλέον κατάλληλους γονείς...
Η Ματθίλδη γνώρισε το μεσόκοπο Λεόν τυχαία, όπως τυχαία γνωρίζει συνήθως κανείς τους ανθρώπους που είναι γραφτό να σημαδέψουν τη ζωή του. Έμεναν, βλέπετε, σε διπλανά διαμερίσματα στην ίδια πολυκατοικία και πρωτοσυναντήθηκαν στις σκάλες.
Αυτά συνέβησαν προς τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, σε μια κακόφημη τότε γειτονιά του Μανχάταν που λέγεται μικρή Ιταλία.
Και, βέβαια, μπορεί σήμερα η μικρή Ιταλία να φιλοξενεί μόνο πολυτελή εμπορικά καταστήματα και πανάκριβα εστιατόρια, ονομάστηκε όμως έτσι γιατί μέχρι και την εποχή της ιστορίας μας ζούσαν σ’ αυτήν, κατά βάση, Ιταλοί.
Και κάποιοι εξ’ αυτών ήταν, ασφαλώς, ανακατεμένοι με τη μαφία.
Ο Leone Montana ήταν ένας απ’ αυτούς.
Κέρδιζε τον επιούσιο απασχολούμενος ως εκτελεστής.
Χμ, το ’πα έτσι συμμαζεμένα και το προσπεράσατε μου φαίνεται.
Πληρωμένος δολοφόνος ήταν ο Leon. Φονιάς επί χρήμασι.
Αν όμως παραβλέψουμε τα αναρίθμητα όπλα που υπήρχαν διάσπαρτα στο διαμέρισμά του, ο Leon ήταν ένας πολύ ήσυχος άνθρωπος.
Εντελώς μοναχικός και αρκετά ιδιόρρυθμος, βέβαια.
Περνούσε τον άφθονο ελεύθερο χρόνο του κλεισμένος στο διαμέρισμά του, όπου έβλεπε μιούζικαλ (λάτρευε τον Gene Kelly), γυμναζόταν σκληρά και φρόντιζε σχολαστικά το ένα και μοναδικό φυτό του.
Σχέσεις με ανθρώπους δεν είχε. Προφανώς δεν τις άντεχε.
Η ιστορία του με την Ματθίλδη δε θα είχε ξεκινήσει αν μια ωραία πρωία δεν είχαν εισβάλλει εκτελεστές στην πολυκατοικία, οι οποίοι σκότωσαν εν ψυχρώ τους γονείς της πιτσιρίκας.
Μη σας παραξενέψει αυτό, ο πατέρας της μικρής ήταν έμπορος ναρκωτικών, πολύ άσχημα μπλεγμένος στα κυκλώματα του είδους.
Την ώρα του φονικού η Ματθίλδη επέστρεφε από ένα θέλημα που την είχαν στείλει. Εύστροφη κοπελίτσα καθώς ήταν και μιας και παιζόταν εκείνη τη στιγμή η ζωή της, κατάφερε να διατηρήσει την ψυχραιμία της, να προσπεράσει έντρομη το πτώμα της μητέρας της που φαινόταν απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα του διαμερίσματός της, να προσπεράσει τους φονιάδες και -βουτηγμένη στα δάκρυα - να χτυπήσει το κουδούνι του παράξενου γείτονά της, ευχόμενη εκείνος να ανοίξει και να τη σώσει.
O Leon που είχε παρακολουθήσει το μακελειό απ’ το ματάκι της πόρτας του, ανταποκρίθηκε στο απεγνωσμένο κάλεσμα της Ματθίλδης για βοήθεια.
Και μάλιστα, ανταποκρίθηκε μ’ ένα τρόπο απροσδόκητα ουσιαστικό!
Περιμάζεψε το άμοιρο κοριτσάκι, το παρηγόρησε, το φρόντισε και το κράτησε κοντά του.
Κάπως έτσι, μέσα στις πλέον αντίξοες συνθήκες, γεννήθηκε μια αγνή, δυνατή αγάπη.
Η Ματθίλδη δίπλα στον Λεόν έμαθε βέβαια να χειρίζεται τα όπλα του, επίσης όμως έμαθε τι σημαίνει ασφάλεια, στοργή, αφοσίωση, ανιδιοτέλεια, εμπιστοσύνη, συντροφικότητα, αυτά κι άλλα πολλά.
Και ο Λεόν, χάρις στη μικρή του προστατευόμενη, ανακάλυψε στην ψυχή του θησαυρούς.
Δυστυχώς, ο Leon και η Mathilda δεν έμελλε να ζήσουν για καιρό μαζί.
Εκείνος είχε πολύ άσχημο τέλος!
Κι εκείνη συνέχισε τη ζωή της με όσα εφόδια πρόλαβε ο Leon να της δώσει.
Αν όμως είχαν ζήσει μαζί, είναι σίγουρο πως θα είχαν ζήσει καλά.
Αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

εξεταστική 01-02/2011

αναπτύξτε το ακόλουθο θέμα:

η ενοχή παράγεται από την επιθυμία 
υπάρχει ηθική επειδή υπάρχει επιθυμία
υπάρχει επιθυμία επειδή υπάρχει νόμος
υπάρχει νόμος επειδή υπάρχει γλώσσα και θάνατος

καλή επιτυχία!

τ' αγιόκλημα του κήπου

Ξέρετε πως λέν' τ' αγιόκλημα στ' Αλγέρι; Mesk elil. Μάλιστα.
Και γράφετε ως εξής: سعاد ماسي - مسك الليل
Όλη αυτή η περικοκλάδα, στ' αραβικά, σημαίνει αγιόκλημα.
Μυστήρια γλώσσα τα αραβικά!
Αλλά και τ' αγιόκλημα, μια μυστήρια περικοκλάδα δεν είναι; 
Φαντάζομαι πως όταν ήσασταν παιδιά πηγαίνατε κι εσείς στ’ αγιόκλημα του φράχτη και ρουφούσατε το νέκταρ απ' τους ανθούς του. Και τώρα που σας το θύμισα μάλλον θα χαμογελάσατε, γιατί γνωρίζετε καλά πως είναι να τραβάς το στήμονα από το λουλούδι του και να νιώθεις στη γλώσσα εκείνη την ανεπαίσθητη στάλα από μέλι...
Αν πάλι είστε πολύ νεότεροι ή απλώς δε σας έλαχε ακόμα η χαρά του αγιοκλήματος, προτείνω να ξαμοληθείτε το καλοκαιράκι στις εξοχές και να το αναζητήσετε. Θα το βρείτε πολύ εύκολα. Υπάρχει παντού. Στις μάντρες να κοιτάτε! Άντε, για να μην αρχίσετε να μαδάτε λάθος φυτό, δείτε το κιόλας:


Το αγιόκλημα όμως θέλει το χρόνο του ακόμα για ν' ανθίσει, οπότε προς το παρόν αρκεστείτε στο τραγούδι που ακολουθεί και που φέρει τ' όνομά του.
Το συναίσθημα που προκαλεί τούτη η μελωδία δεν απέχει πολύ από εκείνο που μας πλημμύριζε όταν γευόμασταν τ' αγιόκλημα των παιδικών μας χρόνων. Έτσι λέω εγώ.
Μην παραλείψετε  όμως να δοκιμάσετε, με την πρώτη ευκαιρία, το θεσπέσιο δώρο που το αγιόκλημα φυλάει, καλά κρυμμένο στο βάθος, μέσα στ' άσπρα και κίτρινα ανθάκια του. Όταν, με το καλό, στάξει το ελάχιστο αλλά ονειρικό εκείνο γλυκό υγρό στη γλώσσα σας, θυμηθείτε με, θα νιώσετε και πάλι παιδιά. Θα ’στε για μια στιγμή όπως παλιά, εκείνα τα καλοκαίρια που πειράζατε κάποιους ανυποψίαστους φίλους σας, ζητώντας τους να σας κόψουν άγρια αγγούρια. Αυτό το μικροσκοπικό αγγουράκι που σε πιτσίλαγε νερό άμα το 'κοβες κι αν δεν το 'ξερες αυτό κατατρόμαζες, το θυμάστε; Θυμάστε που σκαρφαλώνατε στη συκιά για να γευτείτε τα γινωμένα σύκα της; Και που τα μάγουλά σας κοκκίνιζαν συχνά από αμηχανία;
Τότε που στον κήπο σας πετούσαν λογιών λογιών πεταλούδες, μικρές, μεγάλες, με χρώματα περίεργα και σχέδια παράξενα...
Μιλώ βέβαια για τότε που ακόμα το χαμομήλι φύτρωνε άφθονο στους δρόμους και τα χωράφια γινόντουσαν την άνοιξη κατακόκκινα, γεμάτα παπαρούνες. Τότε ακόμα έπιναν όλοι άφοβα το παγωμένο νερό που έβγαινε απ’ το πηγάδι. Τα παιδιά κυνηγιόντουσαν ανέμελα στους δρόμους, μάτωναν συχνά τα γόνατά τους πέφτοντας απ' τα ποδήλατα και φορές γυρνούσαν σπίτι με ανοιγμένο κεφάλι από κάποια ξώφαλτση πετριά. Κατάκοπα, μετά από ένα απόγευμα γεμάτο ζωηρό παιχνίδι. Και πολύ πεινασμένα, έχοντας κολατσίσει μόνο μια φέτα ψωμί αλειμμένη με βούτυρο και πασπαλισμένη με ζάχαρη. Ευτυχισμένα όμως με μικροπράγματα κι ελεύθερα, όπως θα' πρεπε να ’ναι πάντα τα παιδιά... 
 

30.1.11

υπέροχο θηλυκό!!!



Κύριοι, για περισσότερα τέτοια ωραία... έχετε κατά νου τη διεύθυνση: tirakoukos.blogspot.com
Άρτι αφιχθείς στη μπλογκόσφαιρα, ο tirakoukos είναι λάτρης τόσο του ωραίου φύλου όσο και της καλής μουσικής κι έτσι αναμένουμε απ' αυτόν τα καλύτερα...

29.1.11

1900, ο θρύλος!

Αν αγαπάτε το διάβασμα και τύχει να βρείτε το βιβλιαράκι που εικονίζεται ανωτέρω, αγοράστε το! Είναι πολύ φθηνό. 
Είναι άλλωστε πολύ μικρό το σχήμα του. 
Κι οι σελίδες του μόλις ογδόντα.
Ένας θεατρικός μονόλογος δε θα μπορούσε βέβαια να είναι πιο μεγάλος.
Θα μπορούσε; Τι λέτε;
Σαν γραπτό, ίσως όχι. Σαν ταινία όμως;

Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Ο Alessandro Baricco εξέδωσε το εξαιρετικό αυτό κείμενό του το 1994, με τον πρωτότυπο τίτλο: «Novecento, un monologo».
Τέσσερα χρόνια αργότερα, παρουσιάστηκε στο διεθνές κοινό το κινηματογραφικό αριστούργημα «
The legend of 1900».
Στα χέρια του Giuseppe Tornatore το λογοτέχνημα του Baricco κυριολεκτικά απογειώθηκε. 
Είναι μία από τις λίγες φορές που ένα κινηματογραφικό film βασισμένο σε βιβλίο, κατορθώνει να ξεπεράσει το αρχικό κείμενο.
Φυσικά, οι σκηνοθετικές (και εν προκειμένω σεναριακές) ικανότητες του Tornatore είναι αναμφισβήτητες.
Οπωσδήποτε όμως, η επιτυχία αυτής της ταινίας είναι ομαδική.
Ο διάσημος σκηνοθέτης δε δούλεψε μόνος. Είχε στο πλευρό του τους πιο άξιους συντελεστές, όπως τον χαρισματικό κινηματογραφιστή Lajos Koltai, τον ασυναγώνιστο ενδυματολόγο Maurizio Millenotti κι άλλους πολλούς.
Είχε επίσης εκπληκτικούς ερμηνευτές, σαν τον Tim Roth που ανέλαβε τον πρωταγωνιστικό ρόλο ή τον Pruitt Taylor Vince που ήταν ο συμπρωταγωνιστής και μαζί ο αφηγητής της ταινίας.
Είχε ακόμα την αφοπλιστική ομορφιά της νεαρής τότε Melanie Thierry που παρότι εμφανίζεται για λίγο στην ταινία, κατορθώνει να μαγέψει τον θεατή.
Και βέβαια, είχε μια ιδέα πρόσφορη για τη δημιουργία ενός ύμνου στην αθωότητα.
Γιατί αυτό είναι το «1900». Ένας ύμνος στην αθωότητα.
Πάνω απ’ όλα όμως, ο Tornatore δούλεψε πλάι σε έναν από τους σημαντικότερους μουσικούς της εποχής μας, τον επίσης Ιταλό Ennio Morricone.
Κανείς δε θα μπορούσε να αποδώσει με μεγαλύτερη ευαισθησία όσα ένιωθε η αγνή ψυχή του Danny Boodman T. D. Lemon 1900, του πιανίστα που ήρθε στη ζωή εν πλω, ταυτόχρονα με την αλλαγή του αιώνα. 
Ο 1900 έζησε όλη του τη ζωή πάνω στο υπερωκεάνιο όπου τον εγκατέλειψαν μόλις γεννήθηκε και ταλέντο όμοιο με το δικό του μάλλον δεν υπήρξε ποτέ πουθενά.
Το «1900» λοιπόν, είναι η ιστορία ενός αυτοδίδακτου πιανίστα που γεννήθηκε στον ωκεανό και που συντρόφευε με το άφταστο παίξιμό του τους εύπορους επιβάτες της πρώτης θέσης επίσημα και ανεπίσημα τους κατατρεγμένους μετανάστες που είχαν σαλπάρει για Αμερική και στοιβαγμένοι στ' αμπάρια προσεύχονταν για μια καλύτερη τύχη. Από στόμα σε στόμα έγινε περιζήτητος μουσικός. 
Η επιτυχία όμως άφησε αδιάφορο τον αμετανόητα απροσκύνητο πιανίστα. Εκείνος ό,τι ήθελε το είχε ήδη: θάλασσα ολόγυρά του, ενδιαφέροντες, κάθε φορά διαφορετικούς ανθρώπους και δύο πιάνα δικά του, ένα καλοκουρδισμένο, πολυτελές μαύρο πιάνο με ουρά στη σάλα κι ένα σαραβαλιασμένο όρθιο πιάνο στη γ' θέση, που όμως στα χέρια του γινόταν μαγικό.
Σ' όλη την ταινία, ο φακός τον ακολουθεί να παίζει τις εξαίσιες μουσικές του, μουσικές που άλλαζαν, ανάλογα με το τι αισθανόταν εκείνος για κάθε τι που γινόταν γύρω του. Ο 1900 ήταν ένας ιδιαίτερα επιδέξιος παρατηρητής. "Διάβαζε" τους ανθρώπους από τις εκφράσεις των προσώπων τους κι αυτό το περιεχόμενο το μετέτρεπε σε μελωδία. Πάντοτε βέβαια πάνω στο πλοίο Virginia. Από επιλογή, ουδέποτε  πάτησε το πόδι του στη στεριά. Κι όλη η ταινία εκτυλίσσεται μέσα στο πλοίο του. Δεν είναι όμως εγκλωβιστική. Τουναντίον. Βλέποντάς την καθηλώνεσαι! Αλλά η ψυχή σου ταξιδεύει...    

Αυτή την ταινία, όπως ήδη καταλάβατε, την αγαπώ πολύ.
Ναι, για διάφορους λόγους.
Ένας απ’ αυτούς είναι γιατί όταν την πρωτοείδα τη διάλεξα να είναι η πρώτη ταινία που θα ’βλεπε η κόρη μου στον κινηματογράφο. Τότε που προβαλλόταν στις αθηναϊκές αίθουσες, εκείνη ήταν μόλις τεσσάρων ετών. Φοβόμουν πως ένα παιδάκι σ’ αυτή την ηλικία δε θα μπορούσε να αντέξει σε μια προβολή διάρκειας 165 λεπτών. 
Απ’ την άλλη, η ταινία δεν ήταν παιδική. Στο τέλος μάλιστα οφείλει κανείς να υπομείνει την απόφαση του 1900 να εκραγεί μαζί με το παροπλισμένο πλοίο του. Κι αυτή του η απόφαση είναι πολύ οδηνηρή για τον θεατή. 
Ο «θρύλος του 1900» δεν είναι μια "ελαφριά" ταινία, είναι ένα δραματικό έπος.
Αλλά πιο πολύ απ' οτιδήποτε άλλο είναι ένα μεγαλειώδες δημιούργημα, ένα σπάνιο ρεσιτάλ πιάνου, ομορφιάς και τρυφερότητας.
Γι αυτό και τελικά το τόλμησα.
Εγώ με μεγάλη ευχαρίστηση θα έβλεπα την ταινία για δεύτερη φορά, μαζί της.
Και με ακόμα μεγαλύτερη ευχαρίστηση θυμάμαι σήμερα πως καθόταν τότε, μια σταλιά στο κάθισμά της, αποσβολωμένη μέχρι και τους τίτλους τέλους... 

τραγουδάτε στο μπάνιο;

Αν τραγουδάτε λέει... ρεσιτάλ!
Ελάτε τώρα, αφού τραγουδάτε.
Εσάς συγκεκριμένα, κύριε, που λέτε «όχι βέβαια!» σας έχουν ακούσει απ’ το φωταγωγό.
Και όχι μια και δυο...

Όλοι τραγουδάμε στο μπάνιο.
Μην κοιτάτε που μερικοί το αρνούνται κατηγορηματικά.
Απλώς ντρέπονται.
Τραγουδάμε και πολύ καλά κάνουμε!
Το ερώτημα, όμως, είναι... γιατί τραγουδάμε στο μπάνιο;
Το έχετε αναρωτηθεί ποτέ;
Ο φίλος Ούγκο Βάρβογλης στο blog του έχει εντρυφήσει στο θέμα.
Αν θέλετε, πεταχτείτε στη διεύθυνση: http://tralala.gr/monimes-stiles/stiles-synergaton/odigies-pros-naytilomenous/item/1649-tragoudate-sto-mpanio και δείτε τι γράφει.
Αν βαριέστε να τρέχετε, θα σας πω εγώ τι λέει πάνω-κάτω.
Λέει, λοιπόν, και δίκιο έχει, πως οι άνθρωποι στο μπάνιο μας χαλαρώνουμε, γιατί το λουτρό είναι, εξ ορισμού, ο χώρος της απόλυτης ιδιωτικότητας.

Να προσθέσω πως εκεί καθένας μας απομονώνεται, έρχεται αντιμέτωπος με τον εαυτό του και φροντίζει το σώμα του, αποφορτίζοντάς το από τα άγχη της καθημερινότητας.
Το μπάνιο είναι ένας χώρος κάθαρσης, περιποίησης αλλά και περισυλλογής.
Δεν είναι βέβαια τυχαίο που στην αρχαία Ελλάδα και στη Ρώμη ο ρόλος των λουτρών υπήρξε σπουδαίος, τόσο στην ιδιωτική όσο και στη δημόσια ζωή.
Τα μπάνια τότε κατασκευάζονταν με τεχνική αρτιότητα και πολυτέλεια για να παρέχουν στους χρήστες τους στιγμές ευδαιμονίας.
Από τότε μέχρι σήμερα μεσολάβησε ο μεσαίωνας που βέβαια είναι υπεύθυνος για πολλά κακά. 
Ένα απ’ αυτά είναι πως, στη διάρκειά του, η στάση των κοινωνιών όσον αφορά την υγιεινή σχεδόν εξαφάνισε τα μπάνια στην Ευρώπη. Ένα πλήθος από προκαταλήψεις, δεισιδαιμονίες και παρανοήσεις σχετικά με τη σωματική καθαριότητα, απαγόρευσαν την ύπαρξή τους.
Η μεσαιωνική αυτή κληρονομιά διατηρήθηκε μέχρι και τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Ελάχιστα σπίτια διέθεταν ως τότε μπάνιο. Συνήθως, το μόνο που υπήρχε ήταν μια τουαλέτα στον περίβολο των σπιτιών, στεγασμένη σ’ ένα πρόχειρο κτίσμα. Και στις εξαιρετικές περιστάσεις που οι άνθρωποι πλένονταν, χρησιμοποιούσαν κάποια φορητή μπανιέρα, την οποία τοποθετούσαν στην κουζίνα ή στο πλυσταριό.
Τις τελευταίες δεκαετίες, όμως, ένα σπίτι είναι αδιανόητο να μη διαθέτει πλήρες και οργανωμένο λουτρό.Tο μπάνιο είναι ένα δωμάτιο με πρωτεύοντα ρόλο στη ζωή του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου. Το μπάνιο είναι ισότιμο πια με τους υπόλοιπους χώρους του σπιτιού. Και για πολλούς σήμερα θεωρείται το σπουδαιότερο τμήμα της κατοικίας τους.

Ξεφύγαμε όμως. Το θέμα μας εδώ δεν είναι ο χώρος του μπάνιου, αλλά το γιατί τραγουδάμε όταν κάνουμε μπάνιο.
Ένας λόγος που φαίνεται να ευσταθεί είναι η χαρά μας όταν κάνουμε μπάνιο. Η απόλαυση του νερού που τρέχει πάνω στο σώμα μας, παρασύροντας όχι μόνο τη βρωμιά αλλά επίσης τις έγνοιες και τα βάσανα. Η ηδονή της κάθαρσης, λοιπόν.
Πέραν τούτου όμως, ο Ούγκο εξηγεί πως την ώρα που κάνουμε μπάνιο ο ήχος της φωνής μας επιστρέφει στ’ αυτιά μας πιο «ζεστός» και πιο «μεστός» απ’ ότι πράγματι είναι.
Γιατί; Γιατί γύρω μας υπάρχουν... πλακάκια! Ω, ναι.
Τα πλακάκια επειδή συνθέτουν μια έντονα ανακλαστική επιφάνεια, ευνοούν πολύ την ακουστική του μπάνιου, που έτσι κι αλλιώς είναι ιδανική, λόγω των περιορισμένων του διαστάσεων (σχεδόν άμεσος χρόνος επιστροφής του ήχου) και της παραλληλίας των τοίχων του (εγκλωβισμός συχνοτήτων με αποτέλεσμα μια δυνατή, γεμάτα μπάσα φωνή).
Γι αυτό στο μπάνιο ξεδιπλώνουμε το (υποτιθέμενο) κρυμμένο μας ταλέντο στη φωνητική και ενίοτε επιχειρούμε μέσα ’κει φανταστικά ντουέτα με τον Παβαρότι...

Για να τραγουδάς όμως στο μπάνιο και να γουστάρεις πρέπει να τρέχουνε νερά. Άφθονα νερά.
Ας τραγουδάμε λοιπόν, παίδες, όσο υπάρχει ακόμα διαθέσιμο νερό, γιατί θα ’ρθει η ώρα που θα πλενόμαστε με φειδώ και σύνεση.
Και το να τραγουδάς συνεπαρμένος ενώ πλένεσαι με το κουμάρι είναι μάλλον απίθανο.
Κουμάρι, παιδί μου, μαστραπάς, πως το λένε;
Λαβομάνο λέει η άλλη, η αριστοκράτισσα.
Όπως επιθυμείτε μεγαλειοτάτη. Λαβομάνο; Λαβομάνο.
Αυτά παιδιά. Όπου να ’ναι... νερό γιοκ!
Τραγουδάτε λοιπόν στο μπάνιο όσο είναι καιρός.
Τραγουδάτε γιατί χανόμαστε.
Ναι, μη χορεύετε όμως καθώς τραγουδάτε, γιατί το μπάνιο, όσο να πεις, μια ολισθηρότητα την έχει.
Τώρα, για τους οικολογικά ευαισθητοποιημένους, υπάρχει μια άλλη πρόταση, εξόχως ενδιαφέρουσα.
Για να κάνετε οικονομία στο νερό αλλά μαζί να κάνετε και το κέφι σας (με το τραγούδι, εννοώ), γιατί δε δοκιμάζετε να κάνετε το μπάνιο σας μαζί με κάποιον άλλο;
Για αρχή, μπορείτε να ζητήσετε απ’ αυτόν τον άλλο να σας κάνει τα σεκόντα.
Εξόν και είστε η ενσάρκωση του Κακοφωνίξ.
Δεν είναι να φεύγει τρέχοντας ο άλλος για να σωθεί από την παραφωνία σας και να πέσει να σκοτωθεί και να μπουρδουκλωθεί και στην κουρτίνα του μπάνιου κατά την απόδραση…
Αυτός στο νοσοκομείο, εσείς χωρίς κουρτίνα. Πως να κάνεις ντους μετά χωρίς κουρτίνα;
Όχι, δε λέει.
Σ’ αυτή την περίπτωση, λοιπόν, σας καταχωρούμε ως ΑΜΕΑ και σας επιτρέπουμε να σπαταλήσετε λίγο παραπάνω νερό.
Δε βαριέστε, εσείς προσωπικά θα σώσετε το νερό του πλανήτη; Ξοδέψτε εκεί... χαλάλι σας.
Οι υπόλοιποι οικολόγοι, δυο-δυο, έτσι μπράβο... πάμε τραγούδι! Για πάμε!

28.1.11

remember the time

Σιγά και μη δεν είχαμε εδώ πέρα κάτι από Michael.
Και τι σας διάλεξα ε; Υπερπαραγωγή!
Τώρα, τι του ζήλεψε η βασίλισσα έτσι που 'ναι αυτός, θα σας γελάσω...


http://mysoulandsomefun.blogspot.com

jump, jive, wail!!!

ε όχι! ε ναι!

Εγώ, φίλοι μου, έχω ακούσει τρελά και τρελά...
Αλλά ότι θα το άκουγα κι αυτό, ομολογώ δεν το περίμενα.

Τηλεφωνώ το μεσημέρι σε με μια φίλη, πιτσιρίκα αλλά παντρεμένη εδώ και μερικά χρόνια μ’ ένα καλό παλικάρι, εργατικό και ήσυχο.
- Καλά; ρωτάω
- Καλά, απαντάει
- Ννννναι, γιατί σ’ ακούω «κάπως»;
- Ε, τίποτα μωρέ
- Ε, πως τίποτα; για πες
- Τίποτα, τίποτα
- Καλά, για πες
- Φιλενάδα, ΤΟΝ ΘΕΛΩ!!!
- Ποιον καλέ;
- Τον Manuel
- Ποιον Manuel μωρή;
- Άσε, άσε... είμαι ερωτευμένη!
- Ε; Ε, συμβαίνουν αυτά. Και δε μου λες, που τον κονόμησες τον αλλοδαπό;
- Καλέ δεν τον ξέρω
- Τι εννοείς δεν τον ξέρεις;
- Προσωπικά δεν τον γνωρίζω, μονάχα που τον έχω δει
- Α, μου φαίνεται είμαστε όλοι για το γιατρό τελικά! 
  Τέλος πάντων, καλύτερα έτσι.
  Κι αν θες τη γνώμη μου, φρόντισε να μην τον γνωρίσεις προσωπικά!
- Θέλεις να τον δεις;
- Καλά, είσαι τελείως μουρλή; Όχι, δε θέλω να τον δω! Γιατί να τον δω;
- Γιατί άμα τον δεις θα με καταλάβεις. Δε θα κάνεις τίποτα, θα μπεις μόνο στη σελίδα του στο internet
- Άτσα, από πότε μικρή μου μπαίνεις εσύ στο internet;
- Από τότε που άρχισα να ψάχνω να τον βρω
- Τι σημαίνει πάλι αυτό;
- Εεεε  τον είχα δει σε μια ταινία αλλά δεν ήξερα το όνομά του...
- Βρε θεότρελη, για ηθοποιό μου μιλάς τόση ώρα;
- Εεεε ναι
- Είσαι και μπούφος! απ’ το όνομα της ταινίας τον βρίσκεις αμέσως
- Εεεε ναι, όμως δεν ήξερα πως λεγόταν η ταινία
- Περίεργα μου τα λες, αλλά τέλος πάντων. 
  Απ’ ότι κατάλαβα, τελικά τον βρήκες.
  Για πες πως τον λένε τον «καλό» σου να μπω να καμαρώσω φάτσα
- Μάνουελ Φερράρα
- Φερράρι, σαν το αυτοκίνητο;  
- Ναι, αλλά με άλφα στο τέλος
- Για μισό, ή μάλλον σε παίρνω πάλι σε λίγο...

Κλείνουμε, που λέτε, πληκτρολογώ αυτό το όνομα στο google και μπαίνω στη σελίδα του wikipedia που εμφανίστηκε πρώτη. Ξενόγλωσσο το κείμενο. 
Στα δεξιά παρατηρώ τη φωτογραφία ενός νέου άνδρα.
Συμπαθητικός. Nothing more than that, though.
Μετά, αρχίζω να διαβάζω: born κτλ... και συνεχίζω, μέχρι που φτάνω στην ιδιότητα του κυρίου.
Διαβάζω λοιπόν: prolific French pornographic actor.
Ώπα!
Αμάν, αμάν!
Κοριτσάκι, δε μας τα ’πες αυτά...
Όσο κι αν στην αγγλική ο τίτλος που μόλις διάβασα ηχεί κομψά, στα ελληνικά δεν μπορείς να περιγράψεις αυτό που κάνει ο περιβόητος Manuel Ferrara με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. 
Το λες απλά: ο τύπος είναι πορνοστάρ!     

Αφού ξεπέρασα το πρώτο σοκ, κατέληξα πως το που τον είδε η φιλενάδα μου αυτόν, λόγος δε μου πέφτει. Με τον άντρα της μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν στις προσωπικές τους στιγμές. 
Δε ζουν και τον πρώτο τους έρωτα, άλλωστε.
Μετά θυμήθηκα πως η δικιά μου δεν έχει καν υπολογιστή στο σπίτι.
Να δεις που αυτή κατέβαινε στου αδερφού της και έψαχνε από’ κει.
Αλλά, πως διάολο τον εντόπισε; Πρέπει να έψαξε ό,τι τσόντα κυκλοφορεί στο διαδίκτυο. 
Ε ρε τον καημένο τον αδερφό! 
Το pc του θα είναι γεμάτο ιούς και δε θα φταίει κιόλας. 
Παρ’ εκτός κι αν έχουν οικογενειακώς τη συγκεκριμένη συνήθεια...
Είναι και τ’ άλλο: η κοπελιά μας είναι τελείως άσχετη με το διαδίκτυο. Πως κατάφερε και τον βρήκε; Μυστήριο! Και πόσο καιρό να της πήρε αυτή η ιστορία της αναζήτησης; Τέτοιος έρωτας πια για έναν επιβήτορα επί πληρωμή; Τι κάνει, τέλος πάντων, στο κρεβάτι αυτός ο κύριος;
Διαβάζοντας παρακάτω στο κείμενο της wikipedia, διαπίστωσα πως δεν πρόκειται για έναν απλό πορνοστάρ αλλά για έναν πολυβραβευμένο performer.
Έχει σαρώσει τα βραβεία (του είδους πάντοτε, μην ξεχνιόμαστε).
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, μου κίνησε την περιέργεια η περίπτωση του Ferrara.
Δεξιοτέχνης του διαδικτύου καθώς είμαι, βρήκα εύκολα δείγματα της «δουλειάς» του (μάλλον κακώς χρησιμοποίησα εισαγωγικά. Δουλειά είναι και μάλιστα για τον συγκεκριμένο επικερδέστατη).
Είδα λοιπόν περί τίνος πρόκειται.
Ε, τι; Περιμένετε να σας πω;
Όχι βέβαια, δε θα σας πω.
Στις κυρίες μόνο θα πω κάτι.
Λοιπόν, κυρίες μου, αν ο σύντροφος ζητήσει να εμπλουτιστεί το ερωτικό σας παιχνίδι με μία ταινία xxx, μην αρνηθείτε.
Επιμείνετε όμως να συμπρωταγωνιστεί ο συγκεκριμένος ηθοποιός.
No Ferrara, no party! Αυτό να του πείτε.

27.1.11

καραμέλα


Αϋπνίες πάλι απόψε.
Δηλαδή όχι ακριβώς. Αποκοιμήθηκα νωρίτερα, για λίγο, έτσι ίσα-ίσα. Πρόλαβα μάλιστα κι είδα και όνειρο. Ναι αμέ. Ονειρεύτηκα πως ήμουν, λέει, κομμώτρια. Άκου τώρα...

Κάπως έτσι μου καρφώθηκε μέσα στη νύχτα να σας «ψήσω» να δείτε μια προπέρσινη λιβανέζικη ταινία που λέγεται «καραμέλα» και που είναι ίσως και πιο γλυκιά απ' όσο υπόσχεται ο τίτλος της.
Η ταλαντούχα Nadine Labaki, η πανέμορφη πρωταγωνίστρια που είναι και σκηνοθέτης της ταινίας, απέσπασε δικαίως σημαντικά βραβεία στο εξωτερικό.
Στην Ελλάδα οι κριτικές που πήρε η δουλειά της δεν ήταν οι καλύτερες. Αλλά ας μιλήσουμε κάποια άλλη φορά για τους δικούς μας κριτικούς κινηματογράφου...

Δε θα πω πολλά για το film αυτό. Δε χρειάζεται.
Θα πω μονάχα πως είναι μία εξαιρετική σπουδή όχι μόνο στη γυναικεία φύση, αλλά και στα προβλήματα που ταλανίζουν τις γυναίκες στις χώρες που ακροβατούν μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Κι όλα αυτά με φόντο ένα κομμωτήριο στο σημερινό Λίβανο.
Τόσο απλά. Απλά και ουσιαστικά.

Ένα πράγμα θα το πω, όμως, δε μπορώ να κρατηθώ:
Αναρωτιέμαι, υπάρχει κάτι πιο όμορφο απ’ το ξεκίνημα ενός έρωτα;
(ακόμα κι όταν ξέρεις καλά πόσο επώδυνο θα είναι να ζεις κατόπιν στα συντρίμμια του)
Απολαύστε το απόσπασμα της ταινίας, ακολουθώντας το σύνδεσμο:
http://www.youtube.com/watch?v=eKGqojmF9s4&feature=related
και όσοι έχετε ερωτευτεί στη ζωή σας νομίζω πως θα θυμηθείτε τι εννοώ.


Ας επιστρέψω όμως σιγά-σιγά στο κρεβάτι μου.
Που ξέρετε;
Ίσως να καταφέρω στον ύπνο μου να πιάσω δουλειά στο κομμωτήριο της Layale, μακριά, στη Βηρυτό.
Πόσο θα το ’θελα, δε φαντάζεστε. 

26.1.11

τελώνιο!

by Magnus Öhrström


Καλά λένε, «όσο συναναστρέφεσαι νέους παραμένεις νέος»...
Κατ’ αρχάς, αν τυχόν λάβεις αυτό το μήνυμα: “L”, να ξέρεις πως σημαίνει loser (αποτυχημένος). 
Ναι, ούτε ’γω το ’ξερα.
Άλλο τώρα: Χάζευα χθες ένα πανέμορφο, αξιαγάπητο, καθ ’όλα άκακο, γούνινο πλάσμα. 
Μαζί μου το χάζευε κι ένας νεαρός.
«Πω πω, τελώνιο είναι ρε μ...!», είπε στο φίλο του.
Δε θα κατάλαβα καλά, σκέφτηκα.

Σύμφωνα με τις γραφές (βίοι αγίων, φιλοκαλία κτλ) τα τελώνια είναι δαιμόνια που, κατά την ώρα του θανάτου, περιμένουν για να παραλάβουν την ψυχή που πρόκειται να εξέλθει από το σώμα.
Οι άγγελοι ομοίως περιμένουν, τη στιγμή του θανάτου, να παραλάβουν την ψυχή.
Η ψυχή, αμέσως μετά την έξοδό της από το σώμα εκτελωνίζεται, εξ’ ου και η λέξη τελώνιο. 
Ανάλογα δηλαδή με τις πράξεις της, αποφασίζεται ποιοι θα παραλάβουν την ψυχή τελικά, οι άγγελοι ή οι δαίμονες.
Μ’ άλλα λόγια, όλοι για την ψυχή πάνε!
Όσο είσαι στη ζωή, ας πούμε πως θα αποφύγεις να «τ’ ακουμπήσεις» στον ψυχολόγο και στον ψυχίατρο. Θα τη γλιτώσεις όμως απ’ τους υπόλοιπους;
Απ’ τους παπάδες, ας πούμε, που τάζοντας την αθανασία διογκώνουν ολοένα την αμύθητη περιουσία τους;
Ή από τα βαμπίρ εκείνα που ζουν ανάμεσά μας, συχνά μέσα στο ίδιο σου το σπίτι, ρουφώντας απ’ την ψυχή του διπλανού;     
Θα τη γλιτώσεις λες απ’ όλους αυτούς; Τυχερός θα φανείς.
Όσο τυχερός κι αν είσαι όμως, φίλε μου, από το θάνατο μην περιμένεις πως θα γλιτώσεις. 
Ούτε ’συ, ούτε κανείς.
Και βέβαια η ψυχή είναι εκμεταλλεύσιμο είδος και μετά το θάνατο.
Εδώ ίσως αναρωτηθείς: «μα τέλος πάντων, τι το τόσο πολύτιμο έχει η ψυχή κι όλοι βρίσκονται στο κατόπι της;».
Είναι πολύ απλό: η ψυχή είναι αθάνατη.
Και αθάνατη και μεταβιβάσιμη.
Μια επιταγή «εις τον φέροντα» είναι, ας πούμε, η ψυχή.
Και όποιος έχει ψυχή, τι έχει; Έχει ζωή.
Και η ζωή, παρότι ανυπόφορη στο μεγαλύτερο μέρος της, δεν παύει να ’ν γλυκιά....

Τι λέγαμε όμως; Α ναι, για το τελώνιο. 
Ναι, σήμερα είναι μια έκφραση που τη χρησιμοποιούν οι νέοι για να δείξουν την αρέσκειά τους για κάποιον ή για κάτι. Είναι σαν να λένε «είναι τόσο καλό που σε δαιμονίζει!». 
Νομίζω δηλαδή. Ζήτησα βέβαια να μου το εξηγήσουν, αλλά ξέρετε τώρα πως εξηγούν τα παιδιά...
Όταν, πάντως, λένε «τελώνιο», το λένε με την καλή έννοια.
Ε, τι να γίνει; Ας λένε οι γραφές τα δικά τους.
Τα πράματα αλλάζουν: τελώνιο = καλό!
Δε σ' αρέσει έτσι;
Πήγαινε δια της παλαιάς οδού: το τελώνιο της καταλαλιάς, της ύβρεως, του φθόνου, του ψεύδους, του θυμού, της οργής, της υπερηφάνειας, της βλασφημίας, της μωρίας, της φλυαρίας, του τόκου, του δόλου, της οκνηρίας, του ύπνου, της φιλαργυρίας, της μέθης, της μνησικακίας, της μαγείας, της γοητείας, της γαστριμαργίας, της πολυφαγίας, της αρσενοκοιτίας, των χρωματοπροσώπων, της μοιχείας, του φόνου, της κλοπής, της πορνείας, της ασπλαχνείας... ε χέσε με, άλλα δεν ξέρω.
Μετά όμως άμα ακούσεις τίποτα σαν: "στην πάντα γέρο να περάσουνε τα νιάτα!", να το ξέρεις, για σένα θα 'ναι.

23.1.11

μπέεεεε....


Εγώ, που λέτε, παλιά τα ’χα για χρόνια μ’ έναν ποιμένα.
Όχι παπά, ρε παιδιά. Βοσκό.
Βοσκό ναι. Που τον βρήκα, θα μου πείτε.
Ε, που τους βρίσκεις τους βοσκούς; Ψάχνοντας.
Τέλος πάντων, εμένα ο βοσκός μ’ άρεσε. Αλλά το να ζεις πλάι σε βοσκό είναι εξαιρετικά δύσκολο!
Οι άνθρωποι αυτοί ακριβώς λόγω της απλοϊκής τους σκέψης καταλήγουν να κάνουν τα πάντα πολύπλοκα για όποιον είναι δίπλα τους.
Δε θα μιλήσω αφοριστικά για όλους τους βοσκούς φυσικά, γιατί εγώ γνώρισα μόνο έναν, ο οποίος σημειωτέον είναι παθολογικά μοναχικός και ως εκ τούτου χωρίς φίλους.
Θα πω λοιπόν για τον δικό μου: Λίγα λόγια (καθόλου μουσική) και απολύτως καμία εμβάθυνση. Του δείχνεις κάτι κι αυτός κοιτάει το δάχτυλο!
Όχι λόγω βλακείας. Έχει απλώς μονοδιάστατο τρόπο σκέψης.
Προσπάθεια; Σχέδια για το μέλλον; Όνειρα; Δε θα ’σαι καλά.
Πρώτον, ο βοσκός, βοσκός θα παραμείνει εφ’ όρου ζωής.
Άραγμα κάτω από το δέντρο κι άσε τα πρόβατα να βόσκουν.
Ε άμα φύγει κανένα θα πάει ο σκύλος να το μαζέψει.
Άλλωστε, το να είσαι βοσκός δεν είναι επάγγελμα, είναι στάση ζωής.
Δεύτερον,...(λογοκρισία).
Για καπνό, αλκοόλ και τα συναφή ευχάριστα ούτε λόγος βέβαια. Μισό ποτηράκι μαυροδάφνη κι αυτό με το ζόρι.
Εμ βοσκός εμ ξενέρωτος!
Ξενέρωτος με την έννοια την ουσιαστική, προσέξτε, όχι επειδή δεν αντέχει το ποτό.
Ανάβεις, για παράδειγμα, κεράκια για να κάνεις ατμόσφαιρα και σου λέει ο βοσκός: «να θυμηθούμε να τα σβήσουμε μην πάρουμε καμιά φωτιά!».
Ή εμφανίζεσαι, ας πούμε, στα πρώτα ραντεβού, μ’ ένα αβυσσαλέο ντεκολτέ κι αυτός σπεύδει να παρατηρήσει: «ρίξε κάτι πάνω σου, θα κρυώσεις!»
Κι αν υπολογίζεις πως αφού ανεχτείς κάθε «γείωση» εκ μέρους του, θα καταλήξεις ευτυχής πάνω στο σανό... απατάσαι! Το sex, έτσι όπως το ’χει στο μυαλό της η σύγχρονη δυτική γυναίκα, χρειάζεται -εκτός από τα προφανή- μια σειρά από δεξιότητες που ο βοσκός φυσικά δεν κατέχει. Το sex... (λογοκρισία)
Αυτά όταν ο βοσκός είναι ερωτευμένος. Φανταστείτε τώρα τι συμβαίνει αν ο καλός μας ο βοσκός έχει στη στάνη του το ίδιο θηλυκό για 5-6 χρόνια.
Αφήστε το άλλο: ο βοσκός είναι μόνιμα κουρασμένος.
Πως γίνεται να είναι κουρασμένος κάποιος που όλη μέρα κοιμάται κάτω από το δέντρο... κι εγώ ποτέ δεν το κατάλαβα.
Μπαΐλντισμα σύμμεικτο με καλή διάθεση.
Πως γίνεται; Άγνωστο. Πάντως γίνεται, το γνωρίζω καλά.
Θα μου πείτε, «καλά μαντάμ, αφού είναι έτσι, εσύ γιατί έμεινες μαζί του τόσα χρόνια»;
Καλή ερώτηση! Θα την απαντήσω.
Έμεινα κυρίως γιατί ο βοσκός έχει καλή καρδιά.
Σε αντίθεση με τους ανθρώπους της πόλης, τούτος είναι αγνός, απονήρευτος. Και επίσης απλός, ανεπιτήδευτος. Δεν φοράει προσωπείο. Από ψέματα δεν ξέρει. Είναι αυτό που είναι, αλλά είναι αυθεντικός.
Επιπλέον, το να τα ’χεις με βοσκό... έχει τη γοητεία του ασυνήθιστου, θα συμφωνήσετε.
Αλλά υπομονή είναι αυτή, κάποια ώρα εξαντλήθηκε.
Έκτοτε, ζω χωρίς τον βοσκό.
Που και που τον θυμάμαι βέβαια και του χαλάω την ησυχία.
Αλλά δε δείχνει να ενοχλείται.
Έτσι είναι ο βοσκός. Χαλαρός.
Μένεις; Φεύγεις; Ατάραχος αυτός!

σσ. Λογοκρισία σε blog το ’χετε ξαναδεί; Κι όμως, το δικό μου λογοκρίνεται!!!

9.1.11

κοπή τη πίτα

Εμάς ο καινούργιος χρόνος άργησε φέτος να μας μπει.
Καλά, δεν έγινε ακριβώς έτσι. Μας μπήκε κανονικά στην ώρα του, αλλά επειδή έτσουξε λίγο είπαμε να επαναλάβουμε την τελετή υποδοχής του μερικές μέρες αργότερα που είχαμε πια ανακάμψει.
Ψήσαμε λοιπόν προχθές μια ευφάνταστη βασιλόπιτα, της χώσαμε ένα φλουρί, τη φορτώσαμε στ’ αμάξι και... φτάσαμε σ’ ένα παμπάλαιο μοναστηριακό αγρόκτημα.
Νομίζαμε πως μοναχοί δεν υπήρχαν πια εκεί, αλλά νομίζαμε λάθος.
Για αρχή, μας υποδέχθηκε ο ηγούμενος με την αδελφή Ευλογία.
Μεικτού τύπου το μοναστήρι. Βεβαίως.
Αργότερα, γνωρίσαμε έναν αγνό κοσμικό που περιποιείται τη γη εκεί και τον βοηθήσαμε να ανάψει μια τεράστια φωτιά για να κάψει κάτι πεσμένους κορμούς πεύκων (ξύλο ακατάλληλο για τζάκι. Να και κάτι που μάθαμε αυτές τις μέρες).
Ακούσαμε και για έναν τριπαρισμένο κοσμοκαλόγερο ονόματι Αβραάμ που περιφέρεται στο κτήμα του μοναστηριού και ψευτοδουλεύει με τη γη γιατί λέει αυτό γουστάρει να κάνει στη ζωή του. Αλλά δεν τον είδαμε ποτέ.
Συνολικά στο μοναστήρι βρισκόντουσαν ο ηγούμενος, η αδελφή Ευλογία, ο αδελφός Βλακέντιος, η αδελφή Υστερία και η αδελφή Βελζεβουλία (συμφωνώ, είναι κάπως παράξενο όνομα για μοναχή, αλλά τι τα θες;)
Στο μοναστήρι ήρθαν προς στιγμήν και ο Αναστάσιος, ένας μετανοημένος κοσμικός με τη σύζυγό του, την Ευφροσύνη, που κατά πως πληροφορηθήκαμε είναι τακτικοί επισκέπτες του. Έφυγαν όμως γρήγορα. Προσωπικά, δεν τους συνάντησα καθόλου.

Περάσαμε υπέροχα με τους μοναχούς αυτές τις μέρες!
Μας περιποιήθηκαν δεόντως!
Ο ηγούμενος μιλούσε ελάχιστα, ένα μεσημέρι όμως ετοίμασε με περισσή φροντίδα ένα θαυμάσιο γεύμα για όλους μας και στο τέλος σέρβιρε γαλατόπιτα ψημένη στον παραδοσιακό ξυλόφουρνο (ήταν φανταστείτε κάτι μεταξύ κρέμας καραμελέ και ρυζόγαλου).
Ο λαλίστατος αδελφός Βλακέντιος ασχολήθηκε κυρίως με αγροτικές εργασίες και με το άναμμα των τζακιών. 
Η αδελφή Υστερία κυρίως αναπαυόταν ή βοηθούσε στα ζεστά την αδελφή Ευλογία να λύσει βαθυστόχαστες πνευματικές αναζητήσεις.
Με την αδελφή Βελζεβουλία όλοι ήταν κάπως ανεκτικοί γιατί είναι νεοχρισμένη και ουσιαστικά τα υπολόγιζε στη ζωή της να της έρθουνε αλλιώς...

Και κάτι ακόμα: στη φετινή κοπή τη πίτα στο αγιασμένο εκείνο μέρος... κέρδισα το φλουρί εγώ!!!

Ένα ακόμα και κλείνω. Επειδή μερικοί-μερικοί (δηλαδή ένας συγκεκριμένος) με προειδοποίησαν πως ενδέχεται σύντομα να αρχίσω να επικοινωνώ με το θείο... επισημαίνω πως δεν μίλησα με κανένα θείο. Μόνο με τον ξάδελφό μου τον Γεράσιμο που πήρε να μου πει χρόνια πολλά.

Άντε βρε, καλή χρονιά σε όλους!

μοναχός Μελίτων, μάγειρας στο Άγιο Όρος


























Αχχχχχ, καλέ όχι, δεν ήμασταν στο Όρος. 
Μπαίνουν μωρέ γυναίκες εκεί;
Ήμασταν όμως πάρα πολύ κοντά!
Και τη φωτο την έβαλα γιατί κάπως έτσι μαγείρευε κι ο δικός μας ο ηγούμενος...