Χτύπησε το τηλέφωνο κι απάντησε. «Γιατί
αγκομαχάς έτσι εσύ;», ρώτησε η φίλη της. «Ξεκολλάω τα κολλημένα κρέατα απ’ τις
σούβλες!», ξεφύσηξε αυτή, κρατώντας γερά με το ένα χέρι ένα σουβλί. Με το
μαχαίρι που βαστούσε με το άλλο, έσπρωχνε με λύσσα την ξεροψημένη σάρκα ενός
μέχρι πρότινος άκακου αμνού. Κόντευε μεσημέρι και παρότι ήταν αρχές Μαΐου, η
ζέστη θύμιζε μεσοκαλόκαιρο.
Κάθε χρόνο, τη Δευτέρα του Πάσχα αυτός ο
κήπος ήταν σαν εγκαταλελειμμένο πεδίο μάχης! Ο χώρος ειδικά γύρω απ’ την παχιά
σκιά της μεγάλης κληματαριάς, έμοιαζε βομβαρδισμένος! Γιατί, από τότε που
έχτισαν εδώ, πριν καμιά δεκαπενταριά χρόνια, είχε καθιερωθεί να μαζεύεται όλη η
παρέα κοντά τους για το πασχαλιάτικο τσιμπούσι.
Ήταν πρακτικός ο λόγος. Απ’ όλους τους
φίλους, μόνο εκείνοι έμεναν σε μονοκατοικία. Είχαν φτιάξει ένα όμορφο σπίτι στα
Μεσόγεια, δίπατο, μια ανάσα από τη θάλασσα. Όσο για την παρέα, τα σταθερά μέλη
ήταν άλλα τέσσερα ζευγάρια που τσούγκριζαν πάντοτε μαζί για το Χριστός Ανέστη.
Συν δυο-τρία ακόμα που άλλοτε ερχόντουσαν, άλλοτε όμως ταξίδευαν, ή πήγαιναν
αλλού και δεν «τους τιμούσαν», όπως εκ των υστέρων συζητιόταν.
Οι φίλοι ήταν όλοι περίπου συνομήλικοι, γύρω
στα πενήντα, φτιαγμένοι οι περισσότεροι την προηγούμενη δεκαετία και γι αυτό μ’
ένα σκεπτικό νεόπλουτο και μια κοινή αρέσκεια προς κάθε τι φανταχτερό. Όλων
ανεξαιρέτως τ’ αυτοκίνητα, παρκαρισμένα χθες στην αλάνα απέναντι απ’ τον
μαντρότοιχο του κήπου, λαμποκοπούσαν κάτω απ’ τον ήλιο, σαν αστέρια που ’χαν
πέσει μέρα μεσημέρι σε χέρσο χωράφι.
Κι ήταν όλα ακριβά αμάξια, με πέτσινα
καθίσματα, όπως ακριβά ήταν και τα ρούχα των συνδαιτυμόνων, ιδίως των κυριών,
οι περισσότερες εκ των οποίων θεώρησαν σκόπιμο να φορέσουν ξώφτερνα ψηλοτάκουνα για να… σουβλίσουν τον οβελία,
μέρα μεσημέρι σε μια εξοχική αυλή. Αυτό κι άλλα διάφορα, μαρτυρούσαν λίγο-πολύ
τις επαρχιώτικες καταβολές ολόκληρης της παρέας.
ένα μικρό απόσπασμα από το διήγημα «Πόλκα»
που περιλαμβάνεται στην υπό έκδοση συλλογή διηγημάτων «ανοιξιάτικες ιστορίες»
© Σίσσυ Λοΐζου, 2013