24.12.13

κι άλλο, Γιώργο, κι άλλο!!!

Γιώργος Παυριανός & sisters, 1965


Τα ωραιότερα Χριστούγεννα της ζωής μου

Παραμονή Χριστουγέννων του 1965, σε μια γειτονιά της Πάτρας, σηκώθηκα μόλις ξημέρωσε, έφαγα βιαστικά το πρωινό μου («τριψάνα» το λέγαμε, ζεστό γάλα με μπόλικη ζάχαρη και ξεροκόμματα κομμένα σε κύβους σαν αντίδωρο), ντύθηκα ζεστά, πήρα το τρίγωνο και ένα άδειο κονσερβοκούτι από πελτέ ΚΥΚΝΟΣ και πήγα δίπλα στους γείτονές μας να ξυπνήσω το φίλο μου τον Νίκο. Είμαι 10 χρονών, πηγαίνω στην Γ΄ Δημοτικού και μετά από κλάματα και παρακάλια οι γονείς μου με αφήνουν να πάω να πω τα κάλαντα στη γειτονιά, άντε και στη διπλανή που μένουν συγγενείς μας. Έχω δει σε μια βιτρίνα ένα «διαστημικό» όπλο που του βάζεις μια τσακμακόπετρα και όταν πατάς τη σκανδάλη βγάζει σπίθες, σαν κι αυτά που έχουν οι αστροναύτες στο «Lost in Space», στην τηλεόραση. Το θέλω πολύ αυτό το όπλο, στοιχίζει 30 δραχμές και ο μόνος τρόπος για να το αποκτήσω είναι να μαζέψω χαρτζιλίκι από τα κάλαντα. Ο Νίκος είναι κι αυτός πανέτοιμος, με το τριγωνάκι του και ένα άδειο μεταλλικό κουτί από μπισκότα πτι-μπερ Παπαδοπούλου για να βάλουμε μέσα τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα που θα μας πρόσφεραν. Η εντολή από τους γονείς μας είναι αυστηρή: «Δεν θα φάτε τίποτα από αυτά που θα σας προσφέρουν!». Εκείνη την εποχή πολλές αφηρημένες νοικοκυρές μπέρδευαν τη ζάχαρη άχνη με το παραθείο που είχαν για τα ποντίκια, με αποτέλεσμα να έχουν ξεκληριστεί ολόκληρες οικογένειες. «Θα τα βάλετε όλα στο κουτί, θα τα φέρετε στο σπίτι και εμείς θα σας πούμε τι θα φάτε!» μας είπαν οι μανάδες μας. Μεταξύ μας, δεν ήταν τόσο ο φόβος του παραθείου, αλλά η περιέργεια να δούνε πώς είχαν φτιάξει τα γλυκά άλλες νοικοκυρές.

Ξεκινήσαμε από τη γειτονιά μας. Ήταν νωρίς ακόμη και έτσι στην ερώτηση «να τα πούμε;» κανείς δεν μας απάντησε «τα είπαν άλλοι». Είμαστε οι πρώτοι και καλύτεροι. Είχαμε κάνει πρόβες και λέγαμε όλα τα κάλαντα, όχι μόνο το «Καλήν ημέραν άρχοντες», αλλά και το «Χριστός γεννάται σήμερον», «Εν τω σπηλαίω κείτεται», «Εκ της Περσίας έρχονται», «Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι» και τελειώνουμε με το «σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει!»

Γρήγορα κατάλαβα ότι έπρεπε να γίνουν μερικές αλλαγές. Κατ’ αρχάς το κονσερβοκούτι με εμπόδιζε να χτυπάω το τρίγωνο. Με ένα καρφί άνοιξα τρύπες από τις δυο πλευρές και με μια κλωστή το κρέμασα στο λαιμό μου σαν τους ζητιάνους. Το ίδιο έκανα και με το κουτί του Νίκου. Έτσι τα χέρια μας ήταν ελεύθερα. Μετά παρατήρησα ότι οι περισσότερες νοικοκυρές, επειδή ήταν πολύ πρωί και ήταν αγουροξυπνημένες, μετά το «Χριστός γεννάται» μας σταμάταγαν, μας έδιναν το φιλοδώρημα, μας έλεγαν «και του χρόνου» και έκλειναν την πόρτα. Έκοψα λοιπόν τους στίχους και λέγαμε μόνο το «Καλήν ημέραν άρχοντες», το «Χριστός γεννάται» και το «σ’ αυτό το σπίτι…» Στο τελευταίο μάλιστα, επειδή μας άνοιγαν μόνο γυναίκες, έκανα μια αλλαγή: «Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού με τη νοικοκυρά να ζήσει!» Τα φιλοδωρήματα αμέσως αυξήθηκαν και από δεκάρες και πενηνταράκια έγιναν δραχμές και δίφραγκα!

Τελειώσαμε με τη δική μας γειτονιά, πήγαμε και στη διπλανή, αλλά τα έσοδα ήταν ελάχιστα. Οι περισσότεροι ήταν φτωχοί άνθρωποι, εργάτες στο εργοστάσιο χαρτοποιίας του Λαδόπουλου, μέτραγαν και την τελευταία δεκάρα. Έπρεπε να βρεθεί κάτι πιο αποτελεσματικό. «Θα πάμε να πούμε τα κάλαντα στη βίλα του Λαδόπουλου!» μου ήρθε η φαεινή ιδέα.

Ήταν μια τεράστια βίλα, περιτριγυρισμένη από κάγκελα, με φύλακες και σκυλιά. Κανείς δεν τολμούσε να πάει εκεί. «Μα πώς θα μπούμε μέσα; Θα μας φάνε τα σκυλιά!» μου λέει τρομαγμένος ο Νίκος. «Θα χτυπήσουμε το κουδούνι». Πάμε, χτυπάμε το κουδούνι, στην είσοδο μετά από λίγο έρχεται ένας φύλακας. «Τι θέλετε;» «Να πούμε τα κάλαντα στον κύριο Λαδόπουλο». Μας κοιτάει από πάνω ως κάτω, «περιμένετε να δω αν έχει ξυπνήσει», μας λέει, φεύγει, ξανάρχεται, μας ανοίγει τη βαριά καγκελόπορτα, τα σκυλιά αρχίζουν να γαβγίζουν σαν λυσσασμένα, ένα από αυτά ξεφεύγει από τα χέρια του φύλακα, ορμάει, με δαγκώνει στο πόδι και μου σκίζει το παντελόνι! «Αζόρ, κάτω! κάτω!» λέει ο φύλακας, ο σκύλος μαζεύεται, αλλά το κακό έχει γίνει. Το καλό μου παντελόνι είναι σκισμένο! «Στο είπα, θα μας φάνε τα σκυλιά» μουρμουρίζει ο Νίκος. Ο φύλακας μας οδηγεί στο εσωτερικό του σπιτιού.

Στο σαλόνι υπάρχει ένα τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο, με χρυσές και ασημένιες μπάλες, ένα αστέρι στην κορυφή και φωτάκια που αναβοσβήνουν. Το κοιτάμε σαν χαζοί. Στο σπίτι μας αντί για μπάλες βάφαμε κυπαρισσόμηλα με χρυσομπογιά, πολλές φορές κρεμούσαμε και τενεκεδάκια από εβαπορέ ΝΟΥΝΟΥ. Κοντοστεκόμαστε στο σαλόνι νομίζοντας ότι θα πούμε εκεί τα κάλαντα, αλλά ο φύλακας μας κάνει νόημα «από δω, στην κρεβατοκάμαρα» λέει, και μας οδηγεί στον επάνω όροφο. Πάνω στο κρεβάτι είναι ο Λαδόπουλος, με τις μπλε πιζάμες του και χαμογελάει, «όχι μόνο θα μας φάνε τα σκυλιά, αλλά θα μας γαμήσουν κιόλας» μου ψιθυρίζει στο αυτί ο Νίκος. «Ο Αζόρ έσκισε το παντελόνι του μικρού», λέει ο φύλακας και δείχνει εμένα. «Μη στεναχωριέσαι, θα σου δώσουμε ένα άλλο», μου λέει χαμογελαστός ο Λαδόπουλος και προτού να τελειώσει τη φράση του, μπαίνουν από το διπλανό δωμάτιο τα παιδιά του, ένα αγόρι και ένα κορίτσι στην ηλικία μας, με τα νυχτικά τους. Σκαρφαλώνουν στο κρεβάτι, αγκαλιάζουν τον πατέρα τους, «και τώρα πείτε μας τα κάλαντα!», λέει αυτός πανευτυχής. Εννοείται ότι είπαμε όλα τα κάλαντα και επειδή δεν εμφανίστηκε η γυναίκα του στο τέλος δεν κάναμε προσθήκες στο «νοικοκύρη του σπιτιού», το αφήσαμε έτσι όπως είναι στο πρωτότυπο. Ο Λαδόπουλος μας έδωσε 50 (!) δραχμές στον καθένα, σε μένα ένα κοτλέ παντελόνι και στον Νίκο ένα μάλλινο πουλόβερ. «Να πάτε να πείτε τα κάλαντα και στους Γερμανούς» μας συμβούλεψε και ο φύλακας μας οδήγησε στην έξοδο. Ο Αζόρ, δεμένος πια, γρύλιζε παραπονεμένος.

Οι «Γερμανοί» ήταν τεχνικοί που είχε φέρει ο Λαδόπουλος για το εργοστάσιό του. Τους είχε φτιάξει μια ολόκληρη γειτονιά με ωραία άνετα σπίτια και έμεναν εκεί με τις οικογένειές τους. Δεν λέγαμε ποτέ τα κάλαντα σ’ αυτούς γιατί στο κατηχητικό μάς είχαν πει πως δεν είναι Χριστιανοί και άμα πηγαίναμε στη γειτονιά τους θα μας έπιαναν και θα μας εκτελούσαν, όπως στην Κατοχή. Θα μπορούσα να σταματήσω, ο στόχος να βρω 30 δραχμές είχε επιτευχθεί και με το παραπάνω, αλλά η περιέργεια είναι πολύ μεγάλο πράγμα. Έπεισα και τον Νίκο και πήγαμε.

Ήταν σαν σκηνικό χριστουγεννιάτικης ταινίας. Όλα τα σπίτια φωτισμένα, παρ’ όλο που ήταν πρωί, έξω στις αυλές φάτνες με αγαλματάκια του Χριστού, της Παναγίας, του Ιωσήφ, των Μάγων, ψεύτικο χιόνι στα παράθυρα και στις πόρτες, μυρωδιές από φαγητά και γλυκά, κοκκινομάγουλα παιδιά να παίζουν στο δρόμο, χριστουγεννιάτικα τραγούδια και κλασική μουσική, τροφαντές Γερμανίδες μανάδες και πανύψηλοι πατεράδες να μιλούν μια άγνωστη γλώσσα και στη μέση εμείς, με τα τενεκεδάκια κρεμασμένα στο λαιμό μας και τα τρίγωνα στα χέρια μας να θέλουμε να πούμε τα κάλαντα σ’ αυτούς που δεν είναι Χριστιανοί και θα μας πιάσουν να μας εκτελέσουν, όπως στην Κατοχή.

Στο πρώτο σπίτι που χτυπήσαμε η ξανθιά Γερμανίδα, αφού άκουσε τα κάλαντα με προσοχή, μας ρώτησε: «Και τώρα εγκώ τι πρέπει να κάνει;». Της έδειξα την κονσέρβα ΚΥΚΝΟΣ που είχα κρεμάσει στο λαιμό μου. «Τέλει λεφτά;» ρώτησε για να σιγουρευτεί. «Πόσα;» Πριν προλάβω να απαντήσω, πετάγεται ο Νίκος «Ντέκα ντραχμές!» της λέει με άψογα γερμανικά. Η Γερμανίδα έριξε το 10ρικο στο κουτί, ευχήθηκε «Κρόνια Πολλά» και ξαναγύρισε στο στρούντελ της.

Η γειτονιά των Γερμανών είχε 50 σπίτια επί «ντέκα ντραχμές» βγάλαμε ένα ωραιότατο 500άρικο και επειδή είχαμε πια απομακρυνθεί αρκετά από την περιοχή μας συνεχίσαμε να λέμε τα κάλαντα και μέσα στην πόλη. Πήγαμε σε συνοικίες που δεν τις γνωρίζαμε, μπήκαμε σε πλουσιόσπιτα και φτωχοκαλύβες, είδαμε γέρους και γριές κατάκοιτους να βγάζουν κάτω από το μαξιλάρι το κομπόδεμά τους, να το λύνουν και να μας δίνουν εκείνα τα ωραία, ασημένια 200άρικα με το δελφίνι. Σε μερικά σπίτια μάς φώναζαν! «Καλέ, ελάτε να τα πείτε και σε εμάς», σε άλλα μας έδιωχναν «Τώωωωωρα; Μας τα είπαν άλλοι!». Μια γυναίκα ανύπαντρη, γεροντοκόρη, μας ζήτησε να πούμε «Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού να ’ρθει να σε ζητήσει». Μια άλλη, δασκάλα, μας διόρθωσε «όχι εν τω σπηλαίω κείτεται, το σωστό είναι εν τω σπηλαίω τίκτεται». Ένας παππούς μάς ρώτησε αν ξέρουμε τα Ποντιακά κάλαντα και όταν του είπαμε «όχι» άρχισε να τα τραγουδάει μόνος του. Μια κυρία μάς παρακάλεσε να πάμε να φέρουμε μια πίτα από το φούρνο και όταν της την πήγαμε επέμεινε να κάτσουμε να φάμε. Είχε φτάσει πια μεσημέρι και εμείς συνεχίζαμε. Δεν ήταν μόνο για το κέρδος, καταλάβαμε ότι υπήρχαν άνθρωποι μονάχοι που αν δεν τους λέγαμε εμείς τα κάλαντα δεν θα τους τα έλεγε κανείς. Έτσι πήγαμε σε αστυνομικά τμήματα, στο νοσοκομείο, στο άσυλο ανιάτων, στο γηροκομείο. Μέσα σε μια μέρα είδα και έζησα πράγματα που δεν φανταζόμουν ότι υπάρχουν.

Γύρισα σπίτι στις 3, έφαγα ένα γερό χέρι ξύλο από τη μάνα μου που είχε τρελαθεί από την αγωνία της. Πήγε να με αρχίσει πάλι τις σφαλιάρες όταν είδε το σκισμένο παντελόνι και ηρέμησε μόνο όταν άδειασα το τενεκεδάκι με το μικρό μου θησαυρό, κι όταν της έδειξα το παντελόνι που μου είχε δώσει ο Λαδόπουλος.

Με τον Νίκο μοιράσαμε τα λεφτά και πήρε ο καθένας μας από 732 δραχμές, ποσό μυθικό για εκείνη την εποχή. Το ίδιο απόγευμα πήγαμε στην αγορά, πήρα το «διαστημικό» μου όπλο, αγόρασα ένα καροτσάκι για τη μικρή μου αδελφή, ένα λευκό καλσόν για τη μεγάλη και τα υπόλοιπα λεφτά τα έδωσα στη μάνα μου να τα φυλάξει. Την άλλη μέρα, ανήμερα Χριστούγεννα, ντυθήκαμε, σενιαριστήκαμε, ανεβήκαμε στα Ψηλά Αλώνια και βγάλαμε μια φωτογραφία. Αυτή τη φωτογραφία ανακάλυψα και στην αφιερώνω μαζί με τις ευχές μου, αυτά τα Χριστούγεννα να είναι τα ωραιότερα της ζωής σου.
*******
Το κείμενο που προηγήθηκε, προφανώς δεν είναι δικό μου (εγώ γεννήθηκα πολύ μετά το 1965, όλα κι όλα!). Δημοσιεύτηκε στην Athens Voice πριν λίγες μέρες, συγκεκριμένα στις 18 Δεκεμβρίου. Και το έγραψε ο Γιώργος Παυριανός, που λέει στο βιογραφικό του πως ήρθε σ’ αυτόν τον κόσμο τον Ιούνιο του 1965.

Τώρα, πως γίνεται κι έξι μήνες αργότερα ήταν ήδη δέκα ετών, στην αγορά τότε κυκλοφορούσαν ασημένια διακοσάρικα, και εκείνος ονειρευόταν να αποκτήσει ένα πλαστικό όπλο που κόστιζε τριάντα δραχμές, το οποίο το ήξερε από μια σειρά που προβλήθηκε πρώτη φορά την ίδια χρονιά στην αμερικανική τηλεόραση… μόνο ο ίδιος θα μπορούσε να μας το εξηγήσει.

Δεν πειράζει όμως, όσων χρόνων κι αν είναι στην πραγματικότητα ο Γιώργος κι όσο κι αν τα θυμάται μπερδεμένα. Αρκεί που μας χάρισε αυτή τη θαυμάσια ιστορία. Άλλωστε, είναι άσκοπο να προσπαθήσει κανείς να πειθαρχήσει μυαλά σαν του Γιώργου. Δεν είναι τυχαίο πως υπήρξε άριστος μαθητής, που μπήκε υπότροφος στο Πάντειο, απ’ όπου όμως δεν αποφοίτησε ποτέ.

Και ξέρω από πολλές άλλες περιπτώσεις τέτοιων χαρισματικών συγγραφέων, ότι οι απείθαρχες φύσεις (αυτές που τα τετριμμένα ούτε τα μπορούν, ούτε τα θέλουν), διαθέτουν υπερτροφική φαντασία και ξέχειλο συναίσθημα. Το πνεύμα τους όμως, δεν έχει κανένα νόημα να προσπαθήσεις να το υποτάξεις σε κανόνες. Θα χάσεις τον χρόνο σου. Το μόνο που μπορείς, είναι να τους ζητήσεις επιμόνως να διαβάσεις κι άλλες δικές τους ιστορίες.   

Από μένα... καλά Χριστούγεννα σε όλους!!! (απείθαρχους και μη)