1.10.12

βρήκαμε τη Λίτσα!

Ροβιές, Εύβοια

Σήμερα στις τρεις το μεσημέρι, οι Ροβιές στη βόρεια Εύβοια ήταν ολότελα έρημες! Σταμάτησα κι εγώ σ' ένα παντοπωλείο και μπήκα να ρωτήσω που διάολο θα μπορούσαμε να φάμε. Κι άκουσα μπαίνοντας, τον πενηνταπεντάρη ιδιοκτήτη να κουβεντιάζει πολύ σοβαρός με τον νεαρό στο πλάι του, που μάλλον γιος του πρέπει να 'ταν.

Διέκοψα λοιπόν τη βαριά ατμόσφαιρα, ρωτώντας πρόσχαρα: "κάνα ταβερνάκι μήπως, να τσιμπήσουμε κάτι;" Ο κύριος, βλέποντάς με ανασκουμπώθηκε. Άλλαξε αμέσως τόνο κι είπε επί λέξει: "Γύρνα επιτόπου, στρίψε δεξιά στη γωνία και στην παραλία πάλι δεξιά. Όλο ευθεία είναι η Λίτσα. Εκεί, θα βρεις ό,τι ζητάς".

"Έγινε!", απάντησα χαμογελώντας αντί για ευχαριστώ και γύρισα στ’ αμάξι. Μία από τις τρεις συνεπιβάτιδές μου, που φυσικά δεν είχε ακούσει τον διάλογο, αποκωδικοποίησε το χαμόγελό μου. "Να υποθέσω πως μας έστειλε στη γυναίκα του;", ρώτησε. "Ακριβώς!", απάντησα. 

Δεν είναι μερικές φορές που χωρίς να μπορείς να πεις γιατί, το ξέρεις καλά πως αυτό που μόλις σου είπαν είναι και το σωστό; Ε, αυτό συνέβη σήμερα το μεσημέρι. Εγώ βέβαια συνέχισα να χαμογελάω γι' άλλο λόγο. Επειδή, ακούγοντας το όνομα "Λίτσα", μου 'ρθαν αμέσως στο μυαλό τα λόγια του χομπίστα (από μια πρόσφατη ανάρτηση αυτού εδώ του μπλογκ):

"λέω απόψε που έχει φεγγάρι
και καίνε τα κεριά μόνο για 'μας
να βρεθούμε σε μια παραλία
σε μια ερημική ακρογιαλιά"

Επιπλέον, η μέρα, απ' τις έξι το πρωί που είχε ξεκινήσει, ήταν μια μονοκόμματη ροκιά! Το κουαρτέτο μέσα στ' αυτοκίνητο; Θα μπορούσε άνετα να εμπνεύσει τον Ιονέσκο. Όσο για το ανελέητο ανθρωποκυνηγητό που είχε προηγηθεί... ήταν κανονική σκηνή από μαύρη κωμωδία! Με μένα στο ρόλο του οδηγού παύλα καταδιώκτη ενός μίζερου τυπάκου που οδηγώντας το δικό του αμάξι, αφού με ζάλισε κάμποσο, έκανε το σφάλμα να πει -ολότελα άδικα- μια λέξη που δεν άρμοζε καθόλου.

Στα στροφιλίκια της βόρειας Εύβοιας, πάνω στους γκρεμούς, δε διανοείσαι φυσικά να κυνηγάς, τέρμα γκάζι, προπορευόμενο όχημα. Εκτός κι αν έχεις πολύ σοβαρό λόγο. Ή αν δεν είσαι με τα σωστά σου. Εγώ θέλω να πιστεύω πως είχα πολύ σοβαρό λόγο. Απ’ το πίσω κάθισμα δε, όση ώρα κράτησε η καταδίωξη, εξ’ αριστερών ακουγόταν μία ξεκαρδισμένη.

Κι αυτό γιατί η εκ δεξιών είχε μπήξει τα νύχια της στο γόνατο της διπλανής της κι απ’ το στόμα της ακουγόντουσαν ικεσίες λούπα, του τύπου: «μη σε παρακαλώ!», «αχ μη, θα σκοτωθούμε!», «αχ Παναγία μου!!!», «μη μη!!», «μη μη μη!!!», «αχ, δεν είσαι καλά!», «τώρα γιατί το κάνεις αυτό;», «μα γιατί έχει το χέρι της έξω; τον μουντζώνει;».

Εγώ δεν μούντζωνα φυσικά, έκανα κάτι πιο εύστοχο! Και το έκανα κάμποση ώρα, κολλημένη πίσω απ’ τον ψευτονταή, με τα δυο φιρίκια, που είχε για συνεπιβάτες. Δυο τρεις φορές μάλιστα, έβγαλα και το κεφάλι απ’ το παράθυρο και του φώναζα γλυκόλογα. Και στα ενδιάμεσα, όταν δεν κόρναρα επίμονα και δεν έπαιζα τους προβολείς μου… γέλαγα μέχρι δακρύων! Κι αυτός βέβαια μ’ έβλεπε απ’ τον καθρέφτη.

Η συνοδηγός δε θυμάμαι ακριβώς τι έλεγε και τι έκανε, γιατί στην τούρλα που ήμουν εγώ εκείνη την ώρα, μόνο τα κραυγαλέα μπορούσαν να με αποσπάσουν. Πάντως δεν πρέπει ν’ ανησύχησε ιδιαίτερα, θα το ’χα προσέξει. Άλλωστε, έκανα κάποιες παύσεις στα γέλια και στα χαϊδολογήματα (αλήθεια, δεν τον έβριζα! του ’λεγα λεξούλες τρυφερές, ουρλιάζοντας όμως και με τον μέσο του αριστερού μου χεριού σταθερά προτεταμένο) και τους εξηγούσα πως δεν ήμουν στ’ αλήθεια θυμωμένη με τον μπροστινό και πως ήθελα απλώς να του πάρει λίγο καιρό να με ξεχάσει.

«Κι άμα θυμώσει και κατέβει απ’ τ’ αμάξι, τι θα κάνεις;», ακούστηκε κάποια στιγμή η φωνή της απελπισίας, διαγωνίως πίσω μου. Κι εκεί εγώ ξεκαρδίστηκα και πάλι κι έτσι δε μπόρεσα να απαντήσω πως απ’ τη μούρη, τη φωνή, το σουλούπι και την όλη συμπεριφορά, ήμουν σε θέση να στοιχηματίσω τον προϋπολογισμό του κράτους πως ο τύπος ήταν κλασική περίπτωση κουραδόμαγκα. Άρα, κίνδυνος μηδέν.    
Το μόνο που κατάφερα όμως να πω ήταν «άσε, θα τον τρελάνω λίγο ακόμα κι ύστερα θα τον αφήσω ήσυχο». Και πάνω που πράγματι ετοιμαζόμουν να εγκαταλείψω το ηδονιστικό παιχνίδι μου, ο νέος έκανε μια τριπλή προσπέραση πάνω σε στροφή κι εξαφανίστηκε. Μάλλον, είχα ήδη πετύχει αυτό που ήθελα. Ο καθένας άλλωστε μπορεί να τρελάνει οποιονδήποτε, αρκεί να το θελήσει. Και στοιχηματίζω σ’ αυτό, τον προϋπολογισμό του κράτους!

Όσο για τη Λίτσα, πράγματι βρήκα εκεί ό,τι ζητούσα. Παχιά σκιά, πυκνό πράσινο ολόγυρα, συμπαθητικό φαγητό κι αντίκρυ στο δρόμο μια θάλασσα όνειρο! Αφού φάγαμε μέχρι σκασμού κι ήπιαμε και τις μπυρίτσες μας, εγώ ανακοίνωσα πως θα βουτούσα. Και τότε άκουσα και την κορυφαία ατάκα της ημέρας: «Τι; θα μπεις και στο νερό τώρα; Μετά που έφαγες; Ε, με το που θα μπεις, θα πάθεις εγκεφαλικό!». Εγώ βέβαια απάντησα εύθυμα: «Οk, αν πάθω εγκεφαλικό, να προσέχετε τον γάτο!».

Δύο, το πολύ τρία λεπτά κράτησε το μπάνιο μου, αλλά ήταν εξαγνιστικό! Στη θάλασσα άλλος δεν υπήρχε, το τοπίο ήταν υπέροχο και το νερό κατακάθαρο, ήρεμο και σε ιδανική θερμοκρασία. Θα μπορούσα να μείνω εκεί μέσα για ώρες. Άλλωστε, αυτό ήταν ουσιαστικά και το πρώτο μου μπάνιο για φέτος. Είχα όμως να φροντίσω κόσμο.

Συν του ότι έβλεπα τρεις φάτσες ελαφρώς ανήσυχες να με παρακολουθούν διαρκώς. Οπότε, μία που μπήκα και μία που βγήκα. Αλλά αυτό το λαθραίο ολιγόλεπτο μπάνιο, την τελευταία μέρα του Σεπτέμβρη, με πανσέληνο, με αποζημίωσε για όλα τα μπάνια που έχασα το καλοκαίρι. Σαν να ξαναβαφτίστηκα ένιωσα. Και το όνομα αυτής... θέλει και ρώτημα;