Υπάρχει μια όψη που δύσκολα
αποκαλύπτεται.
χρόνια, σοβαρή και αινιγματώδης,
εμπεριέχει εντούτοις
τα μη ταξινομημένα συναισθήματα, τις οφιοειδείς τύψεις
και το επιούσιον πένθος.
Πρόκειται για τον ιστό που δεν έχει μικροσκοπηθεί,
τις πτυχές εκείνες που δεν απεικονίζονται
τον εαρινό κατάλογο των τεθλιμμένων επετείων
που κατ’ έτος ανανεώνεται.
Πρόκειται μάλλον για ανερμήνευτο χρησμό,
για οπτική μέθοδο
που ακυρώνει δια μιας τους οιωνοσκόπους,
μια κηλίδα σκότους που πολλαπλασιάζεται
από καθρέφτη σε καθρέφτη.
Αυτό το ποίημα του Γιάννη Ευσταθιάδη, που έχει τίτλο «να διαβαστεί με καθρέφτη», περιέχεται στη συλλογή «Καθρέφτης» και είναι τυπωμένο ανάποδα, διαβάζεται άρα μόνο μέσα από καθρέφτη. Βλ. εκδ. Ύψιλον, 2010, σελ. 31
Για την Ιστορία, να πω επίσης πως πριν από δυο μήνες περίπου, κάτσαμε ένα απόγευμα με τον φίλο μου τον Γιώργο να πιούμε καφέ, λίγο πιο πέρα απ’ το δικαστικό μέγαρο στην Αλεξάνδρας. «Ωραίο μέρος διάλεξες ρε, μπράβο!», αστειεύτηκα εγώ που απεχθάνομαι τη θεά Θέμιδα κι ύστερα πιάσαμε θέματα δικά του. Μετά από λίγο όμως, μας διέκοψε ο ήχος του κινητού μου. Ήταν από την ΕΡΤ.
Το προηγούμενο βράδυ άκουγα στο ραδιόφωνο μια εκπομπή αφιερωμένη στην ποίηση ενός από τους -κατά τη γνώμη μου- σημαντικότερους σύγχρονους ποιητές μας, του Γιάννη Ευσταθιάδη. Είναι βεβαίως και ο ίδιος παραγωγός του Τρίτου Προγράμματος. Αλλά η εκπομπή που άκουγα καθώς μαγείρευα, δεν ήταν δική του, ήταν εκπομπή συναδέλφου. Κι επειδή κάτι που άκουσα μ’ ενδιέφερε πολύ κι ήθελα να μάθω λεπτομέρειες, έστειλα e-mail με το σχετικό ερώτημα.
Το τηλέφωνό μου λοιπόν, την ώρα που μιλούσα με τον φίλο μου, χτύπησε γιατί με κάλεσε μία κοπέλα από το δημόσιο ραδιόφωνο, που απάντησε την ερώτησή μου πολύ ευγενικά. Μάλιστα, επειδή ζήτησα και μία συμπληρωματική πληροφορία, την οποία δε γνώριζε, κλείσαμε και με κάλεσε πάλι μετά από λίγα λεπτά.
Ο φίλος μου, άκουσε βέβαια όσα είπα και απόρησε. Του εξήγησα τι είχε προηγηθεί και απόρησε ακόμα παραπάνω. «Και σε πήραν τηλέφωνο μέσα σε λίγες ώρες; Μπράβο…». «Με πήραν τηλέφωνο δις, όπως άκουσες… ΕΡΤ αγάπη μου!», χαμογέλασα εγώ πλατιά. Βέβαια, τότε ακόμα ένιωθα ασφαλής σ’ αυτή τη χώρα.
χρόνια, σοβαρή και αινιγματώδης,
εμπεριέχει εντούτοις
τα μη ταξινομημένα συναισθήματα, τις οφιοειδείς τύψεις
και το επιούσιον πένθος.
Πρόκειται για τον ιστό που δεν έχει μικροσκοπηθεί,
τις πτυχές εκείνες που δεν απεικονίζονται
τον εαρινό κατάλογο των τεθλιμμένων επετείων
που κατ’ έτος ανανεώνεται.
Πρόκειται μάλλον για ανερμήνευτο χρησμό,
για οπτική μέθοδο
που ακυρώνει δια μιας τους οιωνοσκόπους,
μια κηλίδα σκότους που πολλαπλασιάζεται
από καθρέφτη σε καθρέφτη.
Αυτό το ποίημα του Γιάννη Ευσταθιάδη, που έχει τίτλο «να διαβαστεί με καθρέφτη», περιέχεται στη συλλογή «Καθρέφτης» και είναι τυπωμένο ανάποδα, διαβάζεται άρα μόνο μέσα από καθρέφτη. Βλ. εκδ. Ύψιλον, 2010, σελ. 31
Για την Ιστορία, να πω επίσης πως πριν από δυο μήνες περίπου, κάτσαμε ένα απόγευμα με τον φίλο μου τον Γιώργο να πιούμε καφέ, λίγο πιο πέρα απ’ το δικαστικό μέγαρο στην Αλεξάνδρας. «Ωραίο μέρος διάλεξες ρε, μπράβο!», αστειεύτηκα εγώ που απεχθάνομαι τη θεά Θέμιδα κι ύστερα πιάσαμε θέματα δικά του. Μετά από λίγο όμως, μας διέκοψε ο ήχος του κινητού μου. Ήταν από την ΕΡΤ.
Το προηγούμενο βράδυ άκουγα στο ραδιόφωνο μια εκπομπή αφιερωμένη στην ποίηση ενός από τους -κατά τη γνώμη μου- σημαντικότερους σύγχρονους ποιητές μας, του Γιάννη Ευσταθιάδη. Είναι βεβαίως και ο ίδιος παραγωγός του Τρίτου Προγράμματος. Αλλά η εκπομπή που άκουγα καθώς μαγείρευα, δεν ήταν δική του, ήταν εκπομπή συναδέλφου. Κι επειδή κάτι που άκουσα μ’ ενδιέφερε πολύ κι ήθελα να μάθω λεπτομέρειες, έστειλα e-mail με το σχετικό ερώτημα.
Το τηλέφωνό μου λοιπόν, την ώρα που μιλούσα με τον φίλο μου, χτύπησε γιατί με κάλεσε μία κοπέλα από το δημόσιο ραδιόφωνο, που απάντησε την ερώτησή μου πολύ ευγενικά. Μάλιστα, επειδή ζήτησα και μία συμπληρωματική πληροφορία, την οποία δε γνώριζε, κλείσαμε και με κάλεσε πάλι μετά από λίγα λεπτά.
Ο φίλος μου, άκουσε βέβαια όσα είπα και απόρησε. Του εξήγησα τι είχε προηγηθεί και απόρησε ακόμα παραπάνω. «Και σε πήραν τηλέφωνο μέσα σε λίγες ώρες; Μπράβο…». «Με πήραν τηλέφωνο δις, όπως άκουσες… ΕΡΤ αγάπη μου!», χαμογέλασα εγώ πλατιά. Βέβαια, τότε ακόμα ένιωθα ασφαλής σ’ αυτή τη χώρα.