«Μα κι αυτοί,
σαββατιάτικα, έντεκα η ώρα το πρωί και μάλιστα πρωτομηνιά! Χάθηκε να μπορούν
άλλη μέρα; Έστω άλλη ώρα; Γίνονται τέτοιες δουλειές ντάλα ήλιο;» Έτσι δυσανασχετούσε
καθώς έψαχνε στις αποθηκευμένες επαφές, να βρει το όνομά του. Παράλληλα,
πήγαινε πάνω-κάτω, σκάβοντας με τα βήματά της ανύπαρκτα χαντάκια. Την επαφή που
ήθελε τη βρήκε πολύ γρήγορα. Αλλά δεν κάλεσε αμέσως. Έμεινε μερικά λεπτά να
κοιτάει την οθόνη του κινητού της σα χαμένη.
«Παρης Κλειδ». Αυτό ήταν
γραμμένο στην οθόνη. Κι εκείνη, με το
κινητό στο αριστερό χέρι, στραμμένο προς το βλέμμα της, κοιτούσε σαν να
περίμενε να εμφανιστεί ξαφνικά κάτι άλλο στη θέση των δέκα αυτών γραμμάτων.
Οτιδήποτε άλλο. Προφανώς όμως, δεν έγινε έτσι. Μέχρι που το πήρε πια απόφαση
και πάτησε το κουμπί. Στο τέταρτο χτύπημα η κλήση απαντήθηκε.
«Έλα, καλή μέρα! Τι γίνεται;»
«Καλή μέρα, Πάρη, καλό μήνα! Τι να γίνει; Βγήκα να πετάξω τα σκουπίδια και κλείστηκα έξω. Είσαι κοντά;»
«Ναι, στο μαγαζί είμαι. Κλείσε κι έρχομαι. Και καλό μήνα, το ξέχασα! Φτάσαμε στον Ιούνιο, ε;», είπε πρόσχαρα ο Πάρης.
Που ήταν πάντοτε ευδιάθετος.
Και που βέβαια ήταν κλειδαράς. Κι όχι ένας οποιοσδήποτε κλειδαράς. Ο πατέρας
του είχε το περιβόητο «KΛΕΙ-ΔΙ», το κλειδαράδικο που εξυπηρετούσε τη συνοικία τους, αλλά και
γειτονικά προάστια κι απ’ το οποίο ο ιδιοκτήτης του είχε κυριολεκτικά
θησαυρίσει. Ο Πάρης ήτανε μοναχογιός. Πιτσιρικάς ακόμα διδάχτηκε τη δουλειά κι
εύστροφος όπως ήταν, μεγαλώνοντας έγινε ο άξιος διάδοχος που ήλπιζε ο γέρος.
Ωστόσο, τελειώνοντας το
λύκειο ξεκίνησε σπουδές. Σε μια ειδικότητα που ούτε τον ενδιέφερε, ούτε και
επρόκειτο να ασχοληθεί ποτέ επαγγελματικά μ’ αυτήν. Τότε ήθελε απλώς να πάρει
αναβολή απ’ τον στρατό. Για να συνεχίσει να τριγυρνάει τα βράδια με τους
κολλητούς του ή με κοριτσόπουλα. Την τέλειωσε όμως τη σχολή, για να
έχει τα νώτα του καλυμμένα. «Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να γίνει. Η τέχνη είναι
που θα σε ζήσει, έχε όμως κι ένα πτυχίο, αχρείαστο να ’ναι», έτσι τον είχε
συμβουλεύσει ο πατέρας του.
Και τον πατέρα του τον άκουγε,
γιατί ήταν άνθρωπος της πιάτσας, ήξερε τι έλεγε. Τον θαύμαζε, καθώς ήτανε
πετυχημένος. Το χρήμα έρεε άφθονο στο σπίτι τους. Δεν είχε κανένα λόγο να
αμφισβητεί τη γνώμη του. Πατέρας και γιος τα πήγαιναν πολύ καλά. Ο
μπαρμπα-Γιάννης, όπως τον ήξεραν στη γειτονιά, καμάρωνε πολύ το παλικάρι του.
Και με το δίκιο του. Ήτανε όμορφο αγόρι, καλογυμνασμένο, εργατικό κι επιπλέον
κοινωνικό πολύ και σ’ όλα του εντάξει.
Το μόνο που ανησυχούσε
τον μπάρμπα-Γιάννη ήταν που ο μικρός τα βράδια έβγαινε κι έπειτα γύρναγε σπίτι,
όταν γύρναγε, λιώμα. Ειδικά τα Σάββατα, συναντιόταν με τους φίλους του κι
έπινε, κι έκανε τι έκανε κι ύστερα ερχόταν το πρωί πια και για να συνέλθει κοιμόταν
συνεχόμενα μέχρι το πρωί της Δευτέρας. Οπότε, οι Κυριακές για τους γονείς του σήμαιναν
πως έπρεπε να κάνουν ησυχία.
Διότι το είχαν καταλάβει
πως το αγόρι τους εκτός από αλκοόλ έπινε και διάφορα άλλα. Δυο φορές μάλιστα
τους είχαν ειδοποιήσει πως είχε τρακάρει κι ήταν στο νοσοκομείο. Τη μία χτύπησε
ελαφρά, την άλλη όμως είχε σπάσει το πόδι του πολύ άσχημα. Κι αυτή τη δεύτερη
φορά, τ’ αμάξι του διαλύθηκε. Ήταν πανάκριβο αυτοκίνητο, ούτε που νοιάστηκε όμως
ο πατέρας του για τα λεφτά που χάθηκαν έτσι άδικα. Μόνο που όταν αργότερα είδε
το σωρό τα παλιοσίδερα απ’ όπου βγάλανε αναίσθητο τον Πάρη, έκανε τον σταυρό
του, που το παιδί του γλίτωσε με τρία μονάχα χειρουργεία.
απόσπασμα από το διήγημα «πετούγια»
που περιλαμβάνεται στην υπό έκδοση συλλογή διηγημάτων «Ανοιξιάτικες Ιστορίες»
© Σίσσυ Λοΐζου, 2013
που περιλαμβάνεται στην υπό έκδοση συλλογή διηγημάτων «Ανοιξιάτικες Ιστορίες»
© Σίσσυ Λοΐζου, 2013