23.10.12

το αριστουργηματικό «Downton Abbey»


Πλάκα-πλάκα, κοντεύουνε δυο χρόνια τώρα που τηλεόραση βλέπω πια μόνο σε τρεις περιπτώσεις: αν κάθομαι στο χωλ της μάνας μου πλάι της ενώ εκείνη παρακολουθεί κάτι στο χαζοκούτι, για να δω τον Αλέξη ή κάποια άλλη πολύ συγκεκριμένη ενημερωτική εκπομπή, κι όποτε πάω επίσκεψη και τύχει να ’χουν ανοιχτή την τηλεόραση. Έτσι βέβαια γλιτώνω όλη τη χλέμπα, χάνω όμως και μερικά διαμαντάκια.

Χτες βράδυ πετάχτηκα μέχρι μια φιλενάδα μου, να πιω μαζί της τον τελευταίο καφέ της Δευτέρας. Έφτασα κατά τις δέκα και τη βρήκα με τα νυχτικά.

- «Βλέπω ταινία! Έλα, μόλις άρχισε...», είπε αντί για το αναμενόμενο «γεια, τι κάνεις;»
- «Καλά δες εσύ ταινία, να διαβάσω εγώ», απάντησα.

Διότι βέβαια, είμαι σταθερά υπέρ της άποψης ότι καθένας πρέπει να κάνει αυτό που θέλει, χωρίς να καταπιέζει ούτε τον εαυτό του ούτε τους άλλους. Και πράγματι θα διάβαζα. Στην τσάντα μου τελευταίως υπάρχει πάντα ένα βιβλίο (καμιά φορά και δύο) απ’ τα μικρά, τα “portable”, όπως τα αποκαλώ εγώ. Τα έχω μαζί, για περιπτώσεις αναμονής, π.χ. σε κάναν γελοίο γιατρό που κερδοσοπεί εις βάρος του ελεύθερου χρόνου των πελατών του, σε κάνα μετρό, σε καμιά τράπεζα με ουρά, σε καμιά ξαφνική στάση για μοναχικό καφεδάκι, τέτοια.

Και ειδικά χθες είχα μαζί μου το εξαιρετικό «πορνογραφία και αισχρότητα» του Lawrence, που όλο κάπως δεν ταίριαζε και δεν το συνέχιζα, αν και τρωγόμουνα από παραπροχθές να δω τι λέει παρακάτω. Οπότε διόλου δε θα με πείραζε να διάβαζα στο σαλόνι της φίλης μου. Η οποία μόλις με υποδέχθηκε εξαφανίστηκε στην κουζίνα γα να ψήσει καφέ. Εγώ άφησα τα πράγματά μου και την ακολούθησα. 

Νομίζω πως σε κάθε ένα από τα φιλικά σπίτια που επισκέπτομαι συχνά, πίνω κι άλλο είδος καφέ. Στο σπίτι αυτής της φίλης πίνω πάντα, ανεξαρτήτως ώρας, έναν τετραπλό ελληνικό. Ξέρει εκείνη και δε ρωτάει τι και πως. Μάλιστα έχω εκεί την αγαπημένη μου κούπα. Μόνο σ’ αυτή θέλω τον καφέ μου. 

Έχει τριαντάφυλλα τυπωμένα ολόγυρα και κάτω έχει μια πολύ χαριτωμένη καμπύλη πριν καταλήξει στη βάση. Είναι ένα αλλόκοτο πράμα δηλαδή, εμ φλιτζάνι εμ κολονάτο και όπως συμβαίνει με τα περισσότερα αλλόκοτα επί γης, εγώ του ’χω μεγάλη αδυναμία. Μια φορά, η ιδιοκτήτριά του κάπου το ’χε χώσει και ψάχναμε σ’ όλο το σπίτι να το βρούμε, μπρος αυτή με το γεμάτο καυτό μπρίκι στο χέρι κι εγώ από πίσω, γιατί δεν ήθελα κανένα άλλο απ' τα φλιτζάνια της. Παραξενιές της τρίτης ηλικίας.

Αφού λοιπόν σερβιρίστηκε με συνοπτικές διαδικασίες ο καφές μου, τον μεταφέραμε στο καθιστικό (μαζί με κάτι τυροπιτάκια και λίγη μορταδέλα) και στρωθήκαμε η μία στον έναν καναπέ, η άλλη στον άλλο.

Έβγαλα λοιπόν το βιβλιαράκι μου και το άνοιξα στην τσακισμένη σελίδα. Δε διάβασα λέξη όμως. Εκείνη τη στιγμή στην οθόνη είδα το σήμα της ΝΕΤ κι από κάτω έναν μελαχρινό νεαρό, τον οποίο είχε πάρει το μάτι μου και καθώς έμπαινα. Υποτίθεται πως ήταν γιος Τούρκου πρέσβη και καλεσμένος μιας αριστοκρατικής οικογένειας της Αγγλίας των αρχών του 20ου αιώνα. Προφανώς, εγώ θα αδιαφορούσα για την ταινία, αν ο νέος άνδρας δεν κειτόταν νεκρός μέσα στην έπαυλη και μάλιστα μέσα στην κάμαρα μίας εκ των τριών πλουσίων θυγατέρων. Είχε λοιπόν ενδιαφέρον το πλάνο κι έτσι ρώτησα:

- «ποιος είναι αυτός;»... καμία απάντηση
- «ε; αυτός ποιος είναι;», ξαναδοκίμασα, με την ελπίδα η αλλαγή στη σύνταξη να αποσπάσει την προσοχή της απ’ το γυαλί
- «ένας Τούρκος!», είπε κοφτά 
- «κι από τι πήγε;», επέμεινα για λεπτομέρειες
- «που να ξέρω; ήμασταν μέσα!», ήταν το μόνο που εισέπραξα

Λίγο λοιπόν από τύψεις που η άφιξή μου κόστισε στη φίλη μου την απώλεια της επίμαχης σκηνής, λίγο επειδή η ποιότητα της εικόνας τόσο τεχνικά όσο και αισθητικά ήταν άψογη, συνέχισα να βλέπω. Και είδα κάμποση ώρα, εξίσου απορροφημένη με τη φιλενάδα μου. Μέχρι που κάποια στιγμή, ξαφνικά το έργο τελείωσε, εντελώς απροσδόκητα.

- «τι έγινε; γιατί σταμάτησε;», διαμαρτυρήθηκα (εγώ! που για να δω ταινία στην τηλεόραση, πρέπει να με δέσεις!)
- «τελείωσε», είπε αυτή απογοητευμένα
- «ε δε μπορεί να τέλειωσε έτσι!», διαμαρτυρήθηκα εντονότερα
- «ε αφού σου λέω τέλειωσε...»
- «με συγχωρείς, σειρά είναι;»
- «ναι»
- «εσύ είπες ταινία!», ρούφηξα την τελευταία μου γουλιά
- «αμάν ρε παιδί μου, όλα πρέπει να στα λέμε επακριβώς εσένα!», τ’ άκουσα κι από πάνω!
- «πότε παίζει πάλι;», αγνόησα το σχόλιό της
- «αύριο»
- «τι ώρα;»
- «στις δέκα»

Ωραία, σκέφτηκα. Θα δω αυτό στις δέκα και μετά, κλασικά, Αλέξη στις έντεκα και τέταρτο. Το σίριαλ είχε ήδη καταχωρηθεί στα «to do» της επόμενης μέρας. Τελικά βέβαια, δεν είδα ούτε τους «φακέλους», ούτε τον «Πύργο του Ντάουντον». Από τ’ απόγευμα μέχρι πριν μια ώρα ήμουν κάπου στα ανατολικά παράλια της Αττικής, λαμβάνοντας μέρος σ’ ένα θεότρελο happening. Γελάσαμε όμως πολύ, οπότε χαλάλι!

Γυρνώντας βέβαια σπίτι, θυμήθηκα την "ταινία" της φίλης μου και βρήκα πως αυτή η πραγματικά αξιέπαινη σειρά της ΕΡΤ έχει τιμηθεί με «χρυσές σφαίρες» και πλήθος άλλων βραβείων. Πολύ λογικό! Εδώ κέρδισε εμένα, που πάσχω από τηλεοπτική ακαθισία...