31.12.13

ψιτ αγόρια, ισιώστε λίγο... αυτό δεν είναι λύση!


Εξηγώ πως τούτη η ανάρτηση προέκυψε με αφορμή την πρωινή, ευτυχώς αναίμακτη επίθεση έξω απ΄το σπίτι του Γερμανού πρεσβευτή στην Αθήνα, Βόλφγκανγκ Ντόλτ. 

Θα μου πείτε, «εσύ μαντάμ που κάνεις την ξύπνια, έχεις καμιά άλλη λύση;» Όχι δεν έχω, λυπάμαι. Αν ήταν τόσο απλό, θα το είχαν τακτοποιήσει πολύ πριν γεννηθούμε εμείς. Την ψάχνω όμως τη λύση όσο κι εσείς και την προσπαθώ κάθε ώρα και κάθε στιγμή. Μόνο που την κυνηγάω με διαφορετικό τρόπο. 

Γιατί ξέρω πως η βία εκτός από οδυνηρή (και ολέθρια για τον θύτη όσο και για το θύμα, αν όχι περισσότερο για αυτόν), κυρίως είναι ανώφελη. Είναι μια σπατάλη και τίποτα περισσότερο. Μια τρύπα στο νερό. Και μάλιστα μια άσχημη, κακιά, μαύρη τρύπα. 

Αν με ρωτήσετε «μπα και ποιος στο είπε εσένα αυτό;» θα απαντήσω πολύ τίμια, πως δε χρειαζόταν να μου το πει κάποιος, το ξέρω δα αυτό απ’ όταν θυμάμαι τον εαυτό μου. Θα το εξηγήσω κι αλλιώς, μ’ ένα επιχείρημα που γνωρίζω πως δε θα θεωρηθεί σοβαρό, παρότι είναι πάρα πολύ σοβαρό και πάρα πολύ σχετικό με το δίλημμα ανάμεσα σε βίαιο και μη βίαιο Αγώνα. 

Ιδού το τρανταχτό επιχείρημα: Παιδί όταν ήμουν, διάβαζα μανιωδώς ένα παραμύθι, τη Ρίκι. Ούτε ξέρω πόσες φορές τη διάβασα αυτή την ιστοριούλα. Η Ρίκι ήταν θηλυκός τυφλοπόντικας και το όνομά της ήταν υποκοριστικό, το κανονικό της όνομα ήταν «πιτσιρίκι», γιατί γεννήθηκε πολύ μικροσκοπική για το είδος της.

Όταν λοιπόν ήρθε η εποχή της να βρει ταίρι, στη διάρκεια μιας έντονης συζήτησης, την ειρωνεύτηκαν τ’ αδέρφια της, που δε συμμορφωνόταν με τα ενδεδειγμένα για τη ράτσα της, λέγοντας «δηλαδή θες να μας πεις ότι ξέρεις ποιος είναι ο τύπος σου;». Κι αυτή, απάντησε πολύ σθεναρά στους δυο νεαρούς νταήδες, λέγοντας: «μπορεί να μην ξέρω ποιος είναι ο τύπος μου, ξέρω όμως πάρα πολύ καλά ποιος δεν είναι!».

Αυτή λοιπόν είναι κι η δική μου απάντηση  για τη βία που, αν μιλάμε για Αγώνα, δεν έχει να προσφέρει απολύτως τίποτα. Κι αυτό νομίζω πως είναι μάλλον εύκολο να το καταλάβει κανείς, αρκεί να κάτσει και να σκεφτεί το ζήτημα σε κάποιο αξιοπρεπές βάθος. Αυτά.

ΥΓ. Για την ιστορία, να πω πως η συγγραφέας του αγαπημένου μου παραμυθιού είναι βεβαίως η τεράστια Λεία Καραβία-Χατζοπούλου. Και μέρες που είναι, το προτείνω ανεπιφύλακτα αυτό το βιβλίο σαν ανεκτίμητο δώρο για μκρά ή μεγάλα παιδιά. Εγώ το πρωτοδιάβασα επτά ετών και συνέχιζα να το διαβάζω μέχρι ανησυχητικά μεγάλη ηλικία. Δηλαδή και τώρα θα το διάβαζα πολύ ευχαρίστως, μόνο που δεν το έχω. Νομίζω πως το έχει η κόρη μου στο σπίτι της. 
@
ΥΓ2. Στοιχηματίζω πως τα αγόρια μας εδώ μέσα, το τελευταίο που επιθυμούν να πληροφορηθούν είναι το αν και με ποιον ζευγάρωσε τελικά η Ρίκι. Γι αυτό, θα το πω σύντομα: Τον λέγανε Σιλβάτικο και δεν ήταν  τυφλοπόντικας, ήτανε ποντίκι  :-)