26.11.13

a compassionate look at Athens downtown

πρόσφυγας - θύμα ρατσιστικής βίας
πρόσφυγες & Έλληνες περιμένουν το συσσίτιο
συσσίτιο
22χρονη προσφυγοπούλα εργάζεται ως ιερόδουλη
ζευγάρι Ελλήνων τοξικομανών που ζει σε ξενοδοχείο -η κοπέλα εκπορνεύεται
εκείνος είναι 28 ετών, εκείνη 32, με δύο παιδιά σε ίδρυμα 
νεαρή αστυνομικός ζητάει από πρόσφυγα τα χαρτιά του
πρόσφυγας συλλαμβάνεται γιατί έκλεψε ένα κινητό τηλέφωνο από μία γυναίκα
ασθενοφόρο ειδοποιήθηκε να παραλάβει άρρωστη άστεγη

Κάποιες απ’ τις φωτογραφίες που παρουσιάζω εδώ, δημοσιεύτηκαν πριν τρεις μέρες στο ενδιαφέρον καναδέζικο περιοδικό VICE, ανάμεσα στη συνέντευξη του δημιουργού τους, του Αλβανού φωτορεπόρτερ Enri Canaj, ο οποίος ζει στην Αθήνα, όπου ήρθε με την οικογένειά του σε ηλικία έντεκα ετών, ως πρόσφυγας.

Έκτοτε, πέρασαν είκοσι δύο χρόνια κι ο Enri Canaj δεν τα πήγε διόλου άσχημα. Σπούδασε φωτογραφία και νεότατος ακόμα, έχει ήδη καμαρώσει κάμποσες δικές του δουλειές να καταχωρούνται σε έγκυρα διεθνή έντυπα. Το υλικό που δημοσίευσε το VICE, προέρχεται από τη συλλογή με τίτλο «Shadows in Greece», δηλαδή «Σκιές στην Ελλάδα». Ο Enri Canaj δούλεψε αυτό το project την τελευταία διετία. Κι όπως εξηγεί ο ίδιος, στην αρχή ξεκίνησε να φωτογραφίζει ανθρώπους, χωρίς συγκεκριμένο σκοπό.

Εγώ, που νομίζω μπορώ να κατανοήσω τι συνέβη, λέω πως τον συγκινούσαν «οι άνθρωποι που γλιστρούσαν στους δρόμους σαν σκιές, με τα κεφάλια κάτω, με γερμένους ώμους και σφραγισμένα χείλη», γιατί στα δικά τους μάτια έψαχνε τον εαυτό του. Δεν είμαι μάντισσα, ούτε γνωρίζω τον καλλιτέχνη προσωπικά. Απλώς συμπεραίνω πως κάτι τέτοιο έγινε, γιατί αυτό πάνω-κάτω έχω καταλάβει πως γίνεται πάντοτε με τους δημιουργούς.

Όταν πρωτοξεκινάνε ένα έργο, δεν ξέρουν τι ακριβώς γυρεύουν. Αργότερα μόνο βρίσκονται καθρεφτισμένοι οι ίδιοι σ’ αυτό που κάνουν. Κι όταν καταπιάνονται με ανθρώπους, εκείνοι γίνονται τα δικά τους είδωλα. Οι καλλιτέχνες που χρίζουν άλλους ανθρώπους «αντικείμενα της δουλειάς τους», κάποια στιγμή δεν είναι πλέον ξένοι προς αυτούς. Βαθμηδόν, παύει να είναι απ’ τη μία ο καλλιτέχνης κι απ’ την άλλη ο Άλλος.

Είναι πολύ παράξενα αυτά τα ζευγαρώματα. Οι ψυχές γίνονται ένα, με τρόπο τέτοιο που είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς πως συμβαίνει. Πάντως συμβαίνει. Ο ζωγράφος ή ο φωτογράφος με το μοντέλο τους, κατ’ αναλογία με τον βιογράφο και τον ήρωά του, συνδέονται μ’ έναν τρόπο μυστηριακό. Αποκτούν μια βαθιά, εσωτερική σχέση, που μόνο φαινομενικά μπορεί να ονομαστεί επαγγελματική και που δε μοιάζει με καμιά από τις σχέσεις που ξέρουμε στην καθημερινή ζωή.

Είναι πιστεύω ζήτημα ίασης η Τέχνη, έτσι κι αλλιώς. Όποιος βρίσκει σ’ αυτήν απάγκιο, γίνεται γιατρός του εαυτού του, ασχέτως αν το συνειδητοποιεί ή όχι. Γλύφει πληγές. Όπως όμως οι καπνιστές περιφερόμαστε επιδεικνύοντας με μόρτικο ύφος ένα τσιγάρο στα χείλη, γιατί θα ντρεπόμασταν να μας βλέπουν να κρέμεται απ’ το στόμα μας διαρκώς η πιπίλα που κατά βάθος έχουμε ανάγκη, έτσι κι αυτός που ακουμπάει την ψυχή του σε ύλη συστήνεται ως καλλιτέχνης.

Ο τίτλος είναι πιο εύηχος και κυρίως, πολύ πιο ευυπόληπτος. Ως γνωστόν, αυτός ο τίτλος είναι απ’ τους πλέον παρεξηγημένους, γιατί πολύ συχνά ευτελίζεται, χρησιμοποιείται σαν παραπέτασμα καπνού από ανθρώπους επί της ουσίας κενόδοξους. Για μένα όμως, ήταν, είναι και φαντάζομαι θα συνεχίσει μέχρι τέλους να είναι, απ’ τους πλέον τιμητικούς, όποτε φυσικά το «φαίνεσθαι» συμπίπτει με το «είναι».

Συγκεκριμένα στην περίπτωση του Enri Canaj, η προσωπική του ιστορία, έτσι κι αλλιώς, αποδεικνύει την ταύτισή του με τους ανθρώπους που φωτογράφισε σ’ αυτή τη συλλογή. Ερχόμενη στην Αθήνα από τα Τίρανα, η οικογένεια Canaj βρήκε κατάλυμα σ’ ένα φθηνό ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης. Κι ο μικρός τότε Enri, έμαθε ελληνικά από τις νεαρές ιερόδουλες που έμεναν στον κάτω όροφο.

Όταν λοιπόν μεγάλωσε, ήξερε πια πολύ καλά πως οι εξαθλιωμένοι άνθρωποι, έχουν όπως όλοι, ψυχή εκτός από προβλήματα. Οι γυναίκες, για παράδειγμα, που σήμερα εκδίδονται για πέντε ευρώ, ή οι τοξικομανείς που δε διστάζουν να αυτομολυνθούν με τον ιό HIV προκειμένου να εξασφαλίσουν το μηναίο επίδομα, είναι άνθρωποι που βρίσκονται σε δυσμένεια εν μέρει μόνο λόγω προσωπικών σφαλμάτων. Κατά τα λοιπά, η δυστυχία τους οφείλεται στην ατυχία τους και σε μια σειρά αντίξοων συγκυριών. 

Αυτή είναι μια αλήθεια την οποία εμείς, που έχουμε (προς το παρόν) ένα ασφαλές μέρος για να κοιμηθούμε και μερικά λεφτά για το μεσημεριανό μας φαγητό, επιμένουμε να την παραβλέπουμε. Δε θέλουμε να ξέρουμε πως έφτασαν τόσοι και τόσοι άνθρωποι στην απαξίωση. Δε μας νοιάζει. Ίσως γιατί είναι πάρα πολλοί πια και μας φοβίζει το ότι δεν μπορούμε να κάνουμε απολύτως τίποτα για να βοηθήσουμε.

Πράγμα που βεβαίως δεν ισχύει. Πάντοτε ο άνθρωπος μπορεί να βοηθάει, ακόμα κι όταν φαινομενικά δεν έχει την παραμικρή δυνατότητα. Δεν είναι τυχαίο που αυτοί οι οποίοι προσφέρουν σημαντική βοήθεια σε άλλους ανθρώπους, είναι σε μεγάλο ποσοστό κι οι ίδιοι άνθρωποι φτωχοί. Γιατί; Γιατί αυτοί καταλαβαίνουν τι σημαίνει να υποφέρεις, είναι ίσως η πιο σωστή απάντηση.       

Ο Enri Canaj τα τελευταία δύο χρόνια πέρασε πολύ χρόνο με τους ανθρώπους που φωτογράφισε κι ονόμασε έπειτα Σκιές. Έγιναν μέρος της καθημερινότητάς του, πολύ συνειδητά. Ήταν οι άνθρωποί του αυτοί, γιατί κοντά σε πονεμένους ανθρώπους είχε βρει κι ο ίδιος παρηγοριά ως παιδί.  

«Αυτοί ήταν που με καλοδέχτηκαν όταν πρωτοήρθα στην Αθήνα, μετανάστης κι εγώ», εξηγεί πολύ ωραία ο Enri Canaj, που αντιλαμβάνομαι ότι δούλεψε τις «σκιές» του τιμητικά, στο όνομα όλων των προσφύγων που ήρθαν στην Ελλάδα αναζητώντας μια καλύτερη τύχη και τελικά βίωσαν τη σκληρότητα του ρατσισμού.

Αφιέρωμα σ’ αυτά τα έργα έκανε και η κίνηση απελάστε τον ρατσισμό. Δεν ξέρω βέβαια κατά πόσον εξυπηρετεί η δουλειά του Enri Canaj τους σκοπούς του κινήματος. Οι εικόνες του αποτυπώνουν την άγρια πλευρά της ζωής των μεταναστών στην πόλη μας. Και γνωρίζω πως στους περισσότερους από εμάς, η άγρια πλευρά προκαλεί έντονη δυσπεψία, γι αυτό προτιμάμε να προσποιούμαστε πως δεν την έχουμε ακουστά. Οι άνθρωποι της οργάνωσης όμως, δεν είναι αφελείς. Οπότε, καταχωρώ το σχετικό δημοσίευμα στο μυαλό μου, ως ένα ακόμα τόλμημα εκ μέρους τους.  

Εκτός αυτού, ο Enri Canaj μιλώντας στον Pat O'Malley του VICE, είπε πως στην Αθήνα ζουν άνθρωποι χωρίς ελπίδα, ζουν ζωές μαρτυρικές κι ότι αυτό δεν ήθελε να το κρύψει, αλλά αντίθετα αυτό ακριβώς ήταν που ήθελε μέσα απ’ τη δουλειά του να δείξει στον κόσμο. Κι ο δημοσιογράφος, τον ρώτησε αν υπάρχει χώρος για αισιοδοξία στην Ελλάδα, δεδομένων των συνθηκών σήμερα στη χώρα. 

Οπότε, ο Enri Canaj απάντησε, λέγοντας κάτι πέρα για πέρα αληθινό. Πως δηλαδή «αντιμετωπίζοντας την πραγματικότητα, κοιτάζοντάς την κατάματα, ακόμα κι αν αυτό είναι οδυνηρό, μας κάνει να βρίσκουμε ελπίδα. Κι οι πιο τυχεροί από εμάς, πρέπει να στεκόμαστε με ευαισθησία στον πόνο των άλλων, με συμπόνια».

Τέλος, εξήγησε με τον καλύτερο τρόπο γιατί κάνει ό,τι κάνει. Είπε: «Θέλω να κάνω τους ανθρώπους να σταματήσουν για ένα λεπτό, ώστε να μπορέσουν να σκεφτούν και να νιώσουν». Σπουδαίο κατόρθωμα αυτό, για όποιον τελικά το κάνει πράξη. Ή έστω, για όποιον το προσπαθεί, ακόμα κι αν δεν το καταφέρνει τελικά. Γιατί η Τέχνη είναι Τέχνη μονάχα όταν είναι ωφέλιμη. Τα υπόλοιπα όλα, είναι καρικατούρες της. Έτσι λέω εγώ.