1.1.14

ντάξει, αλλού δακρύζουν οι εικόνες...


Το θαύμα της φωτογραφίας είναι της μανούλας μου. Η οποία το ’χει έθιμο, κάθε πρωτοχρονιά να κανονίζει μια πολύ θεαματική έκπληξη, για να μπαίνει η χρονιά δυναμικά, να μη βαριόμαστε. Πέρσι, ας πούμε, τέτοια μέρα, τρέχαμε στα νοσοκομεία. Έπεσε μεσημεριάτικα απ' την κουνιστή πολυθρόνα της ενώ καθόταν κι έβλεπε τηλεόραση (πως; έλα ντε!) κι είχαμε μια πανέμορφη εμπειρία.

Δηλαδή, ενώ εγώ μιλούσα στο κινητό, κανονίζοντας τα διαδικαστικά με τον ορθοπεδικό μας που βρισκόταν ήδη καθ’ οδόν για να την εγχειρίσει, ο ακτινολόγος με διέκοψε για να μου πει: «κακώς τον σηκώσατε τον γιατρό απ' το τραπέζι, το ισχίο της μητέρας σας δεν είναι σπασμένο». Εγώ σάστισα. «Μα πως δεν είναι σπασμένο; Εδώ ούρλιαζε απ' τους πόνους κι ήρθαμε με ασθενοφόρο, ήταν αδύνατον να μπει σε αυτοκίνητο». «Ναι κυρία μου, λόγω της πτώσης έγιναν αυτά, ανάπαυση χρειάζεται και θα συνέλθει».

Αυτά πέρσι. Πρόπερσι άλλα και παραπρόπερσι, πάλι άλλα. Φέτος λοιπόν κύλησε η μέρα ήσυχα και θεώρησα πως είχα γλιτώσει. Το απόγευμα με βρήκε να χουχουλιάζω στο κρεβάτι μου κι αισθανόμουν σχεδόν ευτυχής. Άκουγα μια ωραία μουσική από μέσα, η κοιλίτσα μου ήταν γεμάτη φαγάκι, είχα μόλις διαβάσει κάτι πολύ ωραίο, η ψυχή μου ήταν γαλήνια και κυρίως, ο γάτος αλήτευε κι έτσι μπορούσα να αποκοιμηθώ χωρίς τον φόβο πως αν γυρνούσα πλευρό θα τον κλώτσαγα.

Γλάρωσα λοιπόν και θα κοιμόμουν έναν πολύ ήρεμο ύπνο, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η κοπέλα που βοηθάει τη μάνα μου. «Μπο… μπορείς να έρθεις;», ρώτησε.  «Μπορώ», απάντησα κι έκλεισα το τηλέφωνο, συνεχίζοντας τη σκέψη μου «που να μη μπορούσα!». Διότι αυτά τα απρόοπτα καλέσματα, με τη γνωστή παγωμένη φωνή, μπορεί να σημαίνουν οτιδήποτε. Απ’ το ότι έχει φθάσει στο σπίτι της μαμάς μία επιστολή για μένα, μέχρι το ότι κατεδαφίστηκε το σπίτι της.

Οπότε, έκατσα αναγκαστικά για ένα λεπτό στο κρεβάτι μου, να βάλω κάλτσες κι ύστερα σήκωσα τα μάτια στο ταβάνι. «Λυπήσου με!», Τον παρακάλεσα. Μετά εκσφενδονίστηκα. Ανοίγοντας την πόρτα τις βρήκα και τις δύο όρθιες, πράγμα λίαν καθησυχαστικό. Κι αφού το σπίτι επίσης έστεκε, τα υπόλοιπα όλα ήταν αντιμετωπίσιμα. «Τι έγινε, κορίτσια; Τι νέα;», ρώτησα στο γνωστό τόνο. «Η… η λάμπα… ανατινάχτηκε!», ήταν η απάντηση.

«Ανατινάχτηκε, ε;», είπα εγώ, προσπαθώντας να μην ξεκαρδιστώ γιατί η έκφραση και των δύο ήταν πολύ αστεία. «Ποια απ’ όλες;», ρώτησα, κοιτώντας το πολύφωτο. «Όχι αυτές, η λάμπα νυκτός ανατινάχτηκε!», με κατατόπισαν. «Ναι, δεν ανατινάχτηκε, εννοείς πως βραχυκύκλωσε», παρατήρησα, γιατί εμένα μ’ αρέσει να λέμε τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη. «Ανατινάχτηκε!», απάντησαν κι οι δυο μαζί, με μια φωνή.

Λέω μέσα μου «καλά, άκρη μ’ αυτές έτσι κι αλλιώς δε βγαίνει» και μπαίνοντας στην κρεβατοκάμαρα της μάνας μου, πρόσθεσα: «αν είχε ανατιναχθεί, κορίτσια…». Δεν ολοκλήρωσα όμως, γιατί αντίκρισα το αξιοπερίεργο της ανωτέρω φωτογραφίας. Να εξηγήσω εδώ, πως αυτό το φωτιστικό είναι φτιαγμένο από ορυκτό αλάτι. Κι όταν το αγόρασα, ήταν μία σφαίρα διαμέτρου περίπου δεκαεπτά εκατοστών, θαμπή και τελείως λεία. Δεν είναι κάτι τόσο σπάνιο, οι περισσότεροι φαντάζομαι θα έχετε δει κάτι παρόμοιο στην αγορά.

Τη συγκεκριμένη την είχα φέρει στη μάνα μου πριν επτά-οκτώ χρόνια κι ο λόγος που τη διάλεξα ήταν γιατί το ορυκτό αλάτι θεωρείται, ιδίως όταν θερμαίνεται ελαφρά, πως αποβάλλει στην ατμόσφαιρα αρνητικά ιόντα, τα οποία εξισορροπούν εν μέρει το πλεόνασμα θετικών ιόντων που αναπόφευκτα περιέχει κάθε αστικό περιβάλλον και τα οποία ενοχοποιούνται για πολλά και διάφορα δυσάρεστα.

Δηλαδή, της το πήρα αυτό το βαρύ κατασκεύασμα, σκεπτόμενη πως ακόμα κι αν δεν τη βοηθούσε με κανέναν άλλο τρόπο, τουλάχιστον θα απολάμβανε τον απαλό ροζ φωτισμό του. Και βέβαια, δεν επιχείρησα να εξηγήσω στη μαμά μου πως είχε μόλις αποκτήσει έναν φυσικό παραγωγό αρνητικών ιόντων. Της είπα απλώς «με γεια!». Κι όταν με ρώτησε «α, τι είναι αυτό;», απάντησα πολύ ειλικρινά: «είναι μια πολύ όμορφη λάμπα νυκτός αλλά κι όλη μέρα να την έχεις αναμμένη, ακόμα καλύτερα!».

Η μαμά μου είναι πολύ έξυπνη. Το λέω γιατί είναι ο μόνος άνθρωπος στον πλανήτη που μου έχει τυφλή εμπιστοσύνη. Ξέρει πως αν της πω να κάνει κάτι, αυτό είναι σίγουρα για το καλό της, οπότε τα τελευταία χρόνια ειδικά, η ζωή μας έχει ως εξής: Εγώ λέω κι αυτή κάνει, χωρίς πολλές ερωτήσεις. Έκτοτε λοιπόν, η «λάμπα νυκτός» βρίσκεται στο κομοδίνο της κι ανάβει αυστηρά κάθε που δύει ο ήλιος, μέχρι το άλλο πρωί. Συχνά ανάβει και πολύ νωρίτερα ή και συνεχόμενα απ’ το προηγούμενο βράδυ.

Αυτά μέχρι που σήμερα ανατινάχτηκε. Από την κατάσταση του ντουί, συμπεραίνει κανείς πως λίγο έλειψε να πάρει το σπίτι της μάνας μου φωτιά. Παράξενο βέβαια, γιατί η λαμπίτσα που εγώ με τα χέρια μου είχα αλλάξει πριν το πολύ δυο μήνες ήταν έντασης δέκα πέντε βατ, ενώ αυτό το φωτιστικό γράφει πως μπορεί να δεχθεί λάμπα έως είκοσι πέντε βατ. Τέλος πάντων όμως, αυτά συμβαίνουν.

Άλλο είναι το περίεργο. Βλέποντας νωρίτερα το φωτιστικό, αναφώνησα «Μέγας είσαι Κύριε!» κι έκανα τον σταυρό μου. Η λεία θαμπή σφαίρα είχε εξαφανιστεί. Στη θέση της υπήρχε ένα αντικείμενο με μαστοειδές σχήμα, με μια παράξενη γυαλάδα και με αμέτρητες προεξοχές.  Και το πιο τρελό είναι πως εσωτερικά, η σφαίρα εξακολουθεί να είναι λεία και διατηρεί το αρχικό της σχήμα! Δεν έχω εξήγηση για το συμβάν.

Εννοείται πως έμεινα μπροστά απ’ το αλλόκοτο αυτό πράγμα δυο τρία λεπτά σαν τον μαρμαρωμένο βασιλιά. Μετά βγήκα απ’ την κάμαρα της μητέρας, με το μεταμορφωμένο φωτιστικό ανά χείρας. Οι δύο κυρίες με περίμεναν όπως περιμένουν οι συγγενείς τον μαιευτήρα έξω απ' την αίθουσα τοκετού, να ανακοινώσει το φύλο του νεογέννητου. Διότι, θεωρούν και οι δύο πως εγώ πρέπει να έχω απάντηση για τα πάντα.

Προ ημερών, με φώναξαν πάλι να μου δείξουν πως η μπανιέρα βγάζει νερά απ’ το πλάι. «Τι εννοείτε, ρε κορίτσια, απ’ το πλάι;», αγανάκτησα εγώ. Μπαίνοντας όμως στο μπάνιο, διαπίστωσα έκπληκτη πως πράγματι απ’ το πλάι έβγαιναν νερά. Η μάνα μου στεκόταν πίσω μου, όσο εγώ έκανα τον εμπειρογνώμονα. «Τι έχει;», με ρώτησε. «Που θες να ξέρω ρε μάνα τι έχει, υδραυλικός είμαι;», απάντησα. «Ε, πως δεν ξέρεις;», ήταν η επόμενη ερώτησή της, ερώτηση βέβαια η οποία απάντηση δεν επιδέχεται.

Οπότε, απόψε πήρα την λάμπα και το μόνο που είπα, πριν ρωτήσουν, ήταν: «Έρχομαι!». Μετά πήγα σπίτι μου, άφησα αυτό το μαραφέτι, πήρα μία ευμεγέθη σφαίρα ροζ χαλαζία και επέστρεψα στο υπνοδωμάτιο της μάνας μου. Τοποθέτησα τον χαλαζία στη θέση που ήταν προηγουμένως το αλάτι και πήγα να βγω. «Τι είναι αυτό;», ρώτησε η μαμά με ενδιαφέρον. «Ωραίο δεν είναι;», απέφυγα την απάντηση.

«Αυτό δε φέγγει!», παρατήρησε εκείνη. «Ε, όχι… αυτό δε φέγγει», παραδέχθηκα. «Ε και γιατί το ’φερες;», απόρησε. «Το ’φερα… το ’φερα προσωρινά, για να μην είναι άδειο το κομοδίνο», δικαιολόγησα την ύπαρξη του νέου σφαιρικού αντικειμένου. «Α καλά», είπε η μαμά. Μετά πήγα στην κουζίνα της και τσίμπησα κάτι. Επιστρέφοντας, τη βρήκα καθισμένη στο κρεβάτι της και τον χαλαζία στο άλλο κομοδίνο, αυτό που είναι στην πλευρά της.

Η μαμά μου το πασπάτευε, για να του βρει την καταλληλότερη θέση.  «Γιατί το έφερες εδώ;», ήταν σειρά μου να απορήσω. «Ε για να το έχω πιο κοντά, να το βλέπω», είπε χαμογελαστά. Κι εγώ απάντησα εξίσου χαμογελαστά: «Ναι, αλλά μην το πιάνεις τώρα συνέχεια αυτό, γιατί άμα πέσει και σπάσει… μετά θα ανατιναχθώ εγώ!».