30.3.11

μου φαίνεται στο εξής θα παίρνω λεωφορείο


Σήμερα μπήκα σε λεωφορείο μετά από πάρα πολύ καιρό.
Με μουρμούρα βέβαια.
Γιατί, ταξί και μέσα μαζικής μεταφοράς είναι για μένα ό,τι είναι το κόκκινο πανί για τον ταύρο.
Εγώ δε θέλω να μετακινούμαι έτσι. 
Όπως είπε παλιότερα κι ένας καλός φίλος, «εσύ δεν μπορείς αν δεν έχεις στα χέρια σου βολάν». 
Σχετικό βέβαια αυτό γιατί αν πρόκειται για εναέρια, πλωτή ή σε ράγες μεταφορά, ε, εκεί κάνω κι εγώ τις υποχωρήσεις μου...

Αλλά, όπως κάθε πράγμα έτσι κι η αυτόνομη μετακίνηση μέσα στην πόλη έχει και καλά και κακά. Το καλό είναι πως με το δικό σου όχημα πας όπου θες γρηγορότερα, σταματάς όπου σ’ αρέσει και δε συναναστρέφεσαι κατά τον οιονδήποτε τρόπο αγνώστους. Το κακό είναι ακριβώς αυτό, πως δε συναντάς αγνώστους. Που σημαίνει πως αποκλείεις τον εαυτό σου από τη λεγόμενη «σοφία του δρόμου» (έννοια με διάφορες σημασίες, αλλά εγώ εδώ εννοώ μόνο μία από αυτές).

Είναι παρόμοια διαφορά με το να περπατάς απ’ το να γυρνάς την πόλη με το αυτοκίνητο ή τη μηχανή. Περπατώντας προλαβαίνεις τελείως άλλα πράγματα.
Τα αξιοσημείωτα κοντά μπατζάκια του κυρίου που προπορεύεται, το εξωφρενικό μακιγιάζ δεδομένης της μεσημβρινής ώρας κάποιας κοπέλας, ένα ασυνήθιστα φιλικό αδέσποτο σκύλο που ξαφνικά χώνει τη μουσούδα του στο χέρι σου, την ανεκδιήγητη λακκούβα στο πεζοδρόμιο μέσα στην οποία μόλις βρέθηκε το δεξί σου πόδι, την ηλικιωμένη κυρία που κάτι σου λέει αλλά εσύ με το walkman δεν ακούς, τα ευωδιαστά ανοιξιάτικα ανθάκια στα δέντρα του δρόμου, την αδερφή σου(!) που πέφτει πάνω σου τυχαία, γωνία Ακαδημίας και Μπενάκη, διάφορα... 

Στοιβαγμένη λοιπόν σήμερα σ’ ένα λεωφορείο για λόγους που χάριν συντομίας θα προσπεράσω (το θέμα εν ολίγοις σχετίζεται με την αξία της φιλίας) είχα εναποθέσει όλες μου τις ελπίδες για λίγη απομόνωση στο mp-3 μου που ναι, έχει κάνει απόσβεση εκατοντάδες φορές απ’ τη στιγμή της αγοράς του. Έλα όμως που είχα ξεχάσει να το φορτίσω χθες βράδυ στη usb του υπολογιστή. Τι να σου κάνει κι αυτό που παίζει αδιάκοπα; Σταμάτησε. Άρχισα τότε να βλαστημάω σιωπηλά την τύχη μου κι ύστερα άρχισα να ασχολούμαι με τους γύρω. Τι άλλο να κάνεις μέσα σ’ ένα λεωφορείο που δεν μπορεί η ματιά σου να φτάσει ούτε καν έξω στο δρόμο; Για λόγους διακριτικότητας παρατηρούσα τους πιο μακρινούς επιβάτες, μέχρι που η κοπελιά μπροστά μου, μια νεαρή ελάχιστα πιο ευτραφής από μένα, απάντησε σε μία κλήση. Αφού είπε κάμποσα αδιάφορα, μιλώντας προφανώς με κάποια στενή της φίλη, είπε κι αυτό, με εξίσου βροντερή φωνή:

- τέρμα, θα χάσω βάρος! ... όχι ρε για την παραλία, ποιος χέστηκε; ... όχι, απλώς, τα περιττά κιλά με δυσκολεύουν πια στις φαντασιώσεις μου.

Εμένα να δεις!!! Ευλογημένε ΟΑΣΑ!