29.9.13

tutti-frutti


Η μουσική βέβαια παρέμενε σχετικά δυνατή, όμως οι τέσσερις φίλες μπόρεσαν ν' ανταλλάξουν μερικές κουβέντες, χάνοντας μόνο τις μισές φράσεις απ’ όσες ειπώθηκαν. Οπότε, η Ουρανία δεν κατάλαβε πως ακριβώς γινόταν αυτό, πάντως κατάλαβε ότι τ’ αγόρια του μαγαζιού πέρα απ’ το σόου που πρόσφεραν σε κοινή θέα, πρόσφεραν υπηρεσίες ευχαρίστησης και ιδιωτικά, αν μια πελάτισσα το επιθυμούσε κι βέβαια αν πλήρωνε το αντίτιμο.

Στο άκουσμα αυτής της πληροφορίας δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον, καμία σύσπαση δεν παρατηρήθηκε στο πρόσωπό της. Φρόντισε όμως όταν επανήλθαν οι άντρες και πήρε διακριτικά μια χαρτοπετσέτα. Αστειευόμενη με τις φίλες της, προσποιήθηκε πως σκούπισε το αναψοκοκκινισμένο μέτωπό της κι ύστερα την κράτησε κλεισμένη σφιχτά στο αριστερό της χέρι, μέχρι που βρήκε την ευκαιρία να διαβάσει τι έγραφε η στάμπα πάνω της. Οι υπόλοιπες δεν πήρανε χαμπάρι. 

Έμαθε λοιπόν το όνομα του μαγαζιού. «Tutti-frutti» λεγόταν, τηλέφωνο όμως πάνω στη χαρτοπετσέτα δεν ήτανε γραμμένο. Κι αυτή, που δεν ήταν καθόλου εξοικειωμένη με το διαδίκτυο, φοβήθηκε μήπως δεν έβρισκε αργότερα το τηλέφωνο. Τεντώθηκε λοιπόν και διαπίστωσε πως το τηλέφωνο που ήθελε ήταν γραμμένο πάνω στο χάρτινο σουπλά που είχε βάλει μπροστά της ο μπάρμαν. Αν ήταν σουβέρ, θα το έπαιρνε ολόκληρο. Αν πάλι το νούμερο ήταν γραμμένο στην ακρούλα του σουπλά, θα έκοβε το κομματάκι του χαρτιού κάποια στιγμή που οι φίλες της δε θα κοιτούσαν κατά τη μεριά της.

Το τηλέφωνο όμως ήταν γραμμένο μες στη μέση του χαρτιού, κάτω απ’ το φούξια λογότυπο. Οπότε φεύγοντας, εκείνη σήκωσε το ποτήρι με το νερό και το άλλο με το ποτό της, παραμέρισε το μπωλάκι με τα ξηροκάρπια κι ένα πιάτο με κομμένα μήλα και ανασήκωσε ολόκληρο το σουπλά που έσταζε. Είχε βραχεί το χαρτί, ήτανε και σκισμένο σε δυο τρία σημεία. Οι φίλες της αγανάκτησαν. «Μα τι το θες αυτό το πράγμα; Είναι λερωμένο!», είπε η παλιά διπλανή της στο σχολείο. 

«Το θέλω για ενθύμιο», είπε αυτή. «Έλα βρε παιδί μου!», της απάντησε η άλλη, χτυπώντας την περιπαικτικά στον ώμο, η Ουρανία όμως ήταν γνωστό πως αν της καρφωνόταν κάτι θα το έκανε κιόλας. Έτσι, γύρισε σπίτι με το λάφυρό της ανά χείρας. Μάλιστα, κάθισε στην κουζίνα και το στέγνωσε με πολλή προσοχή. Πράγμα ολότελα περιττό, φυσικά. Θα μπορούσε να γράψει κάπου το νούμερο που την ενδιέφερε και να πετάξει αμέσως το άθλιο σουπλά. Φαίνεται όμως πως στ' αλήθεια το ήθελε για ενθύμιο.  


"tutti-frutti" - ένα μικρό απόσπασμα 
από την υπό έκδοση συλλογή διηγημάτων «ανοιξιάτικες ιστορίες»
© Σίσσυ Λοΐζου, 2013