30.5.13

ακριβό μου εξαθέσιο...


do come in...


 

Πόλκα




    
Χτύπησε το τηλέφωνο κι απάντησε. «Γιατί αγκομαχάς έτσι εσύ;», ρώτησε η φίλη της. «Ξεκολλάω τα κολλημένα κρέατα απ’ τις σούβλες!», ξεφύσηξε αυτή, κρατώντας γερά με το ένα χέρι ένα σουβλί. Με το μαχαίρι που βαστούσε με το άλλο, έσπρωχνε με λύσσα την ξεροψημένη σάρκα ενός μέχρι πρότινος άκακου αμνού. Κόντευε μεσημέρι και παρότι ήταν αρχές Μαΐου, η ζέστη θύμιζε μεσοκαλόκαιρο.



Κάθε χρόνο, τη Δευτέρα του Πάσχα αυτός ο κήπος ήταν σαν εγκαταλελειμμένο πεδίο μάχης! Ο χώρος ειδικά γύρω απ’ την παχιά σκιά της μεγάλης κληματαριάς, έμοιαζε βομβαρδισμένος! Γιατί, από τότε που έχτισαν εδώ, πριν καμιά δεκαπενταριά χρόνια, είχε καθιερωθεί να μαζεύεται όλη η παρέα κοντά τους για το πασχαλιάτικο τσιμπούσι.



Ήταν πρακτικός ο λόγος. Απ’ όλους τους φίλους, μόνο εκείνοι έμεναν σε μονοκατοικία. Είχαν φτιάξει ένα όμορφο σπίτι στα Μεσόγεια, δίπατο, μια ανάσα από τη θάλασσα. Όσο για την παρέα, τα σταθερά μέλη ήταν άλλα τέσσερα ζευγάρια που τσούγκριζαν πάντοτε μαζί για το Χριστός Ανέστη. Συν δυο-τρία ακόμα που άλλοτε ερχόντουσαν, άλλοτε όμως ταξίδευαν, ή πήγαιναν αλλού και δεν «τους τιμούσαν», όπως εκ των υστέρων συζητιόταν.



Οι φίλοι ήταν όλοι περίπου συνομήλικοι, γύρω στα πενήντα, φτιαγμένοι οι περισσότεροι την προηγούμενη δεκαετία και γι αυτό μ’ ένα σκεπτικό νεόπλουτο και μια κοινή αρέσκεια προς κάθε τι φανταχτερό. Όλων ανεξαιρέτως τ’ αυτοκίνητα, παρκαρισμένα χθες στην αλάνα απέναντι απ’ τον μαντρότοιχο του κήπου, λαμποκοπούσαν κάτω απ’ τον ήλιο, σαν αστέρια που ’χαν πέσει μέρα μεσημέρι σε χέρσο χωράφι.



Κι ήταν όλα ακριβά αμάξια, με πέτσινα καθίσματα, όπως ακριβά ήταν και τα ρούχα των συνδαιτυμόνων, ιδίως των κυριών, οι περισσότερες εκ των οποίων θεώρησαν σκόπιμο να φορέσουν ξώφτερνα  ψηλοτάκουνα για να… σουβλίσουν τον οβελία, μέρα μεσημέρι σε μια εξοχική αυλή. Αυτό κι άλλα διάφορα, μαρτυρούσαν λίγο-πολύ τις επαρχιώτικες καταβολές ολόκληρης της παρέας.


ένα μικρό απόσπασμα από το διήγημα «Πόλκα»
που περιλαμβάνεται στην υπό έκδοση συλλογή διηγημάτων «ανοιξιάτικες ιστορίες»
© Σίσσυ Λοΐζου, 2013



23.5.13

η θεραπεία του νερού



"Αυτές οι σελίδες είναι η ομολογία μου. Είμαι ένοχος, όχι για τις πράξεις μου, τις οποίες ομολογώ αυθορμήτως, αλλά για τη συναίνεση, την παραδοχή μου, πως εκτέλεσα αυτές τις πράξεις, όχι μόνο σκόπιμα και προμελετημένα, αλλά με ζήλο και παραφορά και πρόθεση, πάνω απ’ όλα με πρόθεση, πράγμα που διατυπώνω ξεκάθαρα, χωρίς δικαιολογίες ή επιφυλάξεις, κι έτσι δε με θεωρώ παρά σύμβολο, ένα καθαρό σύμβολο και, όπως κάθε σύμβολο, είμαι αδιάφορος απέναντι στη φύση του πράγματος το οποίο ορίζω ή, ελλείψει καταλληλότερης λέξης, δηλώνω, καθώς ξύνω το ξεραμένο αίμα από τα νύχια μου, με τη φωνή μου τραχιά και βραχνή απ’ την αχρηστία, αφού ανεξάρτητα από το πόσο συγκροτημένη είναι η ομολογία μου, χρειάζονται κάποιες λέξεις για να την αρθρώσω, η αλήθεια πάντοτε χρειάζεται λιγότερες λέξεις, και σε γενικές γραμμές μικρότερες λέξεις, απ’ ότι τα ψέματα και οι μισές αλήθειες, που ποτέ δεν ονομάζονται μισά ψέματα, κι αυτό είναι εποικοδομητικό, με τον τρόπο που τόσα πράγματα είναι εποικοδομητικά, και όλα επιστρέφουν σε αυτήν την αδιαφορία απέναντι στο ρητώς εκπεφρασμένο, στον τρόπο που τα ουσιαστικά και τα ονόματα συμπεριφέρονται ανάρμοστα και καθιστούν το νόημα ασαφές, στον τρόπο που η γλώσσα αντιστέκεται στο σφίξιμο της βίδας και στην αποτύπωση του σχήματος και στον τρόπο που η γωνία της πρόσπτωσης συμπληρώνει τη γωνία της ανάκλασης: η γλώσσα, σ’ όλο της το χάος, λαχταρά μιαν αξιοπρεπή οπτικοποιημένη μεταφορά, προκειμένου να τη συνδέσει με τον κόσμο έναντι του οποίου είναι τόσο αδιάφορη. Η ειλικρινής απάντηση στην ερώτησή σου είναι συντομότερη απ’ το ψέμα. Το ’κανες; Το ’κανα.    

Μ’ αυτές τις φράσεις ξεκινάει το βιβλίο του με τίτλο «η θεραπεία του νερού», ένας από τους πιο ικανούς λογοτέχνες παγκοσμίως, ο πενηνταεπτάχρονος σήμερα, Αμερικανός, Percival Everett. To συγκλονιστικό αυτό βιβλίο κυκλοφόρησε στην Ελλάδα πριν έναν μόλις μήνα, από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση του Δημήτρη Αθηνάκη.   

Για την ιστορία, να πω πως ο Πέρσιβαλ Έβερετ έχει σπουδάσει φιλολογία και φιλοσοφία και  πως σήμερα διδάσκει κάποιους τυχερούς φοιτητές στο πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας.  Όσο για το δείγμα, που αντέγραψα παράνομα απ’ το προσφάτως μεταφρασμένο μυθιστόρημά του, είναι αντιπροσωπευτικό του ύφους αυτού του συγκεκριμένου έργου, που πρωτοδημοσιεύτηκε στις ΗΠΑ πριν έξι χρόνια. Ίσως όμως δεν προδίδει ένα βασικό χαρακτηριστικό του Λόγου που χρησιμοποιεί σ’ αυτό του το κείμενο ο Έβερετ, την αποσπασματικότητα.

Εννοείται πως ο κορυφαίος δημιουργός, δεν διάλεξε τυχαία την αποσπασματική γλώσσα. Αυτή γίνεται το ιδανικό φόντο για τις αναπαραστάσεις της τρέλας που ξεπετιούνται μπρος στα μάτια του αναγνώστη, άλλοτε με τη μορφή της βαθιάς θλίψης κι άλλοτε της ασυγκράτητης οργής. Ο ήρωας του βιβλίου άλλωστε, είναι ένας διαζευγμένος, μεσήλικας, αναγνωρισμένος συγγραφέας, που ζει ολομόναχος σ’ ένα βουνό. Και όταν τον συστήνει ο Έβερετ στο κοινό, έχει ήδη κρατήσει κλειδαμπαρωμένο στο υπόγειο του σπιτιού του κι έχει βασανίσει μέχρι θανάτου τον βιαστή και δολοφόνο της ενδεκάχρονης μοναχοκόρης του.

Εκεί, στα έγκατα του οίκου του, αυτός ο άνδρας γίνεται από θύμα, θύτης. Ένας φονιάς-εκδικητής, ένας προηγουμένως φιλήσυχος άνθρωπος που η αδικία κι ο οδύνη τον μεταμορφώνουν σε αδίστακτο εγκληματία, ένας συντετριμμένος πατέρας και μαζί ένας ανελέητος τιμωρός. Η βία του μαρτυρίου του, γίνεται η βία της λύτρωσής του. Η έξωθεν βία, που τον κατέκλυσε σαν αρρώστια, τώρα καταναλώνεται απ’ τον ίδιο σαν αντίδοτο.

Κι ο συγγραφέας αποτυπώνει το μαρτύριο της λύτρωσης του ενός ενόχου μέσα από τον άλλο, σ’ έναν λεκτικό αντικατοπτρισμό ανάμεσα σε κάτοπτρα, όπου όμως τίποτα δεν είναι σίγουρο, ούτε καν η βία, ούτε καν η ενοχή. Τα πάντα σ’ αυτή την αφήγηση ορίζονται από την αρχή της αβεβαιότητας. Ακόμα κι ο εγκλεισμός και τα βασανιστήρια του δολοφόνου του παιδιού, δεν είναι βέβαιο πως συμβαίνουν πράγματι. Η απροσδιοριστία άλλωστε, είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό του μεταμοντέρνου Λόγου, δεινός εκφραστής του οποίου είναι ο Έβερετ.   

Ίσως μια σύντομη αναφορά στη μεταμοντέρνα λογοτεχνία, να έχει εδώ κάποιο νόημα. Οπότε, ας γράψω πως αυτή  η σχετικά πρόσφατη τεχνική, συχνά περιέχει κείμενα άλλων συγγραφέων, αυτούσια ή και αλλαγμένα, κι έτσι θυμίζει σ’ ένα βαθμό κολλάζ. Σύνθετα επίσης είναι και τα είδη γραφής που χρησιμοποιούνται στον μεταμοντέρνο Λόγο, ενώ δεν είναι σπάνια ούτε η αυτοαναφορικότητα, ούτε η συνύπαρξη της επιστημοσύνης (των παραπομπών δηλαδή σε ανθρωπιστικές ή φυσικές επιστήμες) με τη μαζική κουλτούρα αλλά και τον εκλεκτικισμό.

Η αφήγηση σ’ αυτό το λογοτεχνικό είδος, πολλές φορές δείχνει θραυσματοποιημένη, η γραμμικότητα (η νοηματική ροή από την αρχή προς το τέλος, με τη συνήθη της μορφή) υπερβαίνεται, ενώ οι χαρακτήρες και τα θέματα που παρουσιάζονται, εμφανίζονται κατακερματισμένα, με το υποκείμενο να υποδηλώνεται άφοβα ρευστό και εύθραυστο. 

Ομοίως ρευστό και εύθραυστο μοιάζει το περιβάλλον του.  Η φυσική και η τεχνητή πραγματικότητα συγχέονται, η απροσδιοριστία του χωροχρόνου εντατικοποιείται και οποιαδήποτε σταθερά κλονίζεται σκόπιμα, παραχωρώντας τα πρωτεία στην τυχαιότητα και το στοιχείο του παράλογου, ενώ από γλωσσικής απόψεως, χρησιμοποιείται επιλεκτικά η ειρωνεία, η παρωδία και ο αυτοσαρκασμός.

Ο Έβερετ, συνεπής ως προς τις προσταγές του μεταμοντέρνου ρεύματος, στη «θεραπεία του νερού» δεν είναι περιγραφικός παρά ελάχιστα. Δεν στέκεται στην επιφάνεια των συμβάντων πιο πολύ απ’ όσο απαιτείται για να αντιληφθεί απλώς ο αναγνώστης, περί τίνος πρόκειται. Κατά τα άλλα, τον αρπάει απ' το χέρι και τον χώνει πολύ πιο βαθιά, στην οντολογική αποκάλυψη του εσώτερου εαυτού, σε αντιπαραβολή με τον εξωτερικό κόσμο. Τον αναγκάζει, με μια κουβέντα, να περιπλανηθεί στον κόσμο του στοχασμού και ταυτόχρονα στον στοχασμό του κόσμου του.

Σε μια αμφίδρομη λογοτεχνική διαδρομή, αξιοποιώντας αλλού κάμποσα απ’ τα γνωρίσματα του μεταμοντέρνου μυθοπλαστικού ύφους κι αλλού επινοώντας τα, ο συγγραφέας κατορθώνει και κάτι άλλο, επίσης πολύ δύσκολο: συνδέει εύστοχα την ατομική με τη συλλογική βία. Έτσι κι αλλιώς, η «θεραπεία του νερού», δημοσιεύτηκε από τον Έβερετ ως απάντηση στη βία εν καιρώ πολέμου. Ήταν μόλις δυόμισι χρόνια πριν την πρώτη κυκλοφορία του βιβλίου, που είχαν αποκαλυφθεί τα βασανιστήρια στα οποία Αμερικανοί στρατιώτες υπέβαλλαν Ιρακινούς κρατούμενους,  ως συνεχιστές των αποτρόπαιων πρακτικών του καθεστώτος Χουσεΐν, στις φυλακές Αμπού Γκράιμπ.

Τέλος πάντων, για να μη γράφω κατεβατά, η «θεραπεία του νερού» είναι ένα άριστο βιβλίο, για όσους αναζητούν κείμενα εκλεπτυσμένα και διεισδυτικά. Ο Έβερετ όμως προφανώς δεν είναι ο πιο βατός συγγραφέας. Γράφει για την αγριότητα της ανθρώπινης ψυχής και το μυαλό του είναι κοφτερό τόσο, που κάποιοι αναγνώστες ίσως και να τον αισθανθούν βασανιστή. Δε δίνει άλλωστε τα νοήματα «στο πιάτο». Αν κανείς θέλει ένα «εύπεπτο» συγγραφέα, καλύτερα να αποφύγει τον Έβερετ. Αν όμως ψάχνει για μια πένα που θα τον αναγκάσει να ακονίσει μερικές φορές το κεφάλι του για τα καλά και ιδίως να ανατριχιάζει διαρκώς, απ’ την αρχή μέχρι το τέλος ενός βιβλίου… ας αγοράσει αυτό, σήμερα κιόλας. Κοστίζει λιγότερο από δεκαπέντε ευρώ.  

αγάπη είναι...


22.5.13

μια πολύ ευχάριστη έκπληξη!



Αυτή η ανάρτηση «ξεφύτρωσε» πριν μια ώρα στον «τοίχο» μου, στο facebook.

Η ιστορία ξεκίνησε ως εξής: Ένα παγωμένο βράδυ στις αρχές Ιανουαρίου, με επισκέφτηκε ο φίλος μου ο Νικόλας, ένας εξαιρετικός συγγραφέας με πολλές γνώσεις κι άλλες τόσες ευαισθησίες. Συζητούσαμε λοιπόν στην κουζίνα μου και ταυτόχρονα μαγειρεύαμε. Και το κουκούτσι του αβοκάντο που έβαλα στη σαλάτα μας, του το έδωσα και του 'πα να το φυτέψει. Ε, κι αυτός το φύτεψε…  



Νικόλα μου, καλορίζικη η αβοκαντιά!!! 


Επόμενη αποστολή: πάρε μια γλυκοπατάτα, βάλ’ την σ’ ένα φαρδύ χαμηλό ποτήρι, βούλιαξέ την σε νερό ως λίγο πιο κάτω απ’ τη μέση, φρόντιζε να έχει πάντα νεράκι μέχρι περίπου αυτού του σημείου, κλείσ’ την καμιά-δυο βδομάδες σε ένα ντουλάπι να είναι στα σκοτεινά και μόλις «πετάξει», βγάλε τη και βάλ’ την κάπου ψηλά. Σύντομα, θα έχεις στο σπίτι σου μια πανέμορφη περικοκλάδα, που θα τη δεις να απλώνει σ’ όλο το δωμάτιο και πολύ θα την φχαριστηθείς. Δε θα σου κρατήσει πάνω από τρεις-τέσσερις μήνες, αλλά… ξέρουμε τίποτα που να κρατάει αιώνια;
:-)

μια μπουκίτσα μακαρόν...

 
Η επιχείρηση, αν και παμπάλαιο συνοικιακό μαγαζί, έκανε καλές εισπράξεις. Ξεπούλαγαν, κι έτσι τα γλυκά τους ήταν μονίμως φρέσκα. Και τα υλικά τους, όλα προσεγμένα. Πάστες, τάρτες, βουτήματα, πραλίνες και γλυκά ταψιού, όχι αλησμόνητα σίγουρα, πάντως ήταν όλα γευστικά. Και σε καλές τιμές. 

Μόνη εξαίρεση τα μακαρόν. Βαλμένα σε ειδική προθήκη, ενός είδους μόνο, χωρίς καθόλου απ’ τα χρωματιστά που έγιναν μόδα τελευταίως, ήταν εκτεθειμένα σαν κανονικά έργα τέχνης. Και πράγματι, αυτές οι αμυγδαλωτές μαρέγκες οι κολλημένες στα πλευρά μιας παχιάς, ολόλευκης κρέμας… ήταν το κάτι άλλο! Πιο νόστιμα μακαρόν δε θα ’βρισκες ούτε στο Παρίσι. 

Εκεί, στο ταπεινό προάστιο των Αθηνών, στο γωνιακό μικροαστικό κατάστημα πουλιόντουσαν τα ωραιότερα μακαρόν που έχει γευτεί ποτέ ουρανίσκος. Και πουλιόντουσαν πανάκριβα! Αυτό το ζαχαροπλαστείο δεν ήταν απ’ τα πολυτελείας, ήταν μια απλή πατισερί της γειτονιάς. Μια πάστα, φερ’ ειπείν, κόστιζε δύο ευρώ και το μπωλάκι του προφιτερόλ δυόμισι. Ή, ας πούμε, το κιλό τα σοκολατάκια το χρέωναν είκοσι ευρώ τα απλά και είκοσι έξι τα σπέσιαλ.

Τα μακαρόν όμως τα πουλούσαν προς σαράντα τέσσερα ευρώ το κιλό! Και στο κιλό αναλογούσαν όλο-όλο μόλις είκοσι κομμάτια. Εξωφρενική τιμή, συγκριτικά με τα’ άλλα γλυκίσματα! Δύο ευρώ και είκοσι λεπτά για κάθε ένα απ’ αυτά τα στρογγυλά πραματάκια της μιας χαψιάς... 

ένα μικρό απόσπασμα από το διήγημα «Μακαρόν»
που περιλαμβάνεται στην υπό έκδοση συλλογή διηγημάτων «ανοιξιάτικες ιστορίες»
© Σίσσυ Λοΐζου, 2013

20.5.13

κατεπειγόντως μια ψήφος για την Ακρόπολη!



Η Europa Nostra είναι μια πανευρωπαϊκή, μη κερδοσκοπική οργάνωση, ένα κίνημα πολιτών με σκοπό τη διαφύλαξη της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της Ευρώπης. Στον μισό αιώνα λειτουργίας της, το δίκτυό της γιγαντώθηκε. Σήμερα αποτελείται από διακόσιες πενήντα οργανώσεις με πέντε εκατομμύρια εγγεγραμμένα μέλη, εκατόν πενήντα συνεργαζόμενες οργανώσεις (κρατικές υπηρεσίες, τοπικές αρχές ή οργανισμούς) και χίλια πεντακόσια μέλη που υποστηρίζουν ενεργά την αποστολή της.

Αντιπρόεδρος του σπουδαίου αυτού θεσμού είναι ένας Έλληνας διανοητής, ο κ. Κώστας Καρράς, ο οποίος ακριβώς πριν από σαράντα χρόνια ίδρυσε με τη σύζυγό του, Λυδία, την Ελληνική Εταιρεία για την Προστασία του Περιβάλλοντος και της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, που προσφάτως μετονομάσθηκε, χάριν συντομίας, σε Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού.  

Η διπλή επέτειος των δύο αδελφών οργανώσεων θα εορταστεί στις 16 Ιουνίου. Τη μέρα εκείνη, η Αθήνα θα έχει την τιμή να φιλοξενήσει στο μαγικό Ηρώδειο, στις ρίζες της Ακρόπολης, το 50ο επετειακό συνέδριο της προστάτιδας των πιο πολύτιμων κληροδοτημάτων μας στις επόμενες γενιές Ευρωπαίων. Τότε θα ανακοινωθούν και τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας για τα φετινά βραβεία κοινού (public choice award).

Τα βραβεία αυτά είναι πολύ σημαντικά από κάθε άποψη! Η Ελλάδα παλεύει τώρα ανάμεσα σε δεκαπέντε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για να κερδίσει τη διάκριση η Ακρόπολη. Και είναι στο χέρι μας να αναδείξουμε νικήτρια την πατρίδα μας. Αρκεί να ψηφίσουμε διαδικτυακά, όσοι δεν το έχουμε ήδη κάνει.  

Η διαδικασία της ψηφοφορίας είναι η εξής πολύ απλή: Μπαίνοντας κανείς στον σύνδεσμο
Europa Nostra ψηφοφορία κοινού μπορεί να δει όλα τα διαγωνιζόμενα μνημεία και να ψηφίσει, κλικάροντας δίπλα σε αυτό που τον συγκινεί πιο πολύ. Ο καθένας έχει τη δυνατότητα να ψηφίσει έως και τρία μνημεία. Όμως, δεν μπορεί να δωρίσει την ψήφο του σε περισσότερα από ένα μνημείο από κάθε χώρα.

Επίσης, οι τρεις συνολικά ψήφοι κάθε ψηφοφόρου δεν έχουν την ίδια βαρύτητα. Συγκεκριμένα, η πρώτη επιλογή λαμβάνει τρεις βαθμούς, η δεύτερη λαμβάνει  δύο, και η τρίτη έναν βαθμό. Τέλος, θα πρέπει να γίνει επιβεβαίωση της/των επιλογής/επιλογών, κλικάροντας το μήνυμα που λαμβάνει κάθε συμμετέχοντας μέσω e-mail, ώστε να ολοκληρωθεί η διαδικασία.

Προσοχή όμως… μείνανε μόνο έξι μέρες μέχρι την εκπνοή της προθεσμίας για την ψηφοφορία. Οι
e-κάλπες κλείνουν στις 26 Μαΐου!

Αθήνα… καλή μας επιτυχία!!!

με μια σχεδία στους δρόμους της Αθήνας…


ο τραγουδιστής των Locomondo, Μάρκος Κούμαρης 
φωτογραφήθηκε φορώντας τιμητικά το διακριτό γιλέκο των πωλητών της σχεδίας


Τι είναι η «σχεδία»;
Η σχεδία είναι το πρώτο και προς το παρόν το μοναδικό περιοδικό δρόμου στη χώρα μας.

Πόσο κοστίζει η σχεδία;
Μόνο 3 ευρώ, εκ των οποίων το 1,5 το εισπράττει ο πωλητής και τα υπόλοιπα το περιοδικό.

Που πωλείται;
Στους δρόμους, σε κεντρικά σημεία της πρωτεύουσας (σταθμούς μετρό, ηλεκτρικού, αφετηρίες λεωφορείων, βιβλιοθήκες, πλατείες, πανεπιστημιακές σχολές κτλ.).

Είναι πολλά τα σημεία πώλησης της σχεδίας;
Το δίκτυο διάθεσης της «σχεδίας» διευρύνεται καθημερινά. Τα σημεία πώλησης σήμερα πλέον ξεπερνούν τα 60 σε όλη την Αθήνα, από την Κηφισιά μέχρι τον Πειραιά και από το Περιστέρι ως τον Άγιο Δημήτριο.

Ποιοι πωλούν τη σχεδία;
Οι διαπιστευμένοι πωλητές της, άνθρωποι δηλαδή που προέρχονται από ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες (άστεγοι, άνεργοι, άποροι ή με εισόδημα κάτω απ’ το όριο της φτώχειας κτλ.).

Πως γίνεται κανείς πωλητής της σχεδίας;
Αρκεί να επικοινωνήσει με το περιοδικό (Διογένης ΜΚΟ, Φαβιέρου 39α', Αθήνα 10438, τηλ. 213-0231220), με την προϋπόθεση πως είναι άστεγος ή διαμένει σε κατάλυμα επείγουσας, προσωρινής φιλοξενίας ή σε επισφαλή κατοικία, ή είναι άνεργος ή έχει εισόδημα χαμηλότερο του κατώτατου μισθού και οπωσδήποτε έχει συμπληρώσει το 16ο έτος της ηλικίας του και θέλει να αλλάξει τη ζωή του προς το καλύτερο.

Τι κεφάλαιο χρειάζεται κάποιος για να ξεκινήσει να εργάζεται ως πωλητής της σχεδίας;
Κανένα! Από τη στιγμή που θα γίνει πωλητής, του δίδονται δωρεάν 10 αντίτυπα. Αυτό είναι το αρχικό του κεφάλαιο. Όταν πουλήσει αυτά τα δέκα αντίτυπα, μπορεί να χρησιμοποιήσει το αρχικό του κεφάλαιο για την αγορά άλλων στο 50% της αξίας τους. Με άλλα λόγια, ο πωλητής αγοράζει το περιοδικό 1,5 ευρώ και το πουλάει 3 ευρώ.

Πως μπορεί κάποιος να αναγνωρίσει έναν πωλητή ή μία πωλήτρια της σχεδίας;
Εύκολα, από το χαρακτηριστικό πορτοκαλί γιλέκο, πάνω στο οποίο αναγράφεται το όνομα του περιοδικού και η ένδειξη «διαπιστευμένος πωλητής», καθώς και από την ταυτότητα (στην τσέπη στη δεξιά πλευρά του στήθους) με το όνομα του πωλητή, τη φωτογραφία του και τα στοιχεία του περιοδικού.

Κάθε πότε εκδίδεται η σχεδία;
Ένα νέο τεύχος τυπώνεται κάθε μήνα.

Σε ποιους απευθύνεται η σχεδία;
Σε οποιονδήποτε κοινωνικά ευαισθητοποιημένο αναγνώστη.

Αξίζει η σχεδία να διαβαστεί ή την αγοράζει κανείς και μετά την πετάει;
Αν αξίζει λέει… Η ποιότητα του περιοδικού είναι αξιοζήλευτη, η εκτύπωση άψογη, το «στήσιμο» ευανάγνωστο, τα άρθρα καλογραμμένα και η θεματολογία του «σπαρταριστή»!

Αν ξεφυλλίσω το τεύχος που κυκλοφορεί τώρα, τι τίτλους θα βρω;
Ενδεικτικά, μερικοί τίτλοι από το τεύχος που πωλείται τώρα στους δρόμους: «Πότε μιλήσατε σε ένα πρεζόνι», «θρυμματισμένα δικαιώματα», “συνάντηση με τα κρυμμένο εβραιόπουλα της Κατοχής, κ. Μάριο Σούση & κα. Σύλβια Πικρού», «ο στοργικός κ. διευθυντής», «αλληλεγγύη στο πεντάγραμμο», «το ημερολόγιο ενός ανέργου», «γκαλερί για τη ζωή», «να μην κυριαρχήσει ο φόβος», «πίσω από τα κόκκινα φανάρια», «είναι δουλειά!»,  «η επανάσταση έμεινε ορφανή», «η αλληλεγγύη δεν είναι αδίκημα!», «η απώλεια της ψυχής», «ένας μεγάλος έρωτας», «Καταλανική πρωτοπορία», «δίχως εστία, δίχως πατρίδα», «ένας γάτος που τον έλεγαν Μπομπ», «μου πήρε μια ζωή για να βρω την ευτυχία».

Η σχεδία θα λύσει το πρόβλημα κάθε άπορου, άστεγου κτλ;
Ίσως όχι, είναι όμως μία ευκαιρία για το αναγνωστικό κοινό να ενημερώνεται με αξιόπιστο τρόπο για τα φλέγοντα σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα της χώρα μας και βέβαια είναι μία ευκαιρία για τους πωλητές της να διαχειριστούν αποτελεσματικά και με απόλυτη αξιοπρέπεια το άμεσο πρόβλημα επιβίωσης που αντιμετωπίζουν τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

Ποιο τεύχος της σχεδίας κυκλοφορεί τώρα;
Το τρίτο, το εξώφυλλο του οποίου εικονίζεται ανωτέρω.

Πότε κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος της σχεδίας;
Αυτή η καθ’ όλα αξιέπαινη εκδοτική απόπειρα έκανε δειλά την εμφάνισή της στους δρόμους της πρωτεύουσας πρώτη φορά πριν δυόμισι περίπου μήνες, συγκεκριμένα στις 27 Φεβρουαρίου 2013.

Τι κερδίζει όποιος αγοράζει το περιοδικό σχεδία;
Mία αξιόλογη γρήγορη συνάντηση με έναν άνθρωπο που δίνει μάχη για την επιβίωσή του και βέβαια ένα έντυπο που μάλλον θα υπερβεί κατά πολύ τις προσδοκίες ακόμα και του πιο απαιτητικού αναγνώστη!

Ποιο είναι το μήνυμα της σχεδίας;
Αλληλεγγύη και επιστροφή στις αληθινές αξίες!

Πως γίνεται και όλοι οι πωλητές της «σχεδίας» είναι χαμογελαστοί, ευδιάθετοι και ευγενικοί;
Έλα μου ντε!

Πότε θα κυκλοφορήσει το επόμενο τεύχος;
Την Τετάρτη, 29 Μαΐου... 
 

στην αρχή χαζεύεις τα ψαράκια στον βράχο...


ύστερα βγαίνεις… περπατώντας στο νερό σαν τον Χριστό!!!


vis-à-vis


εγώ παγίως τάσσομαι με τους «εξ αριστερών» 
οπότε παραχώρησα τη δεξιά θέση στην ψυχίατρο, Αντωνία Κατιδένιου


Είναι γεγονός πως κάθε τι απολαυστικό έχει κι έναν εθιστικό χαρακτήρα. Πολύ λογικό, δεν είναι; Αν κάνω κάτι που μου αρέσει, προφανώς θέλω να το επαναλαμβάνω συχνά.

Και στέκομαι σ’ αυτό, γιατί προ ολίγου διάβαζα ένα σχετικά πρόσφατο άρθρο στη lifo.gr, της ψυχιάτρου με ειδίκευση σε παιδιά και εφήβους, δρ. Αντωνίας Κατιδένιου, η οποία προφανώς έχει μεγάλη κλινική εμπειρία, μιας και πέραν του ιδιωτικού της ιατρείου, εργάζεται επίσης και ως σύμβουλος ψυχικής υγείας του οικονομικού πανεπιστημίου Αθηνών, για περισσότερο από μία δεκαετία.

Όσο για μένα, οφείλω να παραδεχτώ πως πάντοτε απολαμβάνω να εναντιώνομαι στους διάφορους σοβαροφανείς που ακούω κάθε τόσο να αφορίζουν την ιντερνετική κοινωνική δικτύωση, επικαλούμενοι την υποτιθέμενη σοβαρότητά τους. Μάλιστα, η πιο κωμικοτραγική φιγούρα που έχω μιλήσει ποτέ για το θέμα είναι ένας πανεπιστημιακός καθηγητής, τον οποίο πληρώνουμε για να διδάσκει μαθήματα τεχνολογίας και ο οποίος δηλώνει μέγας αρνητής των social media.  Κι είναι και νέος σχετικά.

Τέλος πάντων, μιας και η κυρία Κατιδένιου εμμέσως πλην σαφώς χαρακτηρίζει παθολογική την επικοινωνία ανθρώπων μέσω διαδικτύου και μιας κι έχει όλα τα τυπικά προσόντα για μια τέτοια «συνομιλία», αντέχει δηλαδή… θα με υποστεί. Τι να γίνει; Δυστυχώς, όσο κι αν προσπάθησε η μαμά μου όταν ήμουνα μικρή να με μάθει να μη μιλάω με αγνώστους, δεν τα κατάφερε.       

Στο διαδίκτυο βέβαια μπορώ συχνά-πυκνά να επικοινωνώ με ολότελα άγνωστους ανθρώπους. Κι είμαι πανευτυχής που αξιώθηκα την εποχή του ίντερνετ! Ύστερα, επειδή είμαι απ’ τους λιγότερο φοβικούς χρήστες του διαδικτύου, είμαι σε θέση να πω πως στην ιντερνετική διαπροσωπική επικοινωνία συμβαίνει ακριβώς ό,τι και στην πραγματική ζωή.

Οι άνθρωποι μέσα στο «δίχτυ» συναντιούνται τυχαία, αστειεύονται, φλερτάρουν, τσακώνονται,  σύντομα χωρίζουν δια παντός ή γίνονται πραγματικοί φίλοι, ή ζευγαρώνουν και παντρεύονται αν δεν τελειώσει το ειδύλλιο μετά από λίγο, παρεξηγούνται, τα ξαναβρίσκουν, σχέσεις ξεκινούν κι άλλες τελειώνουν… δεν ισχύει δηλαδή κάτι διαφορετικό απ΄ όσα γίνονται στην εκτός διαδικτύου καθημερινότητα.

Αυτά που φαντάζουν ίσως εξιδανικευμένα, συμβαίνει να τα έχω διαβάσει στα βιβλία, να τα έχω μελετήσει προσεκτικά, να τα έχω καταγράψει (με την Επικοινωνία ασχολούμαι, για όποιον δεν το ξέρει) και κυρίως να τα έχω ζήσει εγώ η ίδια. Τα έχω νιώσει στο πετσί μου, ξέρω για τι πράγμα μιλάω.  Δικαιούμαι, συνεπώς, να εκφέρω γνώμη.

Διότι είναι τελείως διαφορετικό να έχει βιώσει κάποιος τους πόνους από τον κολικό νεφρού και τελείως διαφορετικό να έχει διαβάσει τις περιγραφές τους, ακόμα κι αν έχει ανατρέξει στα πιο σπουδαία εγχειρίδια της ιατρικής. Σωστά; Κι έπειτα δεν το βρίσκω τίμιο να στουμπώνουμε τα μυαλά των νέων παιδιών με φόβους.

Προσωπικά, δεν ήρθε ποτέ ένας άγνωστος κύριος να μου προσφέρει καραμέλες, με σκοπό να με απαγάγει. Ούτε στον μαντρότοιχο του σχολείου μου με φώναξε κανείς να μου δώσει ναρκωτικά. Ούτε μου τα ’ριξαν στο ποτό μου στις χοροεσπερίδες του λυκείου. Και δεν ήμουν άσχημο κοριτσάκι, μικρή.  Τώρα βέβαια, μπορεί και να ήμουν απλώς τυχερή, δεν το γνωρίζω.

Είναι όμως άλλο πράγμα η σωφροσύνη κι άλλο η δεισιδαιμονία. Οι υπερβολές των μεγάλων δεν εξυπηρετούν τελικά παρά μόνο τους δικούς τους φόβους. Είναι φανερό πως η παιδαγωγική του τύπου «αν δεν κάτσεις ήσυχα, θα σε πάρει ο Αράπης!» ή «το βλέπεις το μεγάλο σκυλί; ε, τώρα θα έρθει να σε δαγκώσει!» βολεύει απείρως τους μεγάλους που δεν θέλουν, δεν μπορούν ή δεν προλαβαίνουν να εφαρμόσουν κάτι καλύτερο. Η βία, αν μη τι άλλο, είναι η πιο γρήγορη μέθοδος καθυπόταξης.

Αυτό θέλουμε όμως; Τη νέα γενιά υποταγμένη; Συμμορφωμένη σε όσα εμάς τους παλαιότερους συμφέρουν;  Πως θα μάθει το πουλάκι να πετάει αν του ψαλιδίζουμε με κάθε ευκαιρία τα φτερά;  Η κυρία Κατιδένιου αναφέρει στο άρθρο της πως οι τέσσερις σταθμοί στην ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος είναι η ηλιοκεντρική θεωρία του Κοπέρνικου, η θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου, η θεωρία του Φρόιντ για το ασυνείδητο και η επιστήμη των ηλεκτρονικών υπολογιστών.

Τα σημερινά παιδιά έχουν το προνόμιο να μεγαλώνουν στην Κοινωνία της Πληροφορίας. Τους λείπουν φυσικά άλλες χάρες, περασμένων εποχών. Και ακριβώς επειδή είναι άγρια η εποχή μας, κανείς δεν έχει δικαίωμα να τους φράξει τους δρόμους που τους ανοίγονται μέσα απ’ την τεχνολογία. Το διαδίκτυο είναι ένα παράθυρο στον κόσμο. Ένα παράθυρο όχι μόνο στη γνώση αλλά και στους ανθρώπους. Πίσω από κάθε οθόνη, μην το ξεχνάμε, υπάρχει μια ανθρώπινη ψυχή.

Χρέος άρα εμάς των μεγαλύτερων είναι να δείξουμε στους νέους τους κατάλληλους τρόπους χρήσης της απέραντης διάστασης που λέγεται «διαδίκτυο», συμφωνώ. Τίποτα όμως πέραν αυτού. Κατά τα άλλα, κάθε φυσιολογικός, ευσυνείδητος γονιός, κηδεμόνας ή δάσκαλος φροντίζει να εφοδιάζει τα παιδιά του με τις απαραίτητες γνώσεις για την αυτοπροστασία τους.

Καλύτερα όμως να συνεχίσω να γράφω, αντιπαραβάλλοντας τις δικές μου σκέψεις σε αποσπάσματα από το άρθρο της δρ. Κατιδένιου. Γράφει λοιπόν η ψυχίατρος:

«Ο Άλαν Τούρινγκ ήταν ένας βασανισμένος άνθρωπος, που παραμελήθηκε σε σημείο κακοποίησης στην παιδική του ηλικία, έζησε μία δυσβάσταχτη ζωή πιθανόν εξαιτίας της διαφορετικότητας του και της ιδιοφυίας του, καταδικάστηκε εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας του, υπέστη χημικό ευνουχισμό σαν τιμωρία και τελικά αυτοκτόνησε στα 42 του χρόνια. Η πατρότητά του στην επιστήμη των υπολογιστών και στην τεχνητή νοημοσύνη, προϊδεάζει για ένα έργο περίπλοκο και απρόβλεπτο»

Δεν μου αρέσει καθόλου το υπονοούμενο αυτής της παραγράφου! Θυμίζω πως ανά τους αιώνες, τα παραδείγματα βασανισμένων ανθρώπων που έχουν μεγαλουργήσει είναι αναρίθμητα! Οι ευεργέτες του παγκόσμιου πολιτισμού δεν ήταν μόνο άνθρωποι υγιείς, εύποροι και με ευτυχισμένες ζωές. Ήταν επίσης και άνθρωποι πάμφτωχοι ή με βαρύτατα προβλήματα φυσικής ή και ψυχικής υγείας.

«Πολλοί άνθρωποι σήμερα ζουν το σύνολο της ζωής τους μέσα από την πραγματικότητα των υπολογιστών και του διαδικτύου»

Κανείς μα κανείς δεν ζει το σύνολο της ζωής του μέσω υπολογιστών και διαδικτύου. Πρόκειται για υπερβολή! Εκτός κι αν το σχόλιο αφορά ανθρώπους με σοβαρές αναπηρίες. Σε τέτοιες περιπτώσεις όμως, που είναι το μεμπτό;

«Όσο μεγαλύτερο είναι το κενό ενός νέου, όσο δυσκολότερο γι’ αυτόν είναι να το αντέξει, τόσο η ανάγκη του για παραγέμισμα του χρόνου με μία καταναγκαστική, εκτονωτική δραστηριότητα μεγαλώνει. Το αποτέλεσμα αυτού του μηχανικού τρόπου απασχόλησης τον προστατεύει από την αδυναμία του, την ανεπάρκειά του και τον φόβο του να αντιμετωπίσει την πραγματική ζωή. Τον καθιστά ανίκανο να ωριμάσει, να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της ζωής, να ζήσει μαζί με άλλους ανθρώπους, να νιώσει συναισθήματα. Αυτός ο φόβος των συναισθημάτων είναι και ένας από τους λόγους της μεγάλης επιτυχίας των ιστοσελίδων κοινωνικής δικτύωσης»

Εδώ θα απευθύνω δύο ερωτήσεις στην ψυχίατρο:
1. Τι έχετε να αντιπροτείνετε σε έναν νέο με επιβεβαιωμένα μεγάλο εσωτερικό κενό; Καταδικάζετε τη συγκεκριμένη μέθοδο διαχείρισης του άγχους. Αν όμως δεν διαχειριστεί το άγχος του ένας άνθρωπος με οποιονδήποτε από τους αυτοσχέδιους τρόπους, που καταλήγει;  Στο ιατρείο ενός ψυχίατρου μήπως, για συνταγογράφηση αγχολυτικών;
2. Αναποδογυρίζω τον ισχυρισμό σας πως ο φόβος των νέων έναντι των συναισθημάτων τους αποτελεί έναν από τους λόγους επιτυχίας των social media, λέγοντας πως ο φόβος των παλαιότερων και ως προς τα συναισθήματά τους και ως προς την ενίοτε οδυνηρή αυτο-αποκάλυψη και ως προς  τις τεχνολογικές αλλαγές (ο φόβος για το άγνωστο, δηλαδή) τους καθιστούν πολέμιους της διαδικτυακής κοινωνικής δικτύωσης. Κάνω λάθος;

“Όμως αλήθεια, είναι πολύ πιο εύκολο να μιλάς σ ’ένα πληκτρολόγιο, παρά σ’ έναν άλλο άνθρωπο”

Kανείς δε μιλάει στο πληκτρολόγιό του! Ίσως μόνο κάποιοι ασθενείς με ενεργή ψύχωση. Οι υπόλοιποι πάντως, μέσω του διαδικτύου μιλάμε σε άλλους ανθρώπους. Ναι, πρόκειται για διαμεσολαβημένη επικοινωνία, ωστόσο επικοινωνούμε με ανθρώπους και μάλιστα με έναν νέο, διαφορετικό τρόπο, με άλλες δυνατότητες. Ποιος έχει το δικαίωμα να κρίνει αν αυτές οι δυνατότητες είναι καλύτερες ή χειρότερες από τις καθιερωμένες; Είναι απλώς άλλες.

«Δεν είναι μόνο η φυσική ντροπή που μπορεί να νιώθουν πολλοί. Είναι ο έλεγχος των συναισθημάτων που νομίζει ότι έχει ο νέος χωρίς την άμεση επαφή. Είναι η παρουσίαση ενός ψεύτικου εαυτού, πιο αποδεκτού»

Όλοι ανεξαιρέτως, στην πραγματική ζωή, προσπαθούμε να παρουσιάζουμε ένα εαυτό κατά το δυνατόν αποδεκτό. Ενίοτε, παραποιούμε τόσο πολύ την πραγματική μας προσωπικότητα, στην προσπάθειά μας να γίνουμε αρεστοί, που καταλήγουμε εντελώς ψεύτικοι. Συν του ότι πολλοί άνθρωποι έχουν περιορισμένο βαθμό αυτογνωσίας, δηλαδή δεν παρουσιάζονται εκ του πονηρού ως καλύτεροι από αυτό που πράγματι είναι, απλώς δεν έχουν σωστή εικόνα για το ποιοι είναι στ’ αλήθεια. Άρα, δεν αλλάζει κάτι. Δε φταίει δηλαδή η διαδικτυακή επικοινωνία, δεν ξυπνάει αυτή το ζώο μέσα σε κατά τα άλλα φυσιολογικούς, ηθικούς ανθρώπους. Οι ίδιοι ακριβώς κανόνες ισχύουν στο παιχνίδι των σχέσεων, είτε μέσα είτε έξω από το «δίχτυ».

«Γράφουν οι νέοι για να επικοινωνήσουν; [με ποιόν;]. Ουσιαστικά οι περισσότεροι είναι σαν να κοιτάζουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη. ‘Βλέπουν’ χωρίς να κινδυνεύουν να χαρακτηριστούν ηδονοβλεψίες. Εκτίθενται χωρίς να κινδυνεύουν να χαρακτηριστούν επιδειξίες. Ζουν τη ζωή τους σαν να παρακολουθούν μία ταινία, χωρίς το πραγματικό ρίσκο της συμμετοχής»

Βεβαίως, ούτε η κυρία Κατιδένιου ούτε εγώ λογιζόμαστε πλέον για νέες. Παρ’ όλα αυτά, παίρνω το παράδειγμα αυτής εδώ της χρήσης των δυνατοτήτων που παρέχει η τεχνολογία του διαδικτύου. Γράφω για να επικοινωνήσω μαζί της και ταυτόχρονα με οποιονδήποτε άλλο τυχόν διαβάσει αυτές τις γραμμές. Για να υπερβώ τον χώρο και τον χρόνο. Βεβαίως μέσα από αυτή τη διαδικασία κοιτώ τον εαυτό μου στον καθρέφτη! Αυτό δεν το κάνω μόνο εγώ τώρα. Αυτό το κάνουμε όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, κάθε στιγμή στην πραγματική μας ζωή. Τα περί κινδύνων και ρίσκων, όσον αφορά εμένα προσωπικά, τα προσπερνώ. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Να προσθέσω όμως πως ο φόβος συνοδεύει τα διακυβεύματα και η σχέση που τον συνδέει με αυτά είναι ευθέως ανάλογη. Όσο πιο πολλά έχει κανείς να χάσει, τόσο πιο προσεκτικός είναι. Όχι; 

«Η εξάρτηση από το διαδίκτυο είναι συνδεδεμένη με την κατάθλιψη, την ΔΕΠΥ και την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή [Young,Wallace]. Έρευνες όμως αναφέρουν [Yuan, Qin, Wang], ότι επιφέρει και μορφολογικές αλλαγές στη δομή του εγκεφάλου, που αντανακλούν στην αλλοίωση της πρόσφατης μνήμης και του κέντρου των αποφάσεων»

Ας μου επιτραπεί να παρατηρήσω πως αυτή η διατύπωση είναι γραμμένη με την τεχνική  «ήξεις αφήξεις ου», με αμφίβολη τη θέση του κόμματος. Τι σημαίνει «συνδεδεμένη»; Σημαίνει πως ασθενείς με κατάθλιψη, υπερκινητικότητα, διαταραχή ελλειμματικής προσοχής ή ιδεοψυχαναγκασμούς, καταλήγουν να εθίζονται στο διαδίκτυο; Ή αντίστροφα, σημαίνει πως ο εθισμός στο διαδίκτυο προκαλεί δευτερογενώς τέτοιου είδους ψυχο-πνευματικές διαταραχές; Μέχρι να μας απαντήσει η ειδικός, να πω εγώ το εξής απλό: πως αν η ψυχή ενός ανθρώπου πάσχει, ένας τέτοιου είδους εθισμός ίσως και να είναι σωτήριος. Το ζήτημα είναι να βρει κανείς τις ρίζες της αρρώστιας. Είναι γνωστό πως η δυτική ιατρική, περιλαμβανομένης της ψυχιατρικής, ασχολείται αποκλειστικά με το σύμπτωμα και όχι με την αιτία κάθε πάθησης. Είναι πανεύκολο να καταδικάζει κανείς στα λόγια τις όποιες εκδηλώσεις μιας ασθένειας, το εξαιρετικά δύσκολο είναι να μπορεί στην πράξη να θεραπεύσει τις αιτίες της. Μπορεί; Ιδού το ερώτημα. Η διαρκής ενασχόληση με το διαδίκτυο ή κάθε άλλη «προβληματική» συμπεριφορά, είναι το σύμπτωμα, δεν είναι καν η πάθηση.  Ούτε που θα το σκεφτώ όμως να πιάσω το θέμα του τι είναι προβληματικό και τι όχι, τι εθισμός και τι δραστηριοποίηση, τι αποβλάκωση και τι συμμετοχή στα κοινά, τι αποξένωση και τι μοίρασμα, τι φόβος και τι τόλμη. Γιατί τότε θα μπούμε σε ζητήματα φιλοσοφίας, που τα αγαπώ πολύ, αλλά τελειωμό δε θα ’χουμε κι εδώ σε λίγο ξημερώνει εργάσιμος Δευτέρα.