26.1.12

light the fire


Τα εντυπωσιακά δρώμενα δεν είναι σπάνια στην ασιατική παράδοση. Η λεγόμενη «γιορτή των φαναριών» όμως, νομίζω πως εκτός από το φαντασμαγορικό θέαμα που προσφέρει, είναι επίσης και το πιο ρομαντικό απ’ όλα τα μυστικιστικά έθιμα της μακρινής Ανατολής. Γι’ αυτό και στις μέρες μας τέτοιου είδους φεστιβάλ γίνονται και σε κάποιες χώρες της Δύσης. Ακόμα και σε μερικά δικά μας μέρη έχουν καθιερωθεί παραλλαγές αυτής της παμπάλαιας κινέζικης συνήθειας. Παρ’ όλα αυτά, οι δυτικές απομιμήσεις σίγουρα δε μπορούν να συγκριθούν με τη μαγεία κάθε τέτοιας αυθεντικής φιέστας.  

Οι Ασιάτες αμολάνε φαναράκια δυο φορές το χρόνο. Στο κινέζικο ημερολόγιο, η πρώτη πανσέληνος του έτους συμπίπτει με τη δέκατη πέμπτη μέρα μετά την πρωτοχρονιά. Τη νύχτα εκείνη, ολοκληρώνονται οι εορτασμοί για την υποδοχή του νέου χρόνου κι ο κόσμος μέχρι και σήμερα συνεχίζει την πανάρχαια παράδοση, που θέλει τους ανθρώπους να ξεχύνονται στις εξοχές ή στις παραλίες, κουβαλώντας ο καθένας το δικό του φαναράκι.
 
Ανάλογα με τις συνήθειες κάθε μέρους, αμέτρητοι χειροποίητοι φανοί  αφήνονται ελεύθεροι, άλλοτε να ταξιδέψουν επιπλέοντας στη θάλασσα κι άλλοτε ν’ ανεβούν ψηλά στον ουρανό. Διάφοροι θρύλοι ερμηνεύουν, καθένας με τον δικό του τρόπο, τον βαθύτερο σκοπό της συμβολικής αυτής κίνησης. Προσωπικά, δε βρίσκω ιδιαίτερο νόημα στο να επιχειρήσω να εντοπίσω την ακριβή καταγωγή του εθίμου. Μου αρκεί που ξέρω πως αυτά τα πανάλαφρα φωτεινά χειροτεχνήματα δεν είναι παρά αγγελιοφόροι της ψυχής.

Το κάθε φανάρι γίνεται το όχημα για τις ευχές του ανθρώπου που το έχει φτιάξει με τα χέρια του. Εκείνος το στολίζει με όλη του τη φροντίδα, το κουβαλάει ευλαβικά μέχρι το σημείο που θα το ελευθερώσει και στο τέλος το αποχωρίζεται με χαρά. Για να φτάσουν οι ευχές του όσο πιο μακριά γίνεται, να εισακουστούν και -αν αυτό είναι δυνατό- να πραγματοποιηθούν. Καθένας εύχεται άλλα, όχι μόνο για τον ίδιο, αλλά και για τους ανθρώπους που αγαπά. Καλοτυχία, ευημερία, υγεία, μακροζωία, αρμονία, έρωτα πιθανώς, ή επανασύνδεση με πρόσωπα κοντινά που για διάφορους λόγους ψυχράνθηκαν, πλούσια σοδειά... ό,τι επιθυμεί πραγματικά.

Οι ευχές βέβαια συχνά είναι γενικές. Δηλαδή, τους αφορούν όλους. Μπορεί, ας πούμε, να θέλει κάποιος να ευχηθεί για όλα τα πλάσματα, να συνυπάρχουν ειρηνικά. Ή, να προαχθούν οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, τη φύση και τα υψηλότερα φωτεινά όντα. Ή, να αναπαυθεί κάποιος νεκρός. Ή και να αλαφρώσει αυτός που έμεινε πίσω του συντετριμμένος. Μια ευχή μπορεί φυσικά να αφορά οτιδήποτε. Να είναι απλή και ξεκάθαρη, ή σύνθετη και πολύπλοκη.

Δεν υπάρχει καμία ρετσέτα για τις ευχές. Ο καθένας μας εύχεται αυτό που έχει ανάγκη, ή που θεωρεί πως κάποιος άλλος έχει στ’ αλήθεια ανάγκη. Η ευχή, πρώτη ξαδέρφη της προσευχής, είναι ένας ακόμα τρόπος για να απευθύνει κάποιος έκκληση για βοήθεια, πέρα απ’ τ’ ανθρώπινα. Στη δεύτερη, για παράδειγμα, τέτοια γιορτή των Κινέζων, που γίνεται στα μέσα του φθινοπώρου, ο κόσμος δε ζητάει πια να είναι καλή η χρονιά, αλλά ευχαριστεί για τη θερινή συγκομιδή και μαζί εκφράζει το σεβασμό του για τη σελήνη.

Δυο φορές το χρόνο λοιπόν, οι Ασιάτες απελευθερώνουν τα φανάρια  τους, τα οποία προηγουμένως έχουν συνήθως κατασκευάσει οι ίδιοι, με κάθε προσοχή. Και το κάνουν αυτό όλοι μαζί. Γιατί; Για τον ίδιο λόγο που ο διαλογισμός είναι ασύγκριτα πιο ισχυρός όταν γίνεται ομαδικά αντί ιδιωτικά. Ό,τι δηλαδή συμβαίνει με το κεράκι που ανάβει ο πιστός όταν συναντηθεί με εκατοντάδες άλλα κεράκια τη βραδιά του επιτάφιου. Ή με την επίκληση, πλάι σε αμέτρητες άλλες επικλήσεις, στις δημόσιες ισλαμικές προσευχές.

Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για το έθιμο των φαναριών. Τη νύχτα που οι άνθρωποι στέλνουν τα μηνύματά τους, έτσι όπως είναι συγκεντρωμένοι κι αυτό που τους ενώνει είναι η πίστη, παντού στον αέρα πλανώνται συναισθήματα. Κι εκτός από τη δύναμη που παίρνουν οι ευχές η μία από την άλλη, οι άνθρωποι είναι σαν έξαφνα να βρίσκονται όλοι περιτριγυρισμένοι από αστέρια, μοιάζει σαν τ’ άστρα να κατέβηκαν στη γη. Κι αυτό βέβαια είναι κάτι που δεν μπορεί να το καταφέρει ένας άνθρωπος μόνος του ποτέ. Συμβαίνει μόνο όταν βρεθούν πολλοί μαζί.

Τέτοιες στιγμές, η σιωπή, η κατάνυξη, το αίσθημα της ταπεινότητας, η γαλήνη, η συγκίνηση... δεν περιγράφονται με λόγια.  «Υπάρχουν πολλά ποτάμια, αλλά μία θάλασσα», λέει ένα ρητό. Κι αν το σκεφτούμε αντίστροφα, δε θα υπήρχε θάλασσα αν δεν υπήρχαν τα ποτάμια, το κάθε ένα στη θέση του, όπως πρέπει να είναι.

Για όποιον ίσως θα’ θελε να στείλει μια νύχτα κι αυτός τις ευχές του, απολαμβάνοντας το φαναράκι του να ανεβαίνει στα ουράνια ή να χάνεται επιπλέοντας στο βάθος του θαλασσινού ορίζοντα, να πω πως στο youtube υπάρχουν κάμποσα βίντεο που δείχνουν βήμα-βήμα πως συναρμολογείται μια τέτοια κατασκευή.

Στην ελληνική αγορά βέβαια πωλούνται διάφορα φανάρια τέτοιου είδους. Με κάτι λιγότερο από πέντε ευρώ, για παράδειγμα, μπορεί κανείς να θαυμάζει ένα μικρό αερόστατο από ριζόχαρτο να λάμπει στον ουρανό, για περίπου ένα τέταρτο της ώρας. Αλλά αν είναι να κάνει κάτι κανείς, ε ας το κάνει σωστά. Στην περίπτωση αυτή, με τα δικά του χέρια. Δεν είναι δύσκολο. Μεράκι θέλει μόνο. Και λίγο χαρτί.

Το χαρτί, μιας και το ανέφερα, ως προστάτης της φωτιάς οπωσδήποτε δεν είναι η πιο ασφαλής επιλογή. Είναι όμως ιδανική για να συμβολίσει την ευθραυστότητα της ύπαρξης. Γιατί αυτό ακριβώς είναι ο άνθρωπος. Μπορεί να λαμπαδιάσει ανά πάσα στιγμή, όπως ένα χάρτινο φανάρι. Αλλά για όσο η φλόγα του καίει, προλαβαίνει να χαρίσει το πιο υπέροχο φως. Κι αν ενωθεί μ’ άλλες φλογίτσες, μπορεί να φτάσει στο σημείο να κάνει ακόμα και τη νύχτα, μέρα!










25.1.12

ναι μεν, αλλά...



Στη σχολή, στο δεύτερο εξάμηνο, είχαμε ένα μάθημα για την έβδομη τέχνη. Και κάθε βδομάδα πηγαίναμε στην αίθουσα προβολών της Εταιρίας Ελλήνων Σκηνοθετών για να παρακολουθήσουμε κάποια προσεκτικά επιλεγμένη ταινία. Μία απ’ αυτές ήταν δημιουργία του σκηνοθέτη που μόλις χθες έφυγε απ’ τη ζωή, του Θεόδωρου Αγγελόπουλου.

Εγώ δεν είχα δει το συγκεκριμένο φιλμ και τη μέρα αυτής της προβολής δεν ήξερα καν τίνος ταινία θα βλέπαμε. Φτάνοντας λοιπόν στο νεοκλασικό της οδού Τοσίτσα, ρώτησα έναν συμφοιτητή μου, κι εκείνος μου είπε πως το έργο είχε τον τίτλο «Αναπαράσταση», πως είχε γυριστεί το 1970 και πως τη σκηνοθεσία υπέγραφε ο μέγας Θεόδωρος Αγγελόπουλος.

«Ωχ!», είπα αυθόρμητα στο άκουσμα αυτού του ονόματος. Όχι επειδή είχα στ’ αλήθεια κάτι εναντίον της τέχνης του Αγγελόπουλου. Δεν είχα όμως και τίποτα υπέρ. Για να καταλάβετε, εγώ χρόνια τώρα πιστεύω πως στην τέχνη τα πάντα είναι αμφισβητήσιμα. Σ’ αρέσει κάτι, ή όχι. Τόσο απλά. Τα υπόλοιπα είναι θεωρίες, για να μην πω σαχλαμάρες και για μια ακόμα φορά θεωρηθώ απαξιωτική.

Κατ’ εμέ, δεν έχει καμία απολύτως σημασία αν ο δημιουργός ενός καλλιτεχνήματος είναι αναγνωρισμένος ή άσημος. Αυτό που μετράει είναι αν το έκθεμα ταιριάζει στην προσωπική  αντίληψη εκείνου στον οποίο εκτίθεται. Βάσει αυτής της λογικής, εννοείται πως αν το ερέθισμα δεν ικανοποιεί τις αισθήσεις μου, μου είναι αδιάφορο αν στο ταλέντο αυτού που το υπογράφει υποκλίνεται όλη η γη.  

Τώρα το γιατί ένα καλλιτεχνικό προϊόν μ’ αρέσει κι ένα άλλο όχι, αυτό εξαρτάται άμεσα απ’ τον χρόνο, τον χώρο, τα μέσα αλλά και τα γύρω μου. Θα προτιμούσα εδώ να προσπεράσω το πολύπλοκο αυτό ζήτημα, θα σταθώ όμως για λίγο στο θέμα της χρησιμότητας της θεωρίας της τέχνης. Ας με συγχωρήσουν οι αμέτρητοι ανά την υφήλιο θεωρητικοί που βγάζουν το ψωμί τους διυλίζοντας τον κώνωπα, εγώ πάντως θα συνεχίσω να πιστεύω πως τα χρόνια των σπουδών τους πήγαν χαράμι. Παρ’ εκτός κι αν στην πορεία με πείσει κάποιος πως η άποψή μου είναι λανθασμένη.

Και η άποψή μου, με λίγα λόγια, λέει πως είναι ανώφελο να προσπαθεί κανείς, σπουδάζοντας σε συμβατικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, να προσπαθεί να συλλάβει το καλλιτεχνικό μεγαλείο με τα πενιχρά μέσα της επιστήμης. Διότι τα εργαλεία που η επιστήμη διαθέτει δεν είναι ικανά να εγκλωβίσουν το ταλέντο, ή την έμπνευση, ή το πάθος, την ιδιαιτερότητα, την ένταση, το εύρος, τη φλόγα με μια λέξη, που καίει στα στήθη του δημιουργού. Κάπου έγραψα προσφάτως πως η επιστήμη όσο κι αν μοχθήσει, τέχνη δε θα γίνει ποτέ. Κι αυτό ακριβώς πιστεύω. Πως λοιπόν γίνεται να χωρέσει το μεγάλο μέγεθος μέσα στο μικρό;

Για να συνεχίσω όμως με τη διήγησή μου σχετικά με τη μέρα εκείνης της προβολής, να πω πως το επιφώνημά μου, που αν θυμάμαι καλά είχε ξαφνιάσει κάνα-δυο απ’ την παρέα, δεν ήταν μόνο προϊόν των ιδεών μου. Ήταν επίσης αποτέλεσμα εκείνου του είδους της πολυτέλειας που παρέχει στον άνθρωπο το πέρασμα του χρόνου. Γιατί βέβαια, εγώ ήμουν πολύ μεγαλύτερη από τους συμφοιτητές μου κι αυτό ασυζητητί με έκανε πιο άνετη με τα πράγματα.

Ένα παιδί στα δεκαοκτώ ή στα είκοσί του, συχνά διστάζει να εκφραστεί δημοσίως, αν η θέση του αντιστρατεύεται στην επικρατούσα γνώμη.  Αυτό συμβαίνει κυρίως γιατί όποιος κατ' εξαίρεση εκφέρει  αρνητική άποψη ενώπιον τρίτων, πρέπει να είναι και έτοιμος να παραδεχτεί την τυχόν άγνοιά του για πτυχές του θέματος που θίγει, αν φυσικά τύχει σε συνομιλητές που κατέχουν το θέμα αρκετά καλά. Εγώ πάλι, κάμποσα χρόνια μεγαλύτερη απ’ τους υπόλοιπους στο αμφιθέατρο, ήμουν ήδη μαθημένη σε ήττες διαφόρων ειδών και η προοπτική μίας ακόμα δε με φόβιζε.       

Ο βασικός λόγος όμως που δυσανασχέτησα ακούγοντας ποιανού ταινία επρόκειτο να δούμε, ήταν γιατί η ακινησία των πλάνων του Αγγελόπουλου, που είχε γίνει διάσημος ακριβώς για τις χαρακτηριστικές μακρόσυρτες σκηνές του, ερχόντουσαν σε απόλυτη αντίθεση με τη νευρική μου φύση. Εγώ γεννήθηκα ανυπόμονη και ακόμα και σήμερα, που τα χρόνια με έχουν βελτιώσει κάπως από πλευράς καρτερικότητας, ταλαιπωρούμαι φρικτά όποτε αναγκάζομαι να περιμένω, π.χ. σε ουρές ταμείων, σε μποτιλιαρίσματα κτλ.

Ίσως άρα είναι περιττό να πω πόσο εκνευρίζομαι, όταν υποβάλλομαι σε καθυστερήσεις άνευ λόγου. Αν η αιτία της καθυστέρησης είναι, ας πούμε, ένα τροχαίο, θα ενοχληθώ αλλά τίποτα περισσότερο. Αν όμως η αργοπορία οφείλεται στην αρέσκεια ενός σκηνοθέτη να κινηματογραφεί σαν να φωτογράφιζε... απλώς δε βλέπω την ταινία του. Δεν την διαλέγω καν, ή αν για κάποιο λόγο βρεθώ να την παρακολουθώ, σηκώνομαι και φεύγω. Γιατί άλλο η κινηματογραφική ταινία κι άλλο η έκθεση φωτογραφίας. Κάποιοι αυτά τα δύο τα μπερδεύουν. Καθόλου λίγοι δε, ιδίως στο ευρωπαϊκό σινεμά.       

«Γιατί, καλέ μου κύριε σκηνοθέτη, να μη μου δείξεις ό,τι είναι να μου δείξεις σε πενταπλάσια ταχύτητα; Κερδίζω κάτι που κάθομαι εδώ και παρακολουθώ το φακό να κάνει πλήρεις περιστροφές γύρω απ’ τον εαυτό του; Μήπως κερδίζω κάτι και δεν το αντιλαμβάνομαι; Όχι, αν είναι, σε παρακαλώ πολύ να μου το πεις. Και τέλος πάντων, αν ήθελες να γίνεις φωτογράφος, για δε γινόσουνα; Να ησυχάζαμε όλοι...», αυτά και κάμποσα ακόμα θα μπορούσα να πω αν τύχαινε να συνομιλήσω με τον κύριο Αγγελόπουλο, ή όποιον άλλο σκηνοθέτη της ίδιας φιλοσοφίας. Κι ακριβώς αυτά ήταν που συνοψίστηκαν εκείνο το μεσημέρι σ’ ένα «ωχ!».

Λίγο αργότερα όμως, καθισμένη στις βαθιές πολυθρόνες της σκοτεινής αίθουσας, ομολογώ πως ο Αγγελόπουλος κατάφερε να με συνεπάρει. Η «Αναπαράσταση» αποδείχθηκε πως ήταν από κάθε άποψη μια πολύ καλή ταινία!  Στα εκατόν δέκα λεπτά αυτής της προβολής, παρακολουθήσαμε την ιστορία ενός μετανάστη στη Γερμανία, ο οποίος επέστρεψε στο χωριό του στην Ήπειρο μετά από χρόνια απουσίας. Λίγες μέρες μετά την άφιξή του όμως, η γυναίκα του, με τη βοήθεια του εραστή της, τον σκότωσε και τον έθαψε στον κήπο.

Θα έλεγα πως η «Αναπαράσταση» είναι μια άριστη σπουδή τόσο στον ανθρώπινο ψυχισμό όσο και στις κοινωνικές προσταγές. Σε όποιον λοιπόν δεν είχε τύχει παλαιότερα να τη δει, προτείνω να την αναζητήσει. Όπως μαρτυράει ο τίτλος του φιλμ, η πλοκή καταλήγει στη σύλληψη της συζύγου και στην αναπαράσταση του φόνου. Δεν πειράζει καθόλου όμως αν τα ξέρει αυτά κάποιος πριν δει την ταινία. Γιατί το ζητούμενο για τον σκηνοθέτη σ’ αυτό του το έργο, δεν ήταν να ιντριγκάρει. Αυτό που θέλησε ο Αγγελόπουλος να φτιάξει ήταν ένα ψυχογράφημα που θα προβλημάτιζε βαθιά τον θεατή. Και μπορώ να επιβεβαιώσω πως το πέτυχε με τον καλύτερο τρόπο.

Εγώ δεν ξέρω αν πέτυχα να πω με τον τρόπο μου αντίο στον σκηνοθέτη που χθες έχασε άδικα τη ζωή του, στα εβδομήντα εφτά του χρόνια. Πάντως αυτό είχα κατά νου όταν ξεκίνησα να γράφω.

24.1.12

στιγμές του 2011


μερικά στιγμιότυπα της χρονιάς που πέρασε,
αποτυπωμένα σε φωτογραφίες που δημοσίευσε
το παγκόσμιο ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters



hello, I love you!
Ισραήλ, 20 Ιανουαρίου 2011  
πατέρας αγγίζει τον νεογέννητο γιο του
(φωτο: Carlos Garcia Rawlins)


the time has come!
Αίγυπτος, 28 Ιανουαρίου 2011 
διαδηλωτής στην αιματοβαμμένη πλατεία Ταχρίρ, στο Κάιρο 
(φωτο: Goran Tomasevic)


mourning VS guilt
Ρωσία, 16 Φεβρουαρίου 2011  
η τραγική μητέρα του 20χρονου βομβιστή 
που είκοσι δύο μέρες πριν αυτοκτόνησε 
κατά τη διάρκεια δολοφονικής επίθεσής του 
στο μεγαλύτερο αεροδρόμιο της χώρας, 
καθισμένη στο κρεβάτι του γιου της.
(φωτο: Diana Markosian)


disaster!
Ιαπωνία, 13 Μαρτίου 2011 
νεαρή στην πόλη Νατόρι, θρηνεί 
μετά τον φονικό σεισμό των 9 Ρίχτερ 
και το τσουνάμι που αυτός προκάλεσε. 
(φωτο: Toshiyuki Tsunenari)


female rage
Λιβύη, 19 Μαρτίου 2011 
γυναίκα οπλισμένη με AK-47, 
επαναστατεί ενάντια στον δικτάτορα Καντάφι.
(φωτο: Goran Tomasevic)


I lost my cat!

Πορτογαλία, 11 Απριλίου 2011 
καθημερινή ζωή στη συνοικία Αλφάμα, στη Λισσαβόνα.
(φωτο: Rafael Marchante)


happily ever after…
Αγγλία, 29 Απριλίου 2011  
ο περιβόητος πριγκηπικός γάμος, στο Λονδίνο
(φωτο: Toby Melville)


a good dying

Πακιστάν, 3 Μαΐου 2011 
δημόσια επικήδεια προσευχή στο Καράτσι,
στη μνήμη του αρχηγού της Αλ Κάιντα,
ο οποίος –σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Λευκού Οίκου–
εκτελέστηκε από Αμερικανούς κομάντο.
Οι υποστηρικτές του διάσημου τρομοκράτη
πιστεύουν πως τόσο η δράση
όσο και το μαρτυρικό τέλος του Οσάμα μπιν Λάντεν
  του εξασφάλισαν μια θέση στον παράδεισο.
(φωτο: Athar Hussain)


nobody leaves the party, honey!
Κίνα, 17 Μαΐου 2011 
μια 22χρονη, επειδή εγκαταλείφθηκε 
απ’ τον αρραβωνιαστικό της λίγο πριν το γάμο τους, 
ντύνεται νύφη και αποπειράται να αυτοκτονήσει, 
χωρίς παρ’ όλα αυτά να καταφέρει σπουδαία πράγματα.
(φωτο: China Daily)


“indignants” in love
Ισπανία, 26 Μαΐου 2011  
στη Μαδρίτη, ο έρωτας νικάει την αγανάκτηση
(φωτο: Susana Vera)


U.S. aid
Αφγανιστάν, 12 Ιουνίου 2011  
Αμερικανικοί στρατιώτες ανοίγουν πυρ «βοηθείας»...
(φωτο: Baz Ratner)


hope dies last!
Σομαλία, 21 Ιουλίου 2011 
μια μητέρα ελπίζει ακόμα και την ύστατη στιγμή 
πως θα σωθεί το υποσιτισμένο τρίχρονο αγοράκι της...
(φωτο: Feisal Omar)


fucking hunger!

...ένα ακόμα παιδί πέθανε από πείνα!
 

an eye for an eye…
Σομαλία, 22 Αυγούστου 2011
εκτέλεση πρώην κυβερνητικών στρατιωτών, 
που κρίθηκαν ένοχοι 
για το φόνο ενός άλλου στρατιώτη κι ενός πολίτη.
(φωτο: Omar Faruk)


help-therapy

Βενεζουέλα, 27 Αυγούστου 2011 
36χρονος ναρκομανής ενταγμένος σε πρόγραμμα απεξάρτησης,
μεταφέρει ηλικιωμένο στο κρεβάτι του,
αφού προηγουμένως τον βοήθησε να πλυθεί.
Το Κέντρο “Nosotros Unidos” τα τελευταία 15 χρόνια
έχει στηρίξει περισσότερους από 20.000 ανθρώπους
στο Καράκας, μια χαοτική πόλη,
όπου η βία έχει τον πρώτο λόγο. 
(φωτο: Carlos Garcia Rawlins)


Greece on fire!
Ελλάδα, 16 Σεπτεμβρίου 2011 
55χρονος υπερχρεωμένος Θεσσαλονικιός 
αυτοπυρπολείται έξω από κατάστημα της τράπεζας 
που θα έβγαζε το σπίτι του σε πλειστηριασμό.
(φωτο: Νώντας Στυλιανίδης)


nothing but love
Ισπανία, 5 Οκτωβρίου 2011 
η βαθύπλουτη και διάσημη για την εκκεντρικότητά της, 
85χρονη Δούκισσα της Άλμπα, χορεύει στη Σεβίλλη, 
αμέσως μετά το γάμο της 
με τον 60χρονο αγαπημένο της, Αλφόνσο Ντίεζ.
(φωτο: Javier Diaz)


blessing a soul...

Κίνα, 25 Νοεμβρίου 2011 
βουδιστής μοναχός προσεύχεται για έναν άντρα
που βρέθηκε νεκρός σε σιδηροδρομικό σταθμό στο Σανξί
(φωτο: Asianewsphoto)

21.1.12

first name Robin, last name Reliant


Αν τύχει να το δείτε σήμερα, μάλλον θα μοιάζει με αυτό της φωτογραφίας.
Παρατημένο δηλαδή σε κανέναν αγρό και όχι στην καλύτερη κατάσταση.
Μια εποχή όμως μεσουρανούσε.
Μιλάω βέβαια για το Robin, το αμίμητο τρίκυκλο αυτοκίνητο που άφησε εποχή.

Ζυγός στο ζώδιο, οπότε ισορροπημένο σε όλα του, και φυσικά με εγγλέζικα χούγια, το Robin γεννήθηκε στο εργοστάσιο της βρετανικής Reliant τον Οκτώβριο του 1973, ζυγίζοντας κάτι λιγότερο από τετρακόσια πενήντα κιλά.
Λόγω λοιπόν της ελαφριάς κατασκευής του, στην πατρίδα του το οδηγούσε οποιοσδήποτε κατείχε δίπλωμα μοτοσικλέτας.
Η μηχανή του δε, βρισκόταν στο μπροστινό τμήμα, κάτω απ’ το καπώ, και η κίνησή του ήταν εμπρόσθια.
Το Robin κατασκευάστηκε για να αντικαταστήσει τον προκάτοχό του, το περίφημο Regal, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1953.
Εκτός από την Αγγλία, το Robin κατασκευαζόταν και στην Ινδία, από την Sunrise Autonotive Industries Limited, η οποία όμως εκεί το βάφτισε Badal.
Το 1981 το Robin σταμάτησε να κατασκευάζεται, καθώς η εταιρία λανσάρισε τότε το Rialto, του οποίου η παραγωγή συνεχίστηκε μέχρι και το 1998.
Το 1989 όμως, ένα ανανεωμένο Robin έκανε την εμφάνισή του στην αγορά.
Η τελική αναδιαμόρφωση του μοντέλου έγινε αρκετά χρόνια αργότερα, δηλαδή το 1999, αλλά τρία χρόνια μετά, τα δικαιώματα παραγωγής της Reliant πωλήθηκαν στην B&N Plastics.

Η μοίρα λοιπόν τα' φερε έτσι, που τον Οκτώβριο του 2002, ακριβώς στα εικοστά ένατα γενέθλιά του, το Robin πέρασε στην ιστορία.
Και μπορεί να μην έγινε ποτέ ακριβώς αυτό που ονομάζουμε «θρύλος», μιας και δεν είχε το εκτόπισμα που προϋποθέτει αυτή η λέξη, σίγουρα πάντως υπήρξε ένα αξιολάτρευτα παράξενο μικρό αυτοκίνητο.
Στη θέα του σήμερα, οι νεότεροι μάλλον χαμογελούν και οι παλαιότεροι καθώς χαμογελάμε νοσταλγούμε περασμένες δεκαετίες, τότε που το να δεις δίπλα σου στο δρόμο ένα Robin να τρέχει πάνω στις τρεις του ρόδες σαν αεροπλανάκι, ήταν απόλυτα αναμενόμενο. 

 
Regal 3-30 (1972)

 
Regal supervan

Robin

Rialto


18.1.12

Hanaa Ben Abdessalem


διαθέτει αναλογίες μοντέλου πασαρέλας,
την ακαταμάχητη δροσιά των είκοσι δύο της χρόνων
ένα μαγνητικό βλέμμα, που προδίδει
όχι μόνο την Τυνησιακή καταγωγή της,
αλλά κι ένα πολύστροφο μυαλό
συν ένα συμβόλαιο ως το νέο πρόσωπο της Lancome.
πολύ σύντομα άρα, όλοι θα προφέρουν σωστά το όνομά της!


Hana Ben Abdessalem vs Bumps from Sébastien Bauer on Vimeo.

μήπως σου βρίσκονται τίποτα 3D γυαλιά;



17.1.12

tender love


Καιρό τώρα είχα σταμπάρει μια πιτζάμα σε μια βιτρίνα.
Το κάτω δηλαδή. Με τα πάνω στις πιτζάμες δεν τα πάω καλά, γιατί καθώς στριφογυρνάω στον ύπνο μου, μ’ ενοχλούν τα κουμπιά.
Η συγκεκριμένη όμως πουλιέται πάνω-κάτω ξέχωρα.
Εγγλέζικο το μαγαζί βλέπετε.
Και για να μη δημιουργώ μυστήριο εκεί όπου δε χρειάζεται, να σας πω και ποιο, δεν έχω πρόβλημα.
Marks & Spencer. Μαζό-Σαδό για μένα, Marcus-Sparkus για μια ιντελεκτουέλ συγγένισσά μου (όξω και μακριά!).
Κόκκινη – άσπρη καρώ η πιτζάμα μου λοιπόν... το κάτι άλλο! Ζεσταίνεσαι και μόνο που τη βλέπεις...
Σπάταλη παιδιόθεν εγώ, που και που με πιάνουν οι μιζέριες.
Παιχνιδάκια δηλαδή που παίζω εγώ με μένα.
Κι επειδή για να γίνει παιχνίδι στο δικό μου κεφάλι δεν αρκούν ποτέ δύο, μπαίνει πάντα κι ένας τρίτος.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μπήκε η πιτζάμα.
Η τιμή της βέβαια ήταν ανάξια λόγου, εγώ όμως όταν την πρωτοείδα είπα μέσα μου: «μην τολμήσεις να μπεις να την πάρεις, θα περιμένεις τις εκπτώσεις!».
Άμα το μυαλό ενός ανθρώπου είναι πειραγμένο, γεγονότα του τύπου «έφτασαν οι εκπτώσεις και η πολυπόθητη πιτζάμα όχι μόνο υπάρχει ακόμα, αλλά υπάρχει και στο σωστό νούμερο!» είναι πηγές ανείπωτης ηδονής.
Νοιώθει τότε ο λοξός πως η πιτζάμα αυτή ήταν γραφτό να γίνει δικιά του, πως ολόκληρο το πλανητικό σύστημα συγχρονίστηκε για να ζεσταθεί ο πωπός του απ’ αυτό το χαριτωμένο βαμβακερό παντελονάκι. 
Κι ακόμα παραπάνω, ο ζουρλός έχει την αίσθηση πως έτσι δάμασε τον χρόνο, πως άφησε κάτι να υπάρχει κάπου χωρίς εκείνος να το διεκδικήσει, χωρίς να τρέξει στο κατόπι του, κάτι που όταν τελικά πια γίνεται αβίαστα δικό του, αυτός αισθάνεται προνομιούχος, σαν να του δωρίστηκε ό,τι επιθύμησε, σαν να ευλογήθηκε.
Με μια λέξη, νιώθει ισχυρός. 
Τώρα μεταξύ μας, αν μέχρι εδώ που έχεις διαβάσει αισθάνεσαι μια ελαφρά αδιαθεσία... μήπως καλύτερα να διαβάσεις κάτι άλλο;
Τέλος πάντων, εσύ ξέρεις.
Χτες λοιπόν, πρώτη επίσημη μέρα των εκπτώσεων, εγώ που φυσικά τρωγόμουνα απ’ το Σάββατο, μπήκα στο εν λόγω κατάστημα και βρήκα το αντικείμενο του πόθου μου.
Θα μπορούσα βέβαια να παρατείνω την αναμονή μέχρι τα μισά, ή ακόμα πιο ερεθιστικά μέχρι το τέλος των εκπτώσεων.
Αλλά δεν άντεχα άλλο!
Μόλις την είδα κρεμασμένη διαπίστωσα πως ήταν ακόμα πιο όμορφη απ’ ότι έδειχνε στη βιτρίνα!
Φυσικά, την έβλεπα από κοντά για πρώτη φορά, γιατί ένας από τους κανόνες του παιχνιδιού, ήδη από την εκκίνησή του, ήταν το να τηρηθεί μεταξύ μας απόσταση.
Πέντε-έξι φορές απ’ τη μοιραία εκείνη πρώτη ματιά που της έριξα καθώς περπατούσα στο πεζοδρόμιο, είχα προσπαθήσει να τριπλάρω τον εαυτό μου και να χωθώ σε κάποιο απ’ τα M&S της πόλης.
Μια φορά για να πάρω υποτίθεται ένα δωράκι σε μια φίλη που γιόρταζε, μια άλλη γιατί και καλά χρειαζόμουνα κατεπειγόντως δυο ζευγάρια σοσόνια... τέτοιου είδους κατεργαριές.
Δεν υπέκυψα όμως.
Γιατί; Γιατί για μένα, στον έρωτα η ηδονή που προκαλεί η πολυαναμενόμενη συνάντηση είναι σαφώς υποδεέστερη της ηδονής που εξασφαλίζει η αναμονής της. Και το ζενίθ της απόλαυσης νομίζω πως είναι η παραμονή. Όταν ξέρεις πως την επομένη πια θα συναντήσεις τον έρωτά σου.
Η παραμονή πιστεύω πως είναι πιο ηδονιστική ακόμα κι από εκείνα τα τελευταία λεπτά καθώς βηματίζεις κατά ’κει που πρέπει για να αντικρίσεις αυτό που κάνει την καρδιά σου να χτυπάει γρήγορα.    
Τώρα, όταν με το καλό ο ερωτευμένος έχει πια μπρος του το αντικείμενο του έρωτά του, τι άλλο θέλει παρά να το αγγίξει;
Άσχετα αν για λόγους ευπρέπειας ή για λόγους στρατηγικής έναντι του «θηράματος», αναγκάζεται να περιμένει, καμιά φορά επί μακρόν, ή και δια παντός.
Στην περίπτωση της πιτζάμας πάντως, ευτυχώς δε χρειαζόταν να υποστώ καμία ταλαιπωρία. Την είδα και την άρπαξα, χωρίς καθυστερήσεις.
Και αισθάνθηκα τότε μια αίσθηση συγκινητικά απαλή.
Η πείρα της ηλικίας, μου έχει μάθει πως παρότι αυτή η ποιότητα υφάσματος παραμένει για πάντα απαλή, εκείνη η πρώτη-πρώτη απαλότητα χάνεται μόλις το ρούχο πλυθεί.
Γι’ αυτό και το επόμενο που θέλησα να κάνω ήταν βέβαια να τη μυρίσω.
Αλλά επειδή το να μυρίζει μια μεσήλικη πελάτισσα τα ρούχα σ’ ένα κατάστημα δεν είναι ακριβώς αυτό που λέμε «κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά», κοίταξα πρώτα ένα γύρω. Κανείς! Έφερα κι εγώ το ένα μπατζάκι στη μύτη μου και εισέπνευσα βαθιά το ύφασμα που χάιδευε τώρα τα μάγουλά μου σαν μωρουδίστικο λούτρινο ζωάκι.
Η πιτζάμα μύριζε σαν... κάτι πλαστικές κούκλες που είχα μικρή!
Επιπλέον, κοίταξα το καρτελάκι και, ναι, αυτή που κρατούσα ήταν στο νούμερό μου. Όσο για την τιμή; πενήντα τοις εκατό κάτω από την ήδη προσιτή αρχική της.
Αν δεν είχαν εμφανιστεί δύο κυρίες, την ώρα εκείνη θα είχα κάνει το σταυρό μου για να ευχαριστήσω τον Μεγαλοδύναμο...
Χτες βράδυ λοιπόν, κανονικά θα κοιμόμουν με την καινούργια μου πιτζάμα. Αλλά για διάφορους λόγους κατέληξα στο κρεβάτι κατάκοπη, με τη φόρμα που φορούσα απ’ το απόγευμα. Κι όταν θυμήθηκα το καινούργιο μου απόκτημα είχα πια βολευτεί τόσο καλά στο κρεβάτι μου που δε θα σηκωνόμουν παρά μόνο αν ήταν για να σώσω μια ζωή.
Άλλωστε, η πιτζάμα μου βρισκόταν μέσα στη σακούλα της, δικιά μου, μάλλον για πολύ καιρό ακόμα.
Τι θα πείραζε λοιπόν μια ακόμα καθυστέρηση;
Ίσα-ίσα. Παράτα στην παράτα!
Κι έτσι μόλις πριν λίγο τη φόρεσα για πρώτη φορά.
Υπέροχη! Το πιο μαλακό ρούχο που έχω δοκιμάσει εδώ και πολλά χρόνια. Κι αν δεν κάνω λάθος με αδυνατίζει κιόλας.
Το μόνο πρόβλημα είναι ο γάτος που ενώ πληκτρολογώ θέλει να ανέβει να κουλουριαστεί στα πόδια μου. Για την ακρίβεια, το πρόβλημα είναι τα δικά του πόδια. Καθαρά δεν τα λες, αφού ο κύριος αλωνίζει όλη μέρα σε άλλους μαχαλάδες.
Κι εγώ δε θέλω να μου μαγαρίσει την πιτζάμα μου. 
Δεν είπαμε; Άμα πλυθεί πάει κι η μυρωδιά της κούκλας, πάει και το ονειρεμένο πέλος.
«Έλα, φύγε!», συνέλαβα τον εαυτό μου να του λέω κάμποσες φορές, απ’ την ώρα που την έβαλα.
Διπλό μήνυμα αυτό, ό,τι χειρότερο!
Ευτυχώς δηλαδή που τα ζώα αδιαφορούν πλήρως για τον Λόγο, στον οποίο βλακωδώς εμείς δίνουμε τόση σημασία.  
Άντε, καλή μας νύχτα.



και μετά... ανάβουν δύσκολα!


16.1.12

απ’ το καλό στο καλύτερο!



















Γι ’αυτά τα στιγμιότυπα πεθαίνω! Λάθος. Γι’ αυτά ζω!
Εξηγώ:
Ψοφόκρυο σήμερα!
Κι εγώ είχα τρία αναγκαστικά δρομολόγια.
Τα δύο τα έκανα, ως συνήθως, με το «άλογο».
Ξεπάγιασα όμως, παρά τον εξοπλισμό μου.
Κι έτσι στο τρίτο με «πέταξε» με τ’ αμάξι της, μια φίλη που πέρασε το μεσημέρι για έναν γρήγορο καφέ.
Σκόπευα να γυρίσω με το τραίνο, άλλωστε η διαδρομή ήταν πολύ σύντομη.
Στην επιστροφή όμως το κουράγιο μου εξαντλήθηκε.
Δεν είχα φάει και τίποτα όλη μέρα.
Σήκωσα κι εγώ το χεράκι μου και σταμάτησα ένα διερχόμενο ταξί.
Μπήκα, έκατσα, είπα που και τ’ αμάξι ξεκίνησε.
Ζεστούλα και μια ανεπαίσθητη μυρωδιά καπνού, πολύ ευχάριστη.
«Ανάβω;», είπε ο οδηγός, που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε ακουστεί.
Τον κοίταξα στον καθρέφτη να βρω τη λύση του αινίγματος.
Πιτσιρικάς, μ’ ένα βλέμμα πολύ σχετικό με το δικό μου.
«Ανάβεις και μου δίνεις κι εμένα», απάντησα, βλέποντας το τσιγάρο στα χείλη του.
Πήρα το καμελάκι που μου προσφέρθηκε, άναψα κι εγώ, ευχαρίστησα κι άρχισα να χαζεύω έξω.
Σε αυτοκίνητα δεν μπαίνω συχνά κι όσο να πεις έχει την πλάκα του να κοιτάς απ’ το παράθυρο.
Ιδίως όταν η μουσική που παίζει το ράδιο είναι ενδιαφέρουσα.
Ο οδηγός μου είχε κι αυτός το «θέμα» του, ήταν προφανές.
Τη δεύτερη φορά που τον κοίταξα, όχι απ’ τον καθρέφτη πια, χτυπούσε τα χέρια του πάνω στο τιμόνι, στους ρυθμούς του τραγουδιού, σταθερά σιωπηλός.
Το τέμπο είχε το κατιτίς του κι άρχισα να προσέχω και τους στίχους.
Η άρθρωση του τραγουδιστή ήταν κάπως περίεργη και δεν καταλάβαινα όλα τα λόγια. Όσα έπρεπε όμως τα κατάλαβα.
Το κομμάτι συνεχιζόταν κι ο νέος στο βολάν τώρα χαμογελούσε πια για τα καλά.
Ποιος ξέρει τι σκεφτότανε.
Πολύ γρήγορα έκανα κι εγώ το ίδιο.
Κι έτσι φτάσαμε όμορφα, γκρουβάροντας ο καθένας για τον δικό του λόγο.
Μια χαρά συντονισμένοι, αλλά χωρίς να ενοχλήσει ο ένας τον άλλο.
Έξω απ’ το σπίτι μου, κοίταξα το ταξίμετρο, του ’δωσα ένα χαρτονόμισμα κι αυτός μου επέστρεψε τα ρέστα, χαμογελαστός.
Είχε έρθει η ώρα ν' ακούσω και μια δεύτερη λέξη απ' το στόμα του: «γεια μας!».
Να ’σαι καλά παλικάρι, μου ’φτιαξες το κέφι!

15.1.12

έλα ησυχία, γράφουμε διαγώνισμα!

















ΆΣΚΗΣΗ
πρώτη και μοναδική, άρα και υποχρεωτική

1. ακολούθως σας δίνονται πέντε φωτογραφίες
2. παρατηρήστε τις εκφράσεις στα πρόσωπα
3. σκεφτείτε περί τίνος πρόκειται
4. σκεφτείτε κι άλλο (έχετε χρόνο)
5. διατυπώστε το σχόλιό σας
6. δείτε το βίντεο στο τέλος της εκφώνησης (λύση της άσκησης)
7. αποχωρήστε ησύχως
















































































-----------------------------------------------------------------
ΛΥΣΗ