Την άνοιξη, οι αισθήσεις μας είναι τεταμένες. Στα περισσότερα ζωντανά, η άνοιξη σηματοδοτεί την εποχή του ζευγαρώματος κι οι άνθρωποι δεν αποτελούμε εξαίρεση του κανόνα. Τότε δεν είναι που ξελογιαζόμαστε με μια ματιά; Που ερωτευόμαστε ένα χαμόγελο; Που φαντασιωνόμαστε ένα κορμί; Που ανθίζουνε τα μέσα μας, όπως τα δέντρα στους δρόμους…
Την άνοιξη είναι που παραδίδουμε πρόθυμα την αρχηγία στα ένστικτά μας.
Ασυναίσθητα υπηρετούμε τη βούληση της φύσης, την αναπαραγωγή του είδους μας. Κι
έτσι, άνευ επίγνωσης, υποτασσόμαστε στην έμφυτη ανάγκη μας: να προσπαθούμε
ισοβίως να κερδίσουμε την παρτίδα με τον Θάνατο, ενώ γνωρίζουμε καλά πως κάτι τέτοιο δεν
πρόκειται να συμβεί ποτέ.
Γι αυτό κι όταν τον αντιμαχόμαστε, ιδίως όταν χρησιμοποιούμε για όπλο μας
τον Έρωτα, μπλέκουμε ακόμα χειρότερα στην τραγωδία της ύπαρξής μας. Ο Έρωτας,
σε οποιαδήποτε μορφή του, σαρκική ή μη, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια
απόπειρα παντοδυναμίας.
Ο εραστής θέλει να ορίσει αυτός το κορμί του άλλου. Ζητάει από ’κείνον να
γεννοβολήσει τα παιδιά του. Ακόμα κι όταν δεν το αντιλαμβάνεται καθόλου, για το
όσο διαρκεί η σεξουαλική τελετουργία, γίνεται Θεός στη θέση του Θεού. Αλλά κι ο
ερωτευμένος, επί της ουσίας διεκδικεί την ανάκτηση μιας ακρωτηριασμένης
πληρότητας. Ζητάει πίσω το χαμένο «όλον». Το αρεστό είδωλό του μέσα στον
ιδανικό καθρέφτη της απέναντι ψυχής.
Η εξιδανίκευση άρα, πάγια τακτική οποιουδήποτε μεταχειρίζεται την
υπερδύναμη που λέγεται Έρωτας, αυτόν τον σκοπό έχει. Ο ερωτοχτυπημένος αν θέλει
κάτι, αυτό είναι το πρόσωπό του, ρετουσαρισμένο κατά βούληση μέσα απ’ το αόρατο
φίλτρο του οποιουδήποτε έχει ερωτευτεί. Αυτός είναι κι ο λόγος που ο Έρωτας
εξατμίζεται, βαθμηδόν μεν, γρήγορα όμως σαν ανοιξιάτικη βροχή.
Γιατί όσο ο ένας ανακαλύπτει την πραγματικότητα του άλλου, το τόσο
ανακουφιστικό ψεύδος που αρχικώς προσέφερε ο Έρωτας, υποκύπτει στις πιέσεις της
αλήθειας. Και τότε, μόλις ο άλλος μέσα στον καθρέφτη αδυνατεί πια να αποκρύψει
την αλήθεια του εαυτού, αναζητά κανείς νέο καθρέφτη. Εν γνώσει του πως κι αυτός
πολύ σύντομα θα χρειαστεί αντικατάσταση.
Μιας και στον επόμενο καθρέφτη, όσο κι αν τον νομίσει κανείς ξανά για
μαγικό, πρώτος θα καθρεφτιστεί ο ίδιος. Κι αυτό συχνά αποδεικνύεται εξαιρετικά
οδυνηρό για όποιον τολμήσει να κοιταχτεί μέσα εκεί. Ίσως πιο οδυνηρό κι απ’ τη
διαπίστωση πως το είδωλο του Χάρου, δηλαδή αυτού ακριβώς που θέλησε ο άνθρωπος
να εξαφανίσει κοιτώντας τη ζωή μέσα απ’ το εξωραϊστικό κάτοπτρο του Έρωτα,
είναι και το μόνο που σίγουρα περιλαμβάνεται σε κάθε τέτοιο αντικατοπτρισμό.
Κι έτσι εξηγείται μάλλον το πως γίνεται κι υπάρχουμε ακόμα πάνω σε τούτον τον πλανήτη. Οι πριν από εμάς,
ακριβώς όπως κι εμείς τώρα δα, κυνηγούσαν μια χίμαιρα, τον εαυτό που θα ’θελαν
να είχαν, έναν εαυτό τέλειο και αιώνιο. Και κυνηγημένοι, σαν κάθε άλλο πλάσμα,
από τον Θάνατό τους, έφεραν στον κόσμο κάποιους ακόμα. Για την ψευδαίσθηση πως
μέσω αυτών κατάφεραν και τον νίκησαν. Παραδίδοντας αναπόφευκτα τη σκυτάλη της αγωνίας στους επόμενους
μελλοθάνατους.
από την υπό έκδοση
συλλογή διηγημάτων «Ανοιξιάτικες Ιστορίες»
© Σίσσυ Λοΐζου
2013