26.11.13

παράπονο & προσκλητήριο


Διάβασα πριν λίγο το άρθρο που ακολουθεί, τελείως τυχαία. Βασικά εγώ, εν τω μέσω της νυκτός έψαχνα μια καλή συνταγή, γιατί σκοπεύω να κάνω μαρμελάδα μερικά απ’ τα φετινά μας μανταρίνια, που είναι σχεδόν έτοιμα πια. Συνταγή του γούστου μου ακόμα δε βρήκα, ψάχνοντάς την όμως, το μάτι μου σκάλωσε στον τίτλο αυτού του σπαρακτικού κειμένου, το οποίο καθώς θα το διαβάζετε θα καταλάβετε και γιατί θέλησα να το αναδημοσιεύσω.

Ιδού λοιπόν αυτή η μαρτυρία (ελαφρώς εξωραϊσμένη από μένα). Νομίζω πως αξίζει να διαβαστεί απ’ όλους. Απ' τους νεότερους, που δε γνωρίζουν τι ακριβώς σήμαινε το ηρωικό «ένα-ένα-τέσσερα», από τη γενιά που αξιώθηκε να πανηγυρίσει το ’74 τη νίκη της, αλλά κι από εμάς τους ενδιάμεσους, που μας πιάνει κάθε τόσο απελπισία.

Το άρθρο φέρει την υπογραφή του Χ. Βουτυράκη και δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της εφημερίδας "Η Ροδιακή", στις 5 Οκτωβρίου του 2011.  


"Νιότη μου, που μου'λεγες πως θα γινόμουν άλλος" 

Το κίνημα του 1.1.4. ήταν ένα κίνημα για την υπεράσπιση του Συντάγματος, καλούσε την κυβέρνηση και τον λαό σε σεβασμό και τήρηση των άρθρων του Συντάγματος, τα οποία ασύστολα καταπατούνταν από το κράτος, το παρακράτος και τις κυβερνήσεις της δεξιάς. Πήρε την ονομασία του από το άρθρο 114 του Συντάγματος, που όριζε ότι η τήρηση των άρθρων του επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων. 

Επαναστάτες της γενιάς του πολυτεχνείου. Νέοι που δεν διστάσανε να σηκώσουν το ανάστημά τους, στην επάρατη Χούντα. Να φυλάξουν Θερμοπύλες. Κάποιοι φύγανε νωρίς, κάτω από ερπύστριες τανκ ή στα κελιά της αστυνομίας. Ήταν οι καλοί. Επώνυμοι και ανώνυμοι, οι περισσότεροι.

Κάποιοι ζήσανε, πιστεύοντας πως είναι χρέος τους να φτιάξουνε μια Ελλάδα, όπως την ονειρευτήκαμε κι εμείς, οι παλαιότεροι, η γενιά του 1.1.4, η γενιά της καρπαζιάς. Νέοι και υπερήφανοι τότε, γέροι και ταπεινωμένοι σήμερα. Εκτός από τους επώνυμους, ζωντανούς πρωτεργάτες του μεγάλου ξεσηκωμού του Πολυτεχνείου και της Νομικής. Αυτούς που διώξανε με τον αγώνα τους τότε τη Χούντα και τη δικαιώσανε τώρα με τον τρόπο της ζωής τους.

Τους γνωστούς, που εξαργυρώσανε τον αγώνα τους με θέσεις εξουσίας και επιτροπείας μέσα στην Ελλάδα κι έξω από τα εθνικά σύνορα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όσους σαν νέοι, χειρίστηκαν τον μαρξισμό καλά και επιδέξια. Ενώ τώρα χειρίζονται τον μαρξισμό καλά και επί-δεξιά.

Τους οραματιστές της απαλλαγής της πατρίδας από τον αυταρχισμό της δικτατορίας και από κάθε ξένη εξάρτηση. Αυτοί που έφυγαν νωρίς (οι καλοί πάντα φεύγουν νωρίς) κι όσοι από ’μας δεν φιλήσαμε την κατουρημένη ποδιά της εξουσίας, ούτε τα φάγαμε (από ηλιθιότητα;), δεν δικαιωθήκαμε Το «ο αγώνας τώρα δικαιώνεται!» αφορούσε μόνο μερικούς.

Οι υπόλοιποι πήραμε τη ζωή μας λάθος και μας αλλάξανε ζωή. Σπαταλήσαμε τη ζωή μας σε δραστηριότητες λάθος. Μεγαλώσαμε τα παιδιά μας λάθος. Επενδύσαμε το μέλλον μας σε ανθρώπους λάθος. Ψηφίσαμε αντιπροσώπους ανεξέλεγκτους, λάθος. Και σήμερα εμείς, η γενιά του Πολυτεχνείου, της Νομικής και της καρπαζιάς, ντρεπόμαστε να αντικρίσομε τα παιδιά και τα εγγόνια μας.

Η γενιά των επιφανών της εξέγερσης του Πολυτεχνείου… και σήμερα κυβερνά την καθημαγμένη πια, χώρα μας. Την ντροπιασμένη παγκόσμια πατρίδα, την αναξιόπιστη και αναξιοπρεπή πατρίδα. Μας κατηγορούν αυτοί οι σπουδαίοι, επί πλέον ότι φταίμε εμείς οι άσημοι, όχι αυτοί οι διάσημοι. Που πήγε άραγε ο ηρωισμός της ανάληψης των ευθυνών, που τους διέκρινε στα νιάτα τους;

Τώρα με τεντωμένο το χέρι της επαιτείας, η περήφανη γενιά ζητά από τους νεόπλουτους Γερμανούς, τους ευγενείς Γάλλους και το Δ.Ν.Τ, τη δόση της εξαρτημένης πατρίδας. Χωρίς ντροπή. Και με μπροστάρη τον γιό του μπαμπά του, που αντικατάστησε τον ανιψιό του θείου του. 

Εκλιπαρεί για λογαριασμό μας, χωρίς εξουσιοδότηση, γνωρίζοντας πριν από εμάς, αντί για ’μας, το κακώς εννοούμενο καλό μας, τους πλούσιους της Γης να  αγοράσουν τα χρυσά, τα αργυρά και τα χαλκώματά μας. Τι ντροπή και τι κατάντια για μια περήφανη στα νιάτα της γενιά, που κατάντησε στα γηρατειά της ντροπιασμένη!

Ψελλίζουν κάποτε-κάποτε μισοκακόμοιρα, «κάναμε λάθη». Και περιμένουν να τους συγχωρήσουμε και να τους ξαναψηφίσουμε. Όλοι αυτής της γενιάς. Ακραίοι δεξιοί, κεντρώοι-δεξιοί, σοσιαλιστές, ανανεωτικοί-αριστεροί, ορίτζιναλ-αριστεροί, κλπ. Άβουλοι, παρλαπίπες, θεωρητικοί, μοιραίοι, εξυπνάκηδες, αλλά κατ’ αυτούς αθώοι και ωραίοι, συνεχίζουν τις μεταγγίσεις σε μιαν Ελλάδα που πεθαίνει από ακατάσχετη αιμορραγία.

Που χάνει το αίμα της πολύ πιο γρήγορα απ’ το ρυθμό που της το αναπληρώνουν. Αιμορραγία του καλύτερου ανθρώπινου δυναμικού στο εξωτερικό. Αιμορραγία πλούτου. Πουλιούνται αέρια, πετρέλαια, ήλιος, νερά, κτήρια, μισθοί, συντάξεις, ιδιωτικές και δημόσιες περιουσίες. Χάνονται ζωές! Αυτές δεν έχουν καμιά αξία στην Ελλάδα. Κόλαση μόνο για τους μικρομεσαίους, φυσικά. Οι μεγάλοι και οι κατέχοντες την εξουσία προστατεύονται.

Για ’μας κανείς δεν λογαριάζει. Τις άγρυπνες νύχτες των γονιών. Τα απελπισμένα μάτια των ανέργων. Την απογοήτευση των νέων. Τα απορημένα πρόσωπα των παιδιών. Την αγωνία της οικογένειας, που αδυνατεί να αγοράσει τα βιβλία της δωρεάν παιδείας που δεν έδωσε το υπουργείο του «γηράσκω αεί διδασκόμενος» με τη μέθοδο της υπνοπαιδείας.

Τον μαθητή που ζηλεύει τον συμμαθητή του γιατί ο πατέρας του είχε λεφτά και του αγόρασε βιβλίο, ενώ αυτός πήρε φωτοτυπίες, διδασκόμενος την ταξική διαφορά από πολύ νωρίς. Τον επαγγελματία που με οδύνη κλείνει το μαγαζί του, πετώντας το μόχθο μιας ζωής, μένοντας άνεργος, για να μπορεί να τον λέει τεμπέλη η κυρία Μέρκελ. Τον νομοταγή πολίτη που απελπίζεται, γιατί δεν μπορεί να πληρώσει τα χαράτσια που κάθε τόσο του ζητάνε.

Τον ασθενή που το ασφαλιστικό του ταμείο δεν πληρώνει τα φάρμακα, με πρώτη και καλύτερη την κάποτε κραταιά ΔΕΗ. Κανείς δεν νοιάζεται, για τα χαμένα πειράγματα και γέλια των σκυθρωπών συνταξιούχων στα καφενεία. Σίγουρα θα έχει σκεφτεί η παγκοσμιοποίηση πως θα ήταν καλύτερα αν τους έριχναν στον Καιάδα ν’ αλαφρώσουν τα Ταμεία. Κανείς δεν νοιάζεται. Για το απλανές βλέμμα των άνεργων μεσηλίκων, χαμένο στο ζοφερό μέλλον, ενώ αναρωτιούνται που πήγαν οι κόποι της ζωής τους.

Για τους απορημένους πολίτες, που προσπαθούν να καταλάβουν, πως γίνεται να ρυθμίζει την άχαρη ζωή τους, η γενιά της εξέγερσης του πολυτεχνείου ενώ η ίδια ζει σε εικονική πραγματικότητα. Κάθε μέρα που περνά, μας βυθίζουν πιο βαθιά το μαχαίρι, για να εξασφαλίσουν τα χρήματα της εξυπηρέτησης ανήθικων πιστωτών, μέχρι τελικής πτώσης του λαού. Μέχρι να ικανοποιήσουν τις μίζερες αγορές των CDS και των στοιχημάτων πτώχευσης, που θα χαρούν, γιατί τους Έλληνες τους τελειώσανε.

Δεν θα υπάρχουν πια, για να θυμίζουν τη διαφορετικότητά τους. Να μη θυμίζουν στους Γερμανούς, πως η ζωή δεν είναι μόνο μάμ, κακά και νάνι. Είναι και χαρά η ζωή. Είναι αγάπη. Είναι γέλιο, φιλία, καλή παρέα, αποσπερίδα, γλέντι, οικογένεια, συγγενολόι, εργασία. Είναι οι ομορφιές της πολύπαθης πατρίδας. Είναι όλα τα τζάμπα πράγματα που διαφοροποιούν τον άνθρωπο από τα ζώα. Δυστυχώς, εμείς γι’ αλλού κινήσαμε κι αλλού η ζωή μας πάει. 

Όσο για την ηρωική γενιά της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και της Νομικής, κατάφερε το αδιανόητο: να δικαιώσει τη Χούντα! Μόνο εκτελεστικά αποσπάσματα δεν έχουν συστήσει ακόμα. Εύκολα λέγονται όλα αυτά «λαϊκισμός» θα αντιτείνει κάποιος. Αλλά υπάρχει άλλη λύση; Ναι. Υπάρχει. Θέλει όμως αρετήν και τόλμην η Ελευθερία.

Ένας ζωντανός οργανισμός που υποφέρει από γάγγραινα μόνο με αποκοπή του μολυσμένου μέλλους μπορεί να σωθεί. Πονάει, αλλά είναι η αποτελεσματική λύση, όταν τα φάρμακα αποδειχθούν αναποτελεσματικά.

Η Εθνική Αντίσταση, ό,τι κι αν σημαίνει αυτή η έννοια, μπορεί να μας απαλλάξει από την ντροπή της παγκοσμιοποίησης και τους ριψάσπιδες ηγέτες μας. Αν δεν μας αρέσει αυτός ο κόσμος τον αλλάζουμε, όσο πόνο κι αν έχει η αλλαγή. Για τις Γενιές που έρχονται μετά από ’μας. Να πονάμε και να αλλάζομε, όχι να πονάμε και να βουλιάζουμε.