28.1.13

crème fraîche



Είμαι και κάθομαι προηγουμένως σ’ ένα συμπαθητικό μπιστρουδάκι στο Σύνταγμα και κουνάω το πόδι νευρικά πάνω-κάτω, γιατί η φιλενάδα μου που της είπα στο τηλέφωνο λίγο πιο πριν πως «βιάζομαι σήμερα, έχω δουλειά, δεν είμαι για καφεδάκια!», ακόμα να φανεί...

Ο λόγος που βρέθηκα καθηλωμένη στο ημίφως του συγκεκριμένου μαγαζιού (που όλα του καλά εκτός απ’ αυτή τη διάχυτη χημική μυρωδιά ροδάκινο), ήταν η ικεσία της φίλης, διατυπωμένη ως: «δε γίνεται, πρέπει να σου πω!». «Για γκόμενο πρόκειται;», ρώτησα. «Ε; όχι για γκόμενο!», απάντησε. Και η απάντηση αυτή βεβαίως σήμαινε πως μόνο για κάποιο γκόμενο είχε να μου πει και για τίποτ’ άλλο!

Ήρθε λοιπόν, σωριάστηκε, παρήγγειλε κι άρχισε χωρίς περιστροφές να μου εξηγεί πως ο λεγάμενος, ένας τυχαίος που κάπου τον τσίμπησε κι ούτε μας νοιάζει που, την κάλεσε σπίτι του λέει, να της φτιάξει μακαρόνια. Που σημειωτέον πως τα περιττά κιλά μας οι περισσότερες τα οφείλουμε σε κάτι τέτοια τραπεζώματα. Τώρα, γιατί όλοι οι επίδοξοι επιβήτορες προτείνουν μακαρόνια... μυστήριο!

Και τέλος πάντων, αφού άκουσα με υπομονή τη λεπτομερή περιγραφή της προηγούμενης νύχτας, δηλαδή του τύπου ως σουλούπι και φάτσα, πως ήτανε το διαμέρισμά του, τι έλεγε στη μάνα του που τον πήρε τηλέφωνο και τα λοιπά και τα λοιπά, κάποια ώρα η διήγηση έφτασε στη λέξη-κλειδί:

-         ώπα ώπα… με τι είπε θα τα έκανε τα λιγκουίνι;;;
-         με κρεμ φρες
-         στο είπε αυτό το πράμα;
-         ναι
-         πως το είπε, δηλαδή;
-         είπε «θέλεις να σου μαγειρέψω λιγκουίνι με λαχανικά και κρεμ φρες;»
-         το’ πε έτσι με προφορά;
-         ε ναι
-         κι εσύ πήγες!
-         ε ναι
-         που η συνταγή μέσα κρέας δε θα ’χε, δε σε παραξένεψε…
-         ε τι να κάνουμε, εμένα δε μ’ αρέσουνε οι εκδοροσφαγείς που αρέσουνε εσένα
-         καλό! … πάντως, απ’ τον εκδοροσφαγέα ως την κρεμ φρες… έχει μια απόσταση
-         εγώ θέλω ο άντρας να ’χει φινέτσα
-         σαν τον Καντακουζηνό ένα πράμα;
-         μμμ… από ειρωνεία…
-         καμία ειρωνεία! δε μου λες… να μη ρωτήσω τι έγινε αφού περιδρομιάσατε… περιττό, σωστά;
-         ο άνθρωπος έχει λεπτούς τρόπους, δε θα μου την έπεφτε την πρώτη φορά
-         ο άνθρωπος, αγάπη μου, δε θα σου την έπεφτε ούτε άμα του ’κανες στριπτίζ
-         τι; λες…; ε τότε γιατί με κάλεσε σπίτι του;
-         γιατί είσ’ ηλίθια! να σας πω… δεσποινίς, να σας πληρώσουμε;

η παράδοση ως αρνητικός πολιτιστικός συντελεστής



«Εγκλωβισμένη στην αχρονία της παραδόσεως, η κοινωνία κατανοούσε και κατανοεί τον πολιτισμό σαν διαπίστωση και επιβεβαίωση ταυτότητας, όχι ως μορφή ζωής συνεκτικής και διαδραστικά κοινωνήσιμης. Έτσι, αντί η ταυτότητα να αποτελεί ενέργεια της ζωής, κατέληγε να αναδύεται και να επιβεβαιώνεται εις βάρος της. Αυτό το «βάρος» εμπόδιζε κι εμποδίζει ακόμα τον νεότερο ελληνισμό να κατανοήσει το μέλλον με όρους αναγεννήσεως και προκοπής και να ξεκολλήσει από το τέλμα όπου διαρκώς βυθίζεται. Αυτό τον πιέζει να υπηρετεί με την πράξη του την αέναη ανακύκλυση του ίδιου και να υπάρχει στις διεργασίες της ιστορικότητας σαν αρνητικός συντελεστής, ζητιανεύοντας δανεικά για να επιβιώσει, ενώ όφειλε να ελευθερωθεί από τις αλυσίδες των αγκυλώσεων και να μετάσχει στη δυναμική των αλληλεπιδράσεων που διαμορφώνουν το οικουμενικό γίνγεσθαι».

Ράμφος Στέλιος
ο «άλλος» του καθρέφτη – ψυχογραφία της αγωνίας μας, σ. 56
εκδ. Αρμός, 4η έκδοση, 2012

"με κολακεύει να με πληρώνουν"



Είχα νωρίτερα μια χαζοσυζήτηση με μια φίλη μου στο facebook, για το κατά πόσον η Πάολα, η τραγουδίστρια που γνωρίζει μεγάλη επιτυχία αυτή την εποχή, είναι ή όχι τραβεστί. Κι έτσι έτυχε κι έπεσα πάνω στο βίντεο που ακολουθεί, βίντεο φτιαγμένο από μια άλλη Πάολα, τραβεστί σίγουρα αυτή κι επίσης ακτιβίστρια, που πασχίζει να κάνει τη ζωή των ανθρώπων που εκπροσωπεί, λίγο καλύτερη.

Στο ταινιάκι της Πάολα λοιπόν, κατά κόσμον Παύλου Ρεβενιώτη, παρακολούθησα τη Ραφαέλλα, μια άλλη τραβεστί, να διηγείται τις εμπειρίες της καθημερινότητάς της. Την άκουσα, μέσα σε όλα τα άλλα που είπε, να λέει και πως ποτέ δεν της δόθηκε η ευκαιρία να απασχοληθεί σε μια δουλειά εκτός πορνείας. Πως το μόνο που ξέρει να κάνει είναι να πουλάει το κορμί της. Κοινή, πικρή αλήθεια αυτή για όλες τις τραβεστί στη χώρα μας.

Και παρότι η Ραφαέλλα με ειλικρίνεια εξήγησε πως το πεζοδρόμιο έχει τη δική του γοητεία (μια γοητεία που μόνο όσοι έχουν κάνει πεζοδρόμιο μπορούν να κατανοήσουν), εξομολογήθηκε πως αυτός ο τρόπος ζωής είναι εξαιρετικά ψυχοφθόρος και πως κατατρώγει τα συναισθήματα.  

Πολύ ωραία η δουλειά της Πάολα! Είναι παραπάνω από χρήσιμο να μαθαίνουν οι μέσοι άνθρωποι πως ζουν αυτοί του περιθωρίου. Έτσι η καταλαλιά μετριάζεται κι αφήνει λίγο χώρο στην ανθρωπιά να αναδυθεί. «Είμαστε άνθρωποι», επανέλαβε αρκετές φορές η Ραφαέλλα. Άνθρωποι που ζουν έτσι κι αλλιώς σε απάνθρωπες συνθήκες, να συμπληρώσω, γιατί κάποιος που στην Ελλάδα έχει γεννηθεί διαφορετικός, φαίνεται πως δεν έχει άλλη επιλογή.  

Μακάρι λοιπόν η Πάολα (όχι η σκηνοθέτης του βίντεο, η άλλη, που τραγουδάει στις μεγάλες πίστες) αν πράγματι είναι τραβεστί όπως μοιάζει, να έχει σπάσει την αναπόφευκτη ακολουθία της μοίρας κάθε τραβεστί, να έχει δηλαδή γλιτώσει απ’ την πορνεία. Γιατί, παρότι μια λαϊκή τραγουδίστρια ζει και πάλι μες στη νύχτα, αυτή χαίρεται τον θαυμασμό του κόσμου (που για τις τραβεστί είναι αναγκαίος όσο και τ’ οξυγόνο που αναπνέουν) με ασύγκριτα μεγαλύτερη ασφάλεια, από κάθε άποψη.


27.1.13

tailor made


όχι ότι τις προφυλάσσει ιδιαίτερα απ' το κρύο, 
όπως όμως έλεγε η Μαλβίνα: 
υπάρχουν απλώς πλάσματα που έχουν αγαπηθεί 
και πλάσματα που δεν έχουν αγαπηθεί

πιο gay διαφήμιση... δε γίνεται!



είναι αυτός σε μια καφετέρια
και απολαμβάνει τον καφέ του
μέχρι που δύο τσαπερδόνες πίσω του
αρχίζουν τους γνωστούς, γυναικείους σαχλοσαματάδες

μέσα του ξυπνάει ο παλιός εκείνος θυμός,
το οιδιπόδειο που ποτέ δε λύθηκε
μια καθήλωση, για την οποία ευθύνεται η μητέρα του

και στο πρόσωπο της νεαρής
θέλει -Θεέ μου πόσο το θέλει!-
να ξεσπάσει όλη του την οργή...

να σκοτώσει για να εκδικηθεί, να λησμονήσει επιτέλους
και ταυτόχρονα να ξεπαστρέψει το ανεπιθύμητο, απειλητικό θηλυκό
που μόνο χαριτωμένο δεν του φαίνεται

και τότε ακριβώς, τον κοιτάζει ο άλλος Άνδρας με νόημα
γοητευτικός, έμπειρος, μελαμψός
φυσικά, αυτός έχει τη λύση!
;)


25.1.13

Αθηνά εν Αθήναις

Διπλάρειος σχολή, πλ. Θεάτρου


βοήθεια!


ο υπό κατάρρευση "πύργος Δροσίνη" στο χωριό Γούβες στη Β. Εύβοια

μάθε τέχνη κι άστηνε...

ταπέτο


catena


24.1.13

αυτό ναι, είναι ένα έργο Τέχνης!

φόβος ήτο πανταχόθεν


Εις πάντας τους εχθρούς μου έγινα όνειδος
Και εις τους γείτονάς μου σφόδρα,
Και φόβος εις τους γνωστούς μου.
Οι βλέποντές με έξω έφευγον απ’ εμού.
Ελησμονήθην από της καρδίας ως νεκρός.
Έγινα ως σκεύος συντετριμμένον.
Διότι ήκουσα τον ονειδισμόν πολλών.
Φόβος ήτο πανταχόθεν.
Ότε συνεβουλεύθησαν κατ’ εμού.
Εμηχανεύθησαν να αφαιρέσωσι την ζωήν μου.


(31, 11-14), βιβλίο του Ιώβ – Παλαιά Διαθήκη
Girard Rene,
Η αρχαία οδός των ασεβών, εκδ. Εξάντας – 1991, σ. 18

ok, θα τα κρεμάμε!


απ' όπου κι αν την κοιτάς... είναι το απόλυτο!

απ' τα δαχτυλάκια της...



22.1.13

Salute!

Jack Kerouac

Η φωτογραφία αυτή είναι τραβηγμένη το 1942, στο στρατό. Ο μεγάλος Αμερικανός λογοτέχνης που εξαιτίας της πολύχρονης εξάρτησής του απ' το αλκοόλ, πέθανε το 1969, σε ηλικία μόλις σαράντα επτά ετών εξαιτίας εσωτερικής αιμορραγίας, όσο ζούσε έγραψε και είπε σπουδαία πράγματα. Όπως, για παράδειγμα, την πρόποση που ακολουθεί.

«Ας πιούμε στην υγειά των τρελών, των απροσάρμοστων, των επαναστατών, των ταραχοποιών. Στην υγειά εκείνων που βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά, που δεν τιμούν τους κανόνες, που δε σέβονται την τάξη. Αυτούς, μπορεί να τους επαινέσεις, να διαφωνήσεις μαζί τους, να τους τσιτώσεις, να δυσπιστήσεις, να τους δοξάσεις ή να τους κακολογήσεις. Αλλά δεν μπορείς να τους αγνοήσεις. Γιατί αυτοί αλλάζουν πράγματα. Βρίσκουν, φαντάζονται, βοηθάνε, ερευνούν, φτιάχνουν, εμπνέουν. Σπρώχνουν μπροστά τα πάντα. Ίσως, πρέπει να είναι τρελοί. Πώς αλλιώς κοιτάζουν έναν άδειο καμβά και βλέπουν ένα έργο τέχνης; Ή πως κάθονται στη σιωπή και ακούν το τραγούδι που δεν έχει γραφτεί ακόμα; Εκεί που κάποιοι βλέπουν τρελούς, εμείς βλέπουμε μεγαλοφυΐες. Γιατί οι άνθρωποι που είναι αρκετά τρελοί για να πιστεύουν ό,τι μπορούν ν’ αλλάξουν τον κόσμο, είναι αυτοί που στο τέλος το κάνουν»
Jean-Louis Lebris de Kerouac


αυτή η ανάρτηση οφείλεται 
σε μία όμορφη σχετική δημοσίευση του Νίκου Πανόπουλου
 

17.1.13

no choice!



μούτρο, κολορίστα!



Θέμα ανωριμότητας θα είναι ασφαλώς, που δε μπορώ εύκολα να κρίνω τα έργα οποιουδήποτε ξέχωρα απ’ τη φάτσα του. Αν δηλαδή η φυσιογνωμία του (ή της) δημιουργού δε μου κάνει, δυσκολεύομαι πολύ να δεχτώ τα γεννήματά του. Γι αυτό κι αν τύχει να θαυμάσω δουλειά κάποιου που δεν ξέρω πως είναι το μούτρο του, δεν επιδιώκω εν συνεχεία και να το μάθω, εκτός κι υπάρχει συγκεκριμένος λόγος. 

Κι άμα λέω "το μούτρο", εννοώ προφανώς όχι μόνο τα μούτρο, αλλά την εικόνα γενικώς. Το σουλούπι, την κίνηση, την έκφραση, τη χροιά της φωνής, την εκφορά του Λόγου, τη δομή της σκέψης, το ποιος είναι στ' αλήθεια ο άλλος, την ψυχή του βρε αδερφέ. Δυστυχώς για μένα, αυτό σε μένα ισχύει και αντίστροφα, αλλά προς το παρόν ας αφήσουμε στην άκρη αυτή τη λεπτομέρεια.

Πριν χρόνια θυμάμαι μιλούσα με μια νέα ιστορικό Τέχνης για τον εικονιζόμενο, τον Παναγιώτη Τέτση. Η κοπελιά, γόνος πλούσιας οικογένειας διανοούμενων, έλεγε για τη ζωγραφική του καταξιωμένου εικαστικού, ούτε λίγο ούτε πολύ... τα χειρότερα! Εμένα αντίθετα, οι απόπειρές του μου ήταν πάντα συμπαθείς. 

Κι η σφοδρή κριτική που δέχθηκε τη μέρα εκείνη εν αγνοία του ο Τέτσης, νομίζω πως δεν οφείλεται και τόσο στη βαθιά θεωρητική γνώση της "εχθρού" του, όσο στον δικό της καταναγκασμό από τους γονείς της, να σπουδάσει θεωρία Τέχνης και όχι Τέχνη, όπως η ίδια ήθελε. Για λόγους πρεστίζ φυσικά η εν λόγω γονική επιμονή.

Η τότε έφηβη είναι προφανές πως πληγώθηκε βαθιά απ' την αντιμετώπιση των γονιών της. Τι πιο ακυρωτικό για ένα παιδί από δύο γονείς που το αποτρέπουν επιμόνως απ' αυτό που αγαπά; Τι τρομερό για μια κοπελίτσα να της επαναλαμβάνουν πως θα είναι αδύνατον να αποκτήσει το (πολυπόθητο σ' αυτούς τους κύκλους) κύρος μέσω της Τέχνης και ως εκ τούτου, πως οφείλει προκειμένου να ζήσει μια καθώς πρέπει ζωή, προκειμένου με μια κουβέντα να διατηρήσει τη ματαιοδοξία της οικογένειας στα θεμιτά επίπεδα, να στραφεί στην επιστήμη. 

Και μάλιστα, σε μια απ 'τις πιο άσκοπες μορφές της επιστήμης, στην προσπάθεια της λογικής να επιβληθεί στη μαγεία της δημιουργίας. Η θεωρία της Τέχνης, για μένα -ό,τι κι αν λένε οι σπουδαίοι αυτής της γης- είναι όχι μόνο ανώφελη, αλλά συνήθως και επιζήμια. Φτιάχνει ανθρώπους πικραμένους. Φτιάχνει μήπως κάτι άλλο; Αναρωτιέμαι, ποιος βλάκας είπε πρώτος πως το ζύγι "καλό-κακό" αναλογεί ακόμα και στην Τέχνη...

Η Τέχνη είναι φύσει αναρχική, τους μπάτσους πάσης φύσεως και τους δικαστές, ούτε τους γουστάρει, ούτε και τους ανέχεται. Κι όσο κι αν ένα κοριτσάκι με κλίση στη ζωγραφική, είναι λογικό στα δεκαοκτώ του να αποζητά την "προστασία" ενός έγκυρου σχολείου Τέχνης, οι γονείς που απορρίπτουν την επιλογή αυτή, απλώς εγκληματούν. 

Η άρνησή τους καταπατάει πανταχόθεν την ελευθερία του παιδιού, η απιστία τους ως προς τις ικανότητές του, το τραυματίζει ανεπανόρθωτα κι επιπλέον, το στρέφει συνειδητά προς κάτι ολότελα μάταιο. Αυτή λοιπόν η αναπαραγωγή της ματαιοδοξίας της πατρικής εστίας, κρίνω πως έχει κακουργηματικό χαρακτήρα! Ναι, τόσο άσχημα! Γιατί σκοτώνει μέσα στην εφηβική ψυχή ό,τι πιο όμορφο υπάρχει.

Δεν είμαι υπέρ των σχολείων που διδάσκουν Τέχνη, αν αυτό έχω αφήσει να εννοηθεί. Νεότερη, έχω κάνει βέβαια ένα πέρασμα κι από ένα τέτοιο κολλέγιο, αλλά μεγαλώνοντας κατάλαβα πως δεν υπάρχει λόγος κανείς να φοβάται την Τέχνη και άρα να συναινεί στο να τη μπουντρουμιάζουν μέσα σε ιδρύματα. 

Η Τέχνη δε χαμπαριάζει από τίτλους σπουδών, ακριβά εκπαιδευτήρια κι όλα τα συμπαρομαρτούντα. Ούτε καν στη γνώμη των υπολοίπων δε δίνει σημασία. Είναι τρομερά σνομπ η ίδια, αλλά αν θες να τα πας καλά μαζί της, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να την αρπάξεις απ' τα μαλλιά και να τη σύρεις χάμω. Χωρίς φόβο και με πολύ πάθος! 

Η Τέχνη, λέω εγώ, δεν είναι κυρία. Απλώς πολλοί αρέσκονται να τη συστήνουν ως κυρία. Κι αυτοί, δική τους δε θα την κάνουνε ποτέ. Θα της ανοίγουν τις πόρτες να περνάει μόνο και να τους προσπερνάει. Εγώ τα λέω αυτά. Λέω επίσης πως πρέπει να λερωθείς με την Τέχνη. Να την κυλίσεις στα πιο βρώμικα λημέρια της ψυχής σου. Να κουτρουβαλιαστείτε παρέα και τα νύχια σου να 'ναι μπηγμένα στη σάρκα της. Να ματώσεις απ' το αίμα της. Να σε χάσουν οι πολλοί, γιατί εσύ θα 'σαι για καιρό μόνο μαζί της, στα πιο πηχτά σκοτάδια του εαυτού σου. 

Άρα, αν τα φοβάσαι αυτά τα πράγματα, μάλλον η Τέχνη δεν είναι για σένα. Δεν υπάρχει όμως λόγος να απογοητευτείς. Υπάρχει πάντα το υποκατάστατό της, αυτό που πάν' και το σπουδάζουν άνθρωποι φοβισμένοι και που πολύ το επαινούν τα πλήθη των φοβισμένων γύρω-γύρω. 

Γιατί, αν θες να σου πω όλη την αλήθεια, όπως τη σκέφτομαι... θες να κάνεις Τέχνη; Ε, κάνε Τέχνη! Είναι εσύ κι αυτή. Τώρα αμέσως. Εδώ. Απ' αυτή τη στιγμή. Και θα κοπιάσεις πολύ. Αλλά ούτε σχολεία σου χρειάζονται, ούτε δάσκαλοι, ούτε κανείς. Μέσα σου είναι η Τέχνη. Αυτοί που πάνε να τη βρουν στα εκπαιδευτήρια, δεν ψάχνουνε την Τέχνη, άλλο πράμα ψάχνουν. Άσ’ τους αυτούς.   

Τώρα, τι κάθομαι και γράφω μες στη νύχτα... Βασικά, τα θυμήθηκα αυτά γιατί το Σάββατο το πρωί συναντήθηκα με μια φίλη μου ζωγράφο στην εθνική πινακοθήκη. Πήγαμε μαζί με τον άντρα της, που είναι αρχιτέκτονας, να δώσουμε το βάπτισμα του πυρός στον τεσσάρων μηνών γιο τους. Εγώ πολύ χάρηκα που έτυχα στην περίσταση. Απολαμβάνω αφάνταστα να παρίσταμαι όταν ένας νέος παίρνει το χρίσμα. Κι ετούτος ο ακόμα άγουρος υιός, αντίκρυ στους πίνακες, μας χάρισε πράγματι μοναδικές γκριμάτσες...

Παρότι ο πιτσιρικάς είχε προφανώς την προσοχή και των τριών μας, κάποια ώρα, η συζήτηση επικεντρώθηκε στα εκθέματα. "Ρε 'συ, τι μαλακίες είναι αυτές;", είπα στη φίλη μου, όχι ιδιαίτερα χαμηλόφωνα κι ενώ περίμενα πως όλο και κάποιος θα πετιόταν να με κακοχαρακτηρίσει ή τέλος πάντων να εναντιωθεί στη δήλωσή μου, το μόνο που συνέβη, ήταν ο ευτυχής μπαμπάς να πει με αντίστοιχη απογοήτευση: "και από τον αύξοντα αριθμό κάθε έργου, μπορείς να καταλάβεις πόσα ακόμα έργα έχουν στις αποθήκες...". 

Η λυπηρή αλήθεια είναι πως προχθές ήμασταν μια ευδιάθετη παρέα, όχι άσχετων με την Τέχνη ανθρώπων και δυστυχώς συμφωνήσαμε και οι τρεις πως μέσα στην εθνική μας πινακοθήκη... βλέπαμε αηδίες! Με εξαίρεση βεβαίως μερικούς αξιόλογους πίνακες, για παράδειγμα το ευφάνταστο γυμνό της Χαρίκλειας Χατζησάββα-Φωτίου ή τον αφηρημένα εξπρεσιονιστικό πράσινο καμβά του Θεόδωρου Στάμου, δε χαρήκαμε την έκθεση με τα χαρισμένα στην πινακοθήκη έργα από τους ίδιους τους καλλιτέχνες. 

Ευτυχώς δηλαδή που στην είσοδο στεκόταν πανηγυρικά η τεράστια "λαϊκή αγορά" του Τέτση, με τις φιγούρες σε φυσικό μέγεθος και με 'κείνα τα δικά του, τα επιδέξια χρώματα που πιο κατάλληλα δε θα μπορούσαν να 'ναι. Ο Τέτσης είναι μάστορας του χρώματος! 

Κοιτάς το τελάρο που 'χει ζωγραφίσει αυτός και νιώθεις στον ουρανίσκο ξινίλα από ροδάκινο. Τη βλέπεις ολοζώντανη, εκεί δα μπροστά σου τη λαϊκή με τις αδρές γραμμές, και με τα μοναδικά χρώματά της ο νου σου πλημμυρίζει από εικόνες. Δεν είσαι πια στην πινακοθήκη, είσαι έξω στην πόλη και δεν κάνει κρύο γιατί είναι καλοκαίρι και κοιτάς τα τελάρα αυτά και νιώθεις πράγματα που τέλος πάντων δεν μπορούν να ειπωθούν. 

Τα χρώματα του Τέτση εμάς μας ταξίδεψαν και τους τέσσερις. Ποιος νοιάζεται άρα, άμα είναι εμπορικός ή τι άλλο βγαίνουν οι και καλά ψαγμένοι και λένε για τον δάσκαλο; Επίσης, προχθές γυρνώντας απ' την πινακοθήκη, σκεφτόμουν και νομίζω πως βρήκα επιτέλους τη ρίζα της αντιπάθειας εκείνης της θεωρητικού για τη δουλειά του Τέτση. 

Το έργο του είναι αυτό που οι Άγγλοι λένε "neat", δηλαδή συμμαζεμένο, συγυρισμένο, κόσμιο, ή αλλιώς "καθώς πρέπει". Εκφράζει δηλαδή τη στάση ζωής των γονιών της, τις δικές τους ιδέες, οι οποίες της στέρησαν τον έρωτα της, την Τέχνη και την καταδίκασαν σ' ένα συμφέρον προξενιό με την επιστήμη. Με τον εαυτό της ήταν αυτή η νέα γυναίκα θυμωμένη, όχι με τα πινέλα του ζωγράφου. Για τα πινέλα που ποτέ δεν έπιασε η ίδια είχε οργή. Για την επανάσταση που δεν έκανε όταν έπρεπε. 

Πλέον, είναι παντρεμένη με παιδιά. Παρ' όλα αυτά, εύχομαι μια μέρα να κάνει την επανάστασή της. Αναδρομικά. Γιατί, αλίμονο στην ψυχή που εγκαταλείπει κάποτε το σώμα, με το παράπονο πως δεν έκανε ποτέ αυτό που πάντα ήθελε.   

go ahead and cry


10.1.13

πολύ καλό! :-)))

του Ηλία Μακρή

για κάτσε καλά!


εκεί έξω έχει μείον!


στην Αθήνα, αν τύχει άνθρωπος στο δρόμο μας 
που κινδυνεύει απ' την παγωνιά
μπορούμε να καλέσουμε το τετραψήφιο 1960
και το Κέντρο Στέγασης Αστέγων θα σπεύσει 
ώστε να δώσει μια προσωρινή τουλάχιστον λύση

τόνοι τύχης περνούν απαρατήρητοι!



Σ' αυτή τη φωτογραφία απεικονίζεται η σύνοψη του βασανιστηρίου στο οποίο υπέβαλλα πριν λίγα χρόνια έναν αθώο χρωματοπώλη. Ουσιαστικά, ήθελα ένα πλαστικό χρώμα, να βάψω ένα δωμάτιο. Και θυμάμαι σαν τώρα πως τον είχα τρελάνει τον ανυποψίαστο έμπορο! Καλά, έχω τρελάνει πολύ κόσμο εγώ, δε μου βρίσκονται όμως όλα τα τεκμήρια. Φαντάζομαι όσα μου λείπουν τα κρατάει στο συρτάρι του ο Άγιος Πέτρος, σε περίπτωση που φθάνοντας ζητήσω τραπέζι στον κήπο.

Εκείνο το απόγευμα, περίπου τέτοια εποχή, ζήτησα στο «θύμα» μια απόχρωση απαστράπτοντος καθηλωτικού βυζαντινού χρυσού κι αυτός έκανε, όπως φαίνεται, μερικές απόπειρες στον μίκτη, για να με ευχαριστήσει, χωρίς παρ’ όλα αυτά να τα καταφέρει. Μετά άλλαξα ξαφνικά τροπάριο. Το θυμάμαι πολύ καθαρά. 

Πλέον ήθελα να μου βγάλει ένα νωπό αλλά ματ νωπό κρεατί, αυτό του καυκάσιου δέρματος στις αρχές του καλοκαιριού. Στο τέλος βέβαια πήρα κάτι σε κρεατί, αφού όμως το δεύτερο κουβαδάκι μπογιάς (το άλλο, της αγιογραφίας, δε θυμάμαι τι απέγινε) μπήκε και βγήκε στον αναδευτήρα εφτά φορές, πότε με μερικές σταγόνες παραπάνω μαύρο, πότε με λίγο ακόμα ώχρα...

Και να πω την αλήθεια, ούτε μετά απ’ όλη αυτή τη σχολαστική επιδίωξη της ιδανικής απόχρωσης χάρηκα το αποτέλεσμα, όταν μετά απλώθηκε στον τοίχο. Το γιατί δεν το χάρηκα, άργησα κάμποσο να το μάθω. Το έμαθα βέβαια, αφού όμως πρόλαβα προηγουμένως και μελέτησα το χρώμα, στα όρια της εμμονής. Εκτός απ’ τη μελέτη της θεωρίας με την οποία είχα καταπιαστεί, κι η θεωρία του χρώματος (επειδή αυτό συνδέεται άρρηκτα με το φως) δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση, την περίοδο εκείνη έκανα και τις πιο απίθανες πρακτικές εφαρμογές.

Θέλω να πω πως με τον χρωματοπώλη δεν είχα τίποτα προηγούμενα, δεν ήθελα δηλαδή να εκδικηθώ τον άγνωστο άνθρωπο για κάτι. Θέμα κακής δικής του τύχης ήταν, που βρέθηκε στο διάβα μου την εποχή των μεγάλων μου χρωματικών αναζητήσεων. Εκείνο το φεγγάρι, μέχρι που στην τουαλέτα, αντί για περιοδικό, εγώ έπαιρνα μαζί μου παλέτες παντόν, οδηγούς τετραχρωμίας και δειγματολόγια από εταιρίες δομικών χρωμάτων. 

Έχω λοιπόν φάει ο Θεός ξέρει πόσες ώρες με τα χρώματα, χώρια οι περιγραφές που έχω επινοήσει για κάθε απόχρωση. Δηλαδή τα «μπορντωκοκκινοκερασοκεραμυδί» της κυρίας Μοιραράκη, ωχριούν μπροστά στις δικές μου εμπνεύσεις. Εγώ δεν έφτιαχνα, όπως εκείνη, γλωσσοδέτες, τα επίθετα που κοτσάριζα σε κάθε τόνο χρώματος όμως, ήταν κάτσε καλά!

Χρόνια μετά, δεν ασχολούμαι άλλο με το θέμα. Αισθάνομαι πως το έχω εξαντλήσει. Όχι επειδή έγινα αυτό που τότε σκόπευα, γκουρού του χρώματος, ούτε όπως μου συμβαίνει με πλήθος άλλων καταστάσεων, επειδή δηλαδή το κατέκτησα το χρώμα κι έχασα έπειτα κάθε ενδιαφέρον γι αυτό. Πάντως σήμερα, αν τύχει να μιλήσω για χρώμα, μιλάω απλά, σαν οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος. 

Τις προάλλες ζήτησε τη γνώμη μου ένας γνωστός μου, που ήθελε να βάψει το γραφείο του. Στη συζήτηση ήταν παρόντες και τέσσερις-πέντε από τους βασικούς συνεργάτες του. Του πρότεινα λοιπόν για έναν κεντρικό τοίχο, ως κοντράστ στον κατά τα άλλα λευκό χώρο, ένα σκούρο πλην θερμό γκρι, χρώμα που προσωπικά με ηρεμεί και με εμπνέει. Οι κυρίες του team όμως έφριξαν! Μία μάλιστα αντιπρότεινε ένα χτυπητό μπλε. Ένας άλλος ζήτησε απαλή ώχρα. Εγώ δεν επέμεινα σε κάτι. Ήμουν σύμφωνη με κάθε άποψη.

Κι ο γνωστός μου διαμαρτυρήθηκε πως δεν έπαιρνα θέση. Όχι πως βαριόμουν ν’ ασχοληθώ. Αλλά δε θα ’ταν ανόητο να προσπαθήσω να πείσω πως το γκρι που εμένα με ξεκουράζει, είναι άλλο απ’ «το γκρι της φυλακής», που έλεγαν τα κορίτσια; Έτσι, το μόνο που είπα κάποια ώρα χαμογελώντας ήταν: «Παιδιά, δε μου πέφτει λόγος, εσείς θα δουλεύετε εδώ μέσα. Σ’ εσάς πρέπει ν’ αρέσει. Κι έπειτα, χίλιους να ρωτήσουμε, χίλια θα μας πουν».

Προ ολίγου τα θυμήθηκα όλα αυτά, βλέποντας τυχαία το βίντεο που ακολουθεί. Ο άντρας που μιλάει σ’ αυτό, εξηγεί πως δεν ξέρει απολύτως τίποτα για τα χρώματα. Γεννήθηκε τυφλός κι όπως λέει, ένα ολόκληρο κομμάτι στο λεξιλόγιο της γλώσσας, δε σημαίνει απολύτως τίποτα για ’κείνον. Περιγράφει λοιπόν τα διάφορα χρώματα, βάσει των νοηματικών συνδέσεων που κάνει γι αυτά, χωρίς καθόλου συναίσθημα, εφόσον στο μυαλό του η αίσθηση του χρώματος είναι απλώς ανύπαρκτη.

Και ομολογώ πως ακούγοντάς τον να δηλώνει πλήρη άγνοια για κάτι με το οποίο εγώ για τόσο καιρό ασχολήθηκα εντατικά, ένιωσα για πρώτη φορά ολότελα χαζή που ’ψαχνα παλαιότερα ψύλλους στ’ άχυρα. Γιατί κάπως έτσι έχουν τα πράγματα με το χρώμα. Όσο επίμονα κι αν το κυνηγάς, αυτό παραμένει άπιαστο. Όσο κι αν θες να του επιβληθείς, αυτό δεν υποτάσσεται. Στην πραγματικότητα όμως, γι αυτό και κυνηγούσα τότε το χρώμα.

Κάθε απόχρωση δεν ήταν παρά μια αφορμή μόνο και τίποτα περισσότερο, ένα κράτημα απ’ το αδύνατο, μια χίμαιρα σωτηρίας. Πιο απλά, για την εποχή εκείνη, το χρώμα ήταν μια ασφαλής για μένα λύση στο πάγιο εσωτερικό μου πρόβλημα, που απαράλλακτο μέχρι και σήμερα, εξακολουθεί να αναζητά εξίσου «πειραγμένες» όψεις της αλήθειας.

Καλά, ανεξάρτητα από το προσωπικό δράμα που οι περισσότεροι κουβαλάμε εντός μας και το οποίο καθορίζει τα μοτίβα της συμπεριφοράς μας μέχρι να κλείσουμε τα μάτια μας, είναι γεγονός πως για να αφήσεις πίσω σου ένα γνωστικό αντικείμενο πρέπει πρώτα να διεισδύσεις σ’ αυτό, άρα δεν υπάρχει και τίποτα το τόσο πια αλλόκοτο ή μάταιο σε όσα εγώ έκανα τότε με τα χρώματα.

Επίσης μια άλλη σκέψη πέρασε απ’ το μυαλό μου, βλέποντας τον Tommy να μιλά, ευτυχώς όμως πέρασε γρήγορα. Βασικά, με «έφτιαξε» η παντελής έλλειψη συναισθήματος γι αυτό που εμένα ανέκαθεν μου προκαλούσε συγκίνηση. Και η σκέψη-βολίδα ήταν η εξής: «καλά, άμα φίλε μου σου μιλήσω εγώ για τα χρώματα, δεν παίζει, μετά θα μιλάς για χρώμα και τα ματάκια σου που δε βλέπουν, θα βουρκώνουν...».

Δηλαδή, τυχερός ο Tommy που μένει σ’ άλλη ήπειρο. Πολύ τυχερός. Γιατί, για όποιον δεν το έχει ήδη αντιληφθεί από ’δω μέσα, εγώ αν κάτι απολαμβάνω πάνω σε τούτη τη μίζερη μπάλα, αυτό είναι τα σενάρια του τύπου «να κάνω τον τυφλό να δει!». 


8.1.13

τον θέλω!!!

 
τον βρήκα αυτόν εδώ πέρα στο δίχτυ 
κι ένας έγραφε "this would certainly make your granny happy!"
αλλά εγώ δε μασάω από τέτοια... τον θέλω!!!
άμα τον πάρει πουθενά το μάτι σας να πωλείται
ενημερώστε με ρε παιδιά
διότι μιλάμε για κεραυνοβόλο έρωτα! 
φχαριστώ. κι εσείς ό,τι επιθυμείτε...

ok, that's art!


τοιχογραφία του Γερμανού MTO 
σε εγκαταλελειμμένο σπίτι 
στη γαλλική πόλη Ρεν

Ev, is that you?


6.1.13

!!!


yes THAT Mike Patton!


μικρό ήταν κουκλάκι!
και τώρα όμως που πάτησε τα σαράντα τέσσερα, 
εξακολουθεί εξ' όψεως να είναι υποφερτός.
κι άμα τον δεις να τραγουδάει, προς στιγμήν παρασύρεσαι και λες
"παιδιά, για λίγο μια καρεκλίτσα να κάτσει κι ο Μάικ μαζί μας στο γκρουπ..."
αλλά μπα, είναι γιαλαντζί! πως είναι ο Τζιμ Κάρεϊ; 
που υποδύεται τον μανιακό, 
ενώ στην πραγματικότητα είναι στη μαύρη κατάθλιψη; 
ε, ένα τέτοιο είναι και τούτος 'δω. 
δηλαδή περφόρμανς κάνει ο άνθρωπος και κατά τα άλλα
-στο όσο μπορώ να ψυχολογήσω κάποιον που μιλάει πίσω απ' το γυαλί-
θα έλεγα πως είναι ένα ξενέρωτο Αμερικανάκι και τίποτα περισσότερο
μάλιστα έχω την αίσθηση πως πρέπει να είναι βαρετός τύπος 
κι επιπλέον μίζερος, φορτωμένος κάμποσα κομπλεξάκια.

η μουσική του επίσης δε με συγκινεί, 
βρίσκω αυτό που κάνει κλασική περίπτωση "πολύ κακό για το τίποτα!"
τον προσκυνούν σ' όλη τη γη βέβαια, 
αλλά προσκυνούν και τη λαίδη Γκαγκά, οπότε δεν έχει να λέει...

κρατώ άρα μόνο τη φάτσα, που ναι, είναι υποσχόμενη. 
τώρα, άμα κανενός εδώ μέσα του αρέσει ως καλλιτέχνης
και τον στεναχώρησαν αυτά που έγραψα
ε οκ, κατανόηση! 
έχω και μια ηλικία, δε μπορώ ν' ακούω βαβούρα πλέον
μα το 'πα, δεν το 'πα; στο ράδιο εγώ ακούω το τρίτο πρόγραμμα. 
άμα δεις δηλαδή δυο-τρεις αναρτήσεις πιο πίσω, κάπου το λέω.
ελπίζω. αλλιώς σημαίνει πως έχω αρχίσει και ξεχνάω κιόλας. 

μείνε ήσυχος, Τάκη… φερμουάρ!























μην πεις ποτέ σου...

 
μην πεις ποτέ σου δεν είν’ όμορφη η ζωή.
όταν θα δεις το φως να χαμηλώνει,
όταν τα φύλλα ξερά θα πέφτουνε στα πόδια σου
κι όλα τα σήμαντρα θα χαιρετούν τους ίσκιους,
μην πεις δεν είναι όμορφη η ζωή.
 

ο λόφος θα ντυθεί με των ματιών σου την αχλή,
τα χέρια θ' αγκαλιάσουνε την επιτύμβια στήλη
και της φωνής σου το πουλί θα μείνει πάντα σταυρωμένο.
όμως μην πεις δεν είναι όμορφη η ζωή.

της μέρας οι ήχοι δε θα φτάνουν ως τα χείλη σου τα ωχρά,
ούτε οι ανοίξεις πια θα τραγουδούν κάτω απ’ τα βλέφαρά σου,
μόνο ένα σύννεφο καμιά φορά θα σε δροσίζει την αυγή
κι ένα λουλούδι θα πενθεί μετέωρο τη σιωπή σου.

χρόνια και χρόνια θα περάσουνε, μα εσύ να μη ζητήσεις
το χρώμα σου να ξαναδείς μες στων αγγέλων το σκιόφως.
μη λησμονήσεις τ' άσπρα τριαντάφυλλα,
μην αμελήσεις τ' ουρανού τη γύρη,
μην πεις δεν είναι όμορφη η ζωή.

την ακατάλυτη μοίρα της πέτρας μη φθονήσεις,
τ΄ άσπιλα μάρμαρα, την παγωμένη στάλα,
την άφθιτη, που κρέμεται απ' το δέντρο του καιρού,
ούτε ένα όνομα γυμνό και πικραμένο σαν τον ύπνο σου.

μόνο κατέβα πιο βαθειά, πολύ βαθειά, μέσα στην κοίτη
της γης, όπου ξαπλώνουν τις ρίζες τους τα κυπαρίσσια,
ώσπου η βραδυά να γείρει ατάραχη να εμπιστευθεί
το πιο απόκρυφο άστρο της, μες στην υγρή σου κρύπτη.

κι ύστερα σχίσε της αράχνης τον πλοκό που σε τυλίγει,
ανασηκώσου με τα οστά γεμάτα μουσική,
κι αν είν' ο ίσκιος σου τόσο πλατύς, τους δυο μας να σκεπάσει,
μα πρόσεξε μη γελαστείς, μη λησμονήσεις,
μην πεις ποτέ σου δεν είν' όμορφη η ζωή.


Τάκης Βαρβιτσιώτης (συλλογή «γέννηση των πηγών», 1959)