8.5.13

τρία μοντέλα απονομής ποινικής δικαιοσύνης


Διάβαζα τώρα κάτι στο βιβλίο της εγκληματολόγου, Χριστίνας Ζαραφωνίτου, το οποίο βρήκα πολύ ενδιαφέρον κι αποφάσισα να το μοιραστώ εδώ, μαζί σας.

Σύμφωνα λοιπόν με το πόρισμα εκτεταμένης έρευνας (συμμετείχαν σε αυτήν 1.881 γαλλόφωνοι Ελβετοί, ηλικίας 18-75 ετών), την οποία δημοσίευσε προ δεκαετίας, η νομική σχολή του πανεπιστημίου της Γενεύης, αναφορικά με το αίσθημα περί δικαίου και με την εικόνα των πολιτών για το δίδυμο «δράστης-θύμα», οι τρεις βασικοί φιλοσοφικοί άξονες που ορίζουν τις αναπαραστάσεις της ποινικής δικαιοσύνης είναι ο προοπτισμός, ο συμβατισμός και ο εξοστρακισμός.

Ο προοπτισμός αναφέρεται στην αντίληψη εμπιστοσύνης του λαού στις αξίες, τη δομή και τη λειτουργία της κοινωνίας και διακρίνεται από προσδοκίες των ατόμων για ενσωμάτωση σε αυτή και για αρμονία γενικότερα. Σ’ ένα τέτοιου είδους πλαίσιο, οι κυρώσεις εμφανίζονται κατά κύριο λόγο μετριοπαθείς, ενώ οι ποινές περιλαμβάνουν μία διάσταση βελτίωσης του ατόμου στο οποίο επιβάλλονται.

Παρομοίως, ο συμβατισμός προσδιορίζεται από μία ανάγκη ευταξίας, δηλαδή σεβασμού στο προϋπάρχον σύστημα κανόνων. Οι ποινές εδώ επέχουν θέση επανεπιβεβαίωσης της διαρραγείσας κοινωνικής τάξης, ο μόνος τρόπος δηλαδή αποκατάστασης της διάρρηξης του κοινωνικού συμβολαίου. Και εξ αιτίας ακριβώς του ανταποδοτικού χαρακτήρα του εν λόγω σκεπτικού, οι τιμωρίες επιβάλλονται ανάλογα με τη βλάβη ή τη ζημία που προξένησε ο δράστης.

Ο εξοστρακισμός πάλι, στηρίζεται στον αποκλεισμό του δράστη, εκφράζοντας ουσιαστικά την ανάγκη των μελών της κοινότητας για εξυγίανση, ιδίως των μελών εκείνων που φοβούνται περισσότερο πως κινδυνεύει η ασφάλειά τους, μ’ άλλα λόγια πως απειλούνται, τόσο ατομικά όσο και κοινωνικά, από μία εγκληματικότητα συχνά ασαφή και διάχυτη. Πρόκειται προφανώς για την πιο ακραία απ’ τις τρεις μορφές πρόσληψης της ποινικής δικαιοσύνης και στοχεύει πολύ πιο έκδηλα στα πρόσωπα των δραστών.   

Οι τρεις προαναφερθείσες φιλοσοφίες, αν μπορούν να χαρακτηριστούν ως τέτοιες, βρέθηκε πως είναι απόλυτα σχετικές με μία σειρά δημογραφικών και κοινωνικών χαρακτηριστικών. Αναλυτικότερα, ο προοπτισμός συνδέθηκε στενά με άτομα ανώτερου μορφωτικού και επαγγελματικού επιπέδου, σοσιαλιστικού προσανατολισμού, μη θρησκευόμενα και τα οποία παρακολουθούσαν ημερησίως μονάχα λίγες ώρες τηλεόραση.

Ο συμβατισμός αντίστοιχα, συγκέντρωσε ως επί το πλείστον άτομα νεαρής ηλικίας, τα οποία πληροφορούνταν για τα εγκληματικά φαινόμενα από τον Τύπο ή το άμεσο περιβάλλον τους και τα οποία αρέσκονταν να παρακολουθούν αστυνομικές τηλεοπτικές σειρές.

Ανάλογα ήταν τα ευρήματα και για την τρίτη φιλοσοφική προσέγγιση, της «εκφραστικής δικαιοσύνης», όπως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Ο εξοστρακισμός λοιπόν, φαίνεται πως προσέλκυσε συνταξιούχους πρωτίστως, ή νεότερους ανθρώπους με πενιχρά πάντως οικονομικά, περιορισμένη μόρφωση και ελάχιστη κοινωνικότητα, οι οποίοι όμως ήταν δεινοί τηλεθεατές.

Άλλο εύρημα της έρευνας ήταν η αναμενόμενη διαφορά ανάμεσα στα  φύλα, ως προς τη συναισθηματική παράμετρο αντιμετώπισης του εγκλήματος. Οι άνδρες και όσοι είχαν ανώτατη μόρφωση στάθηκαν στην κοινωνική αντίδραση αναφορικά με το έγκλημα, στο σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, καθώς και στους εμπλεκόμενους φορείς (αστυνομία, φυλακή κτλ.). Οι γυναίκες, αντίθετα, και οι λιγότερο μορφωμένοι, τόνισαν περισσότερο ζητήματα συναισθηματικής επένδυσης του εγκλήματος.

Αντιστοίχως, από την πιο «επιεική» μέχρι την πιο «σκληροπυρηνική» στάση, η κοινωνική αναπαράσταση του εγκληματία εμφάνισε μεγάλη ποικιλία. Οι περιγραφές εκτάθηκαν σε ένα ευρύτατο φάσμα, από συναισθήματα λύπης και συμπάθειας έως τον φόβο και τον απόλυτο αποτροπιασμό.

Αξιοσημείωτο είναι επίσης το ότι οι άνθρωποι με καλύτερο μορφωτικό επίπεδο αναφέρθηκαν συχνότερα στην επίσημη κοινωνική αντίδραση στο έγκλημα, κάτι το οποίο δείχνει πως απουσίαζε τελείως στην αντίθετη κοινωνική ομάδα, όπου κυριαρχούσαν απλώς οι απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί για τον δράστη. Και τέλος, πολύ ενδιαφέρον νομίζω είναι πως, σύμφωνα με την έρευνα στην οποία αναφέρθηκα μόλις, ουδείς εκ των πολιτών απασχολήθηκε ιδιαίτερα, ουδείς φάνηκε να συνεκτιμά έναν καθοριστικότατο παράγοντα, την ηλικία του δράστη.


Βλ. «Τιμωρητικότητα – σύγχρονες τάσεις, διαστάσεις και εγκληματολογικοί προβληματισμοί», Χριστίνα Ζαραφωνίτου, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη - 2008, σελ. 51-69


ΥΓ. Μάλλον θα πρέπει να προσθέσω εδώ πως ο όρος «τιμωρητικότητα» δε σχετίζεται και τόσο με την πρόληψη μελλοντικής εγκληματικής συμπεριφοράς, αλλά κυρίως με την κοινωνική «απάντηση» στα λάθη που διέπραξε ο δράστης μιας αξιόποινης πράξης.

Πρόκειται άρα, για ένα σύνολο έντονα ανταποδοτικών και εκδικητικών τάσεων, ή αλλιώς, για υποτιθέμενες απόπειρες σωφρονισμού, εκδηλώσεις οι οποίες επί της ουσίας χαρακτηρίζονται από υπερβολή, από την ηδονή δηλαδή που εισπράττει ο τιμωρός (άμεσος και έμμεσος), ηδονή που πηγάζει από την οδύνη του δράστη, καθώς αυτός μετατρέπεται από θύτης σε θύμα, πασιφανώς παράνομα.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως η αυξημένη αυστηρότητα στις πολιτικές εφαρμογής της ποινικής δικαιοσύνης, φαινόμενο που παρατηρείται και στη χώρα μας (με πολύ πρόσφατο και μελανό παράδειγμα την κακοποίηση των τριών νεαρών αναρχικών συλληφθέντων από την ΕΛ.ΑΣ.) συνδέεται με τις τιμωρητικές στάσεις του κοινού, που σε εποχές γενικευμένης οικονομικής δυσπραγίας, εντατικοποιούνται για προφανείς λόγους.