3.5.13

dirty job!



Δούλευα τώρα και καθώς ξεφύλλιζα την εξαιρετική  μελέτη του εγκληματολόγου Χαράλαμπου Δημόπουλου, με τίτλο «Ανακριτική», μία απλοϊκή σκέψη πέρασε απ’ το μυαλό μου: πως η σημερινή μέρα έχει την αξία που της δίνουμε κάθε χρόνο, δυο χιλιετίες τώρα, επειδή κάποιοι δέχθηκαν τότε να  καρφώσουν τον Ιησού στον σταυρό. Τι θα είχε άραγε συμβεί αν όλοι αρνιόντουσαν το ρόλο του δήμιου, ή πιο κομψά, του επιβολέα του Νόμου; Γιατί προφανέστατα, η συμβολή του οργάνου της κοινωνικής τάξης, είναι πιο καθοριστική κι απ’ την απόφαση του δικαστή, περισσότερο κι απ’ αυτήν ακόμα τη λαϊκή βούληση.

Έτσι, αποφάσισα συνειρμικά να αφήσω κατά μέρους αυτό που διάβαζα και να σταθώ για λίγο στο προφίλ εκείνων που ασκούν στις μέρες μας το έργο της αστυνόμευσης.  Ποιοι είναι αυτοί που διαλέγουν να φορέσουν τη στολή του αστυνομικού; Γιατί τους ελκύει ένα απ’ τα πιο επικίνδυνα επαγγέλματα; Μα γιατί το συγκεκριμένο επάγγελμα (για κάποιους άλλους, λειτούργημα) αποτελεί μια ελπιδοφόρα προοπτική, ιδίως σε καιρούς όπως οι τωρινοί, χαλεπούς. Η αστυνομική εργασία, εκτός του σταθερού μισθού, για άτομα της κατώτερης κοινωνικής τάξης, γίνεται και μια εξαίσια ευκαιρία ανέλιξης στη μεσαία τάξη.

Εξίσου σημαντικά κριτήρια όμως για την επιλογή του εν λόγω επαγγέλματος, θεωρούνται και διάφορα ιδεολογικά κίνητρα, όπως λ.χ. η άσκηση εξουσίας, η οικειοποίηση των συμβολισμών της στολής, η γοητεία του κινδύνου κτλ. Δεν είναι όμως μόνο η αφόρητη ανάγκη των νέων για σίγουρη και μόνιμη επαγγελματική αποκατάσταση, σε εποχές κλιμακούμενης ανεργίας. Είναι επίσης και το αίσθημα του αλτρουισμού, που διακατέχει πολλά νεαρά άτομα.

Η πεποίθηση δηλαδή πως η παροχή βοήθειας κυρίως στα ευπαθέστερα τμήματα της κοινωνίας, θα συγκροτήσει μια εσωτερική εικόνα πληρότητας, πως η χρησιμότητα του εαυτού θα εξαργυρωθεί ως αυτοεκτίμηση, η οποία με τη σειρά της θα προσφέρει όχι μόνο κοινωνική καταξίωση, αλλά και ψυχική ισορροπία. Βέβαια, όπως συμβαίνει σε πλήθος άλλων «ανθρωπιστικών» επαγγελμάτων (ας μου επιτραπεί εδώ η χρήση εισαγωγικών),  κατά την προσαρμογή του επαγγελματία στο εργασιακό περιβάλλον και συν τω χρόνω,  προκαλείται σταδιακά η ιδιαίτερη εκείνη αντίληψη και στάση ζωής, που η επιστήμη ονομάζει «κυνισμό».

Κυνικός λέγεται αυτός που εκλαμβάνει τον κόσμο ως μια ζούγκλα. Ο κόσμος του κυνικού, έχει ως κανονικά γνωρίσματα το έγκλημα, τη διαφθορά και την κτηνωδία. Και καθώς ο κυνισμός ενός αστυνομικού εξελίσσεται, αυτός γίνεται πεσιμιστής και καταλήγει μνησίκακος. Ο κυνισμός του δε, μπορεί να αφορά μόνο τους πολίτες, μόνο τους συναδέλφους του, ή ταυτόχρονα και τους μεν και τους δε.

Όσο για τα στάδια, κατά τα οποία μεταβάλλεται – ενίοτε άρδην!- η σκέψη, ο ψυχισμός και η συμπεριφορά ενός κυνικού καριερίστα, συνήθως χαρακτηρίζονται από τις εξής διαδοχικές φάσεις:
α) ψευδοκυνισμός= υψηλά ιδανικά & συναίσθηση της αποστολής (νεοσύλλεκτοι κάθε ειδικότητας)
β) ρομαντικός κυνισμός= απονεύρωση της συναισθηματικής φόρτισης της προηγούμενης περιόδους και αντικατάστασή της από αισθήματα ρεαλισμού  (συγκεκριμένα στους αστυνομικούς, αφορά το τρίτο έως πέμπτο έτος της σταδιοδρομίας τους)
γ) επιθετικός κυνισμός= ο ρεαλισμός της προηγούμενης φάσης αντικαθίσταται από αισθήματα αδυναμίας και ανικανότητας, ενώ το παλαιότερο ιδεώδες της αστυνομίας ταυτίζεται με την αξία όλου του υπόλοιπου κόσμου
δ) παραιτημένος κυνισμός= η στάση που παρατηρείται στους επαγγελματίες, εν προκειμένω στους αστυνομικούς τα χρόνια που προηγούνται της συνταξιοδότησής τους, τότε που το ενδιαφέρον τους εστιάζει αποκλειστικά στα οφέλη της σύνταξης

Είναι ενδιαφέρον το ότι ο κυνισμός των αστυνομικών έχει μετρηθεί πως κορυφώνεται περίπου στο μέσον της καριέρας τους και διαρκεί κατά προσέγγιση επτά έως δέκα έτη. Τότε, γίνεται αδυσώπητος! Στρέφεται ενάντια στην ίδια την αστυνομία, ως δυσπιστία πως τη διοίκηση, τη νομοθεσία και τους κανονισμούς (οργανωτικός κυνισμός), αλλά και ως δυσπιστία προς τη φύση και την αξία του ρόλου της αστυνόμευσης (κυνισμός της εργασίας).

Βάσει αυτού, γίνεται ευκολότερα κατανοητό το φαινόμενο των επίορκων αστυνομικών, στοιχείο βεβαίως εγγενές του αστυνομικού σώματος. Διότι, πέραν των επί σκοπού δημοσιογραφικών υπερβολών, όλοι γνωρίζουμε πως πράγματι, πάμπολλα εγκλήματα διαπράττονται από αστυνομικά όργανα, είτε σποραδικά, είτε γενικευμένα, οπότε και γίνεται λόγος για «αστυνομική διαφθορά».

Τα αίτια που έχει καταγράψει η επιστήμη και που σχετίζονται με την ολίσθηση των αστυνομικών διεθνώς, είναι πολλά και διάφορα. Σε αυτά περιλαμβάνονται: οι χαμηλοί μισθοί τους,  η διοικητική χαλαρότητα των αστυνομικών υπηρεσιών, το μεγάλο πλήθος των αστυνομικών που επιβαρύνει τον ήδη πλημμελή έλεγχο του εν λόγω Σώματος, οι συνεχείς δοσοληψίες με τον υπόκοσμο που συχνά επιτείνουν τον πειρασμό της παράνομης κερδοσκοπίας, η ανεπαρκής εκπαίδευση και η εν γένει υποτυπώδης παιδεία ενός ικανού αριθμού αστυνομικών, καθώς και η γενική κοινωνική ανομία.

Προφανώς, είναι αδύνατον να αποτιμηθεί και να ερμηνευθεί το εγκληματικό πλαίσιο μέρους της αστυνομικής δύναμης, χωρίς πρότερη κατανόηση του «style of police», χωρίς γνώση της ταυτότητας του φυσικού υποκειμένου της, δηλαδή του ίδιου του αστυνομικού. Το κατατακτικό σχήμα του James Wilson αποτελεί σήμερα μία τέτοια αποδεκτή τυποποίηση. Το οποίο και θέλει τους αστυνομικούς χωρισμένους σε τρεις κατηγορίες: στον παρατηρητικό, στον νομοταγή και στον υπηρεσιακό. Ο πρώτος είναι πατερναλιστικός και ενδιαφέρεται πρωτίστως για τη διατήρηση της ευταξίας, ο δεύτερος είναι διώκτης από πεποίθηση και ενεργοποιεί την ποινική διαδικασία με το παραμικρό,  ενώ ο τρίτος είναι ένα ενδιάμεσο των άλλων δύο μοντέλων αστυνομικών και μάλλον πιο ισορροπημένο.

Άλλος συνδυασμός με καθολική αποδοχή είναι αυτός του William Ker Muir, ο οποίος συσχετίζει το στερεότυπο του «καλού αστυνομικού» με τους παράγοντες «πάθος» και «προοπτική».  Πιο ειδικά, ο Muir κάνει λόγο για τέσσερις τύπους αστυνομικών:
α) enforcer= ο «σκληρός» αστυνομικός, αυτός που εφαρμόζει τον Νόμο, με πλήρη πίστη στην απόλυτη διάκριση των ανθρώπων σε καλούς και κακούς
β) avoider= ο αναξιόπιστος αστυνομικός, αυτός που συνειδητά αποφεύγει να εμπλακεί σε εγκληματικά επεισόδια
γ) reciprocator=  ο αστυνομικός που θεωρεί τον εαυτό του σωτήρα, αυτός που αμείβει/τιμωρεί τους πολίτες, που δίνει εξωποινικές λύσεις, που καταφεύγει ακόμα και στη φυσική βία αν παραστεί ανάγκη
δ)  professional= ο «καλός» αστυνομικός, ο ορθολογιστής και ρεαλιστής, παρότι κι αυτός ασκεί βία κάτω από ορισμένες περιστάσεις   

Κατ’ εμέ πάντως, πιο χρήσιμη τυποποίηση είναι αυτή της Susan White, η οποία διακρίνει τέσσερα είδη αστυνομικών: τους αστυνομικούς επαφής με τους πολίτες, σε αυτούς που επιλύουν το πρόβλημα, σε εκείνους που καταπολεμούν το έγκλημα και σε όσους εφαρμόζουν τον Νόμο. Και νομίζω πως είναι η πιο χρήσιμη γιατί σχολιάζει πιο αναλυτικά τον τύπο εκείνο που προσιδιάζει περισσότερο στο όραμα κάποιων απ' τους νέους που πρωτοφορούν την αστυνομική στολή:

«ενδιαφέρονται πάνω απ’ όλα για την ουσιαστική –και την οπωσδήποτε εξωποινική- επίλυση της εγκληματικής διαφοράς. Οι αστυνομικοί αυτοί είναι συνήθως αποτελεσματικοί στον αντιεγκληματικό τους ρόλο, καθώς εμπεδώνουν το κλίμα κοινωνικής ειρήνης, χωρίς ένταση, πάθος και αυστηρότητα. Λειτουργούν το πρόβλημα με την οπτική της “θεραπείας”».

Δε θα προχωρήσω παραπέρα, δε βρίσκω πως υπάρχει νόημα, αυτά που ήθελα να εννοηθούν νομίζω εννοήθηκαν ήδη. Κάπου εδώ όμως, ίσως και να απορήσει κανείς και να αναρωτηθεί: «μα καλά, είναι δυνατόν να αναζητάς την αλήθεια και να αρκείσαι σε ένα επιστημονικό εγχειρίδιο;». Θα απαντήσω λοιπόν στη φανταστική αυτή ερώτηση, λέγοντας: Ναι, γιατί όχι; Η αλήθεια περιέχεται οπουδήποτε γι αυτό και εκφεύγει όλων. Κι όταν σε κατατρώγουν ερωτήματα, τι σου μένει απ’ το να ακούσεις πολύ προσεκτικά όλες τις πλευρές, άλλοτε τη μια κι άλλοτε την άλλη;

Δε γράφω άλλο. Πάω, μέρα που ’ναι σήμερα, να φάω τις φακές μου. Nερόβραστες.



για επιβεβαίωση των πληροφοριών που αναφέρονται ανωτέρω:
«Ανακριτική»
Χαράλαμπος Δημόπουλος
© Νομική Βιβλιοθήκη, 2011 – β’ έκδοση
σελ. 233-276