Η επιχείρηση, αν και παμπάλαιο συνοικιακό μαγαζί, έκανε καλές εισπράξεις.
Ξεπούλαγαν, κι έτσι τα γλυκά τους ήταν μονίμως φρέσκα. Και τα υλικά τους, όλα
προσεγμένα. Πάστες, τάρτες, βουτήματα, πραλίνες και γλυκά ταψιού, όχι
αλησμόνητα σίγουρα, πάντως ήταν όλα γευστικά. Και σε καλές τιμές.
Μόνη εξαίρεση τα μακαρόν. Βαλμένα σε ειδική προθήκη, ενός είδους μόνο,
χωρίς καθόλου απ’ τα χρωματιστά που έγιναν μόδα τελευταίως, ήταν εκτεθειμένα
σαν κανονικά έργα τέχνης. Και πράγματι, αυτές οι αμυγδαλωτές μαρέγκες οι
κολλημένες στα πλευρά μιας παχιάς, ολόλευκης κρέμας… ήταν το κάτι άλλο! Πιο
νόστιμα μακαρόν δε θα ’βρισκες ούτε στο Παρίσι.
Εκεί, στο ταπεινό προάστιο των Αθηνών, στο γωνιακό μικροαστικό κατάστημα
πουλιόντουσαν τα ωραιότερα μακαρόν που έχει γευτεί ποτέ ουρανίσκος. Και
πουλιόντουσαν πανάκριβα! Αυτό το ζαχαροπλαστείο δεν ήταν απ’ τα πολυτελείας,
ήταν μια απλή πατισερί της γειτονιάς. Μια πάστα, φερ’ ειπείν, κόστιζε δύο ευρώ
και το μπωλάκι του προφιτερόλ δυόμισι. Ή, ας πούμε, το κιλό τα σοκολατάκια το
χρέωναν είκοσι ευρώ τα απλά και είκοσι έξι τα σπέσιαλ.
Τα μακαρόν όμως τα πουλούσαν προς σαράντα τέσσερα ευρώ το κιλό! Και στο
κιλό αναλογούσαν όλο-όλο μόλις είκοσι κομμάτια. Εξωφρενική τιμή, συγκριτικά με
τα’ άλλα γλυκίσματα! Δύο ευρώ και είκοσι λεπτά για κάθε ένα απ’ αυτά τα
στρογγυλά πραματάκια της μιας χαψιάς...
ένα μικρό απόσπασμα από το διήγημα «Μακαρόν»
που περιλαμβάνεται στην υπό έκδοση συλλογή διηγημάτων «ανοιξιάτικες ιστορίες»
© Σίσσυ Λοΐζου, 2013