18.6.13

πρέπει να μοιάζει...


Μια σκιά, κάθε βδομάδα πιο θαμπή ολοένα,
ένας σκοπός πιο σκοτεινός.
Αναρωτιέμαι ποιος θα είναι
ο έσχατος που θα ’ρθει να τρυπώσει εδώ προϊδεασμένος;
Μήπως κανείς σχολαστικός χαρτογιακάς,
που ξέρει τι θα πει «υπερώον»;
Κανείς ερειπιοπότης ίσως, παλαβός γι’ αρχαία
ή χριστουγεννομανής που πάει να μαστουρώσει,
με μυροδόχες και μ’ αυλούς και μίτρες αρχιερέα;
Ή μήπως θα ’ναι κάποιος σαν εμένα;

Βαριεστημένος κι αδαής, εν γνώσει ωστόσο,
ότι ο πηλός του πνεύματος τρίφτηκε κι έμεινε άμμος;
Και που αν θα κάνει απ’ τα προάστια δρόμο τόσο,
είναι επειδή για αιώνες έζησαν εδώ αρμονικά,
όσα έκτοτε τελούν σε χωρισμό
-γέννηση, γάμος ,ο θάνατος, οι σκέψεις μας γι’ αυτά-
για όσα ειδικά χτίστηκε αυτό το κέλυφος;
Γιατί ιδέα δεν έχω τι αξίζει
ο επιπλωμένος τούτος στάβλος, ο σαπρός
μ’ αρέσει όμως να στέκομαι εδώ μέσα σιωπηλός.

Είναι ένας οίκος σοβαρός σε τόπο σοβαρό.
Η ατμόσφαιρά του συγκαλεί κάθε μας φόβο,
Τον κάνει οικείο, με μανδύα μοιραίο τον ντύνει.
Κι αυτό είν’ αδύνατο! Όχι ν’ απαρχαιωθεί!
Πάντοτε μ’ έκπληξη κανείς θ’ αναρριγεί.
Εμπρός στην πείνα μέσα του πιο σοβαρός να γίνει.
Κι εκείνη πάντα θα τον οδηγεί στον τόπο αυτό,
που κάποτε, άκουσε να λεν, ανάσταινε σοφούς.
Έστω και μόνο επειδή μέσα του
κρύβει όλους εκείνους τους νεκρούς.


από το ποίημα του Φίλιπ Λάρκιν «εκκλησιασμός»
μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης