4.12.13

περί ρυπαρογραφικής ηδονής


«Παίδες και νέοι ρέποντες προς το αλλόκοτον και την περιπέτειαν εξωθούνται προς πράξεις αναλόγους, μάλιστα διότι η ενδοξοποίησις του εγκλήματος και του εγκληματίου διεγείρει την κουφόνοιαν και ματαιοδοξίαν των επιπολαιοτέρων και μάλιστα των ευχερέστερον υφισταμένων την υποβολήν»

«Η σπείρα του νεαρού Ανδρέου και της Κούλας Χριστοφιλέα* ζηλώσαντες ηροστράτειον δόξαν, ελήστευσαν, εφόνευσαν και βαναύσως ετραυμάτισαν μετά τρομακτικής ψυχρότητος αισθήματος και σκέψεως, διότι είχον απλήστως αναγνώσει αστυνομικά μυθιστορήματα και ίδει τοιαύτα παιζόμενα εν τω κινηματογράφω (Κακουργιοδικείον Πειραιώς, 1931)»

«Κίνδυνον διατρέχει η κοινωνία και εκ των ασέμνων ή ρυπαρών βιβλίων και εκ των αστυνομικών μυθιστορημάτων. Τοιαύτα έργα κυκλοφορούνται ευρέως πολλάκις δι’ ημερησίων φυλλαδίων, αναγιγνώσκονται δ’ απλήστως  υπό του πολλού κοινού και μάλιστα υπό της νεολαίας. Η επιστημονική ή καλλιτεχνική αξία του έργου δεν αποκλείει τον χαρακτήρα αυτού ως ασέμνου, ουδ’ ο τοιούτος αυτού χαρακτήρ κρίνεται εκ του αν το περιεχόμενον του βιβλίου προσβάλλη την δημοσίαν αιδώ, αλλ’ εκ της γενικής φθοροποιού επιδράσεως, ην δύναται να ασκήση το έργον επί τα καθ’ έκαστον άτομα, ιδία δε της νεαράς ηλικίας. Δηλαδή άσεμνα βιβλία και ρυπαρογραφήματα είναι τα δυνάμενα να προκαλέσωσι πλημμελή αντίληψιν περί των ορίων του θεμιτού και αθεμίτου, ώστε καλλιεργούσι το έδαφος προς συμπεριφοράν αντικοινωνικήν.»

Κωνσταντίνος Γ. Γαρδίκας 
Εγχειρίδιον Εγκληματολογίας 
εκδ. Δ. Τζακά –Σ. Δελαγραμμάτικα
Αθήνα -1951
αποσπάσματα από την ενότητα «Άσεμνος τέχνη και λογοτεχνία»
σελ. 123, 124, 127


* Επρόκειτο για δύο αδέρφια, τον Ανδρέα (γεν. 1905 στη Μάνη) και την Κούλα (γεν. 1912 στην Αθήνα). Μητέρα τους ήταν μια αλκοολική γυναίκα που πέθανε όταν η κόρη της ήταν ακόμα πολύ μικρή και πατέρας τους ένας άθλιος κάπελας, άξεστος, βίαιος και έκφυλος, ο οποίος φαίνεται πως ασελγούσε κατ’ επανάληψη σε βάρος τόσο της κόρης όσο και του γιου του. Επίσης, σύμφωνα με δήλωση της Κούλας Χριστοφιλέα, ο αδερφός της την υποχρέωνε να διατηρεί και μαζί του σεξουαλικές σχέσεις. Από φωτογραφίες τους αλλά και από τη συνολική συμπεριφορά τους, πράγματι δείχνει πειστικό το ότι τα δύο αδέρφια συνδέονταν ερωτικά, κρίνοντας όμως κανείς από τις εκφράσεις στο πρόσωπο της κοπέλας, μπορεί κάλλιστα να αμφιβάλλει για το κατά πόσον αυτό συνέβαινε παρά τη θέλησή της. Όταν πάντως ο Ανδρέας έγινε είκοσι ενός ετών, επηρεασμένος από τον Ροκαμβόλ (τον τυχοδιώκτη ήρωα, που χρησιμοποιούσε συχνά ο Γάλλος συγγραφέας  Pierre Alexis Ponson du Terrail (1829-1871) στις αστυνομικές ιστορίες του, οι οποίες υπήρξαν πολύ δημοφιλείς μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα), ξεκίνησε μία σειρά εκβιασμών, συχνά συνοδευόμενων από εμπρησμούς. Σε στενή συνεργασία πάντοτε με την αδερφή του, η δράση του γρήγορα επεκτάθηκε σε κλοπές κάθε είδους, ενώ σε ηλικία είκοσι τεσσάρων ετών διέπραξε και την επί της ουσίας αναίτια ανθρωποκτονία ενός οδηγού ταξί. Τρεις μήνες αργότερα, τα δύο αδέρφια αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν και έναν δεύτερο οδηγό ταξί, ο οποίος όμως στάθηκε τυχερός και τους ξέφυγε. Οι δύο εγκληματίες συνελήφθησαν τυχαία, μερικές μέρες μετά από την αποτυχημένη αυτή απόπειρα, δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε δις ισόβια. Η Κούλα αποφυλακίστηκε μετά από δέκα χρόνια, βάσει διατάγματος της πρώτης κατοχικής κυβέρνησης του στρατηγού Γ. Τσολάκογλου, «περί αποσυμφορήσεως των φυλακών άνευ διαταράξεως του κοινωνικού συμφέροντος», το οποίο αφορούσε, εκτός των άλλων περιπτώσεων και ποινικούς κρατούμενους που είχαν καταδικασθεί σε ισόβια ποινή -η οποία τότε μετατρεπόταν σε εικοσαετή κάθειρξη- και είχαν εκτίσει, ήδη, τουλάχιστον δέκα χρόνια. Απ’ όσο γνωρίζουμε, ο Ανδρέας δεν υπέβαλλε τη σχετική αίτηση. Η τύχη του αγνοείται.