3.3.11

Λέρος

Λέρος, το "ένοχο μυστικό της Ευρώπης"

Οι σκηνοθέτες των ντοκιμαντέρ έχουν μια δύναμη που οι άλλοι, δηλαδή οι σκηνοθέτες των ταινιών μυθοπλασίας... ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα!
Με λίγη τύχη βέβαια μπορεί ένας ικανός σκηνοθέτης που δουλεύει για το Χόλλυγουντ να τα ’κονομήσει και μάλιστα χοντρά, αλλά ποτέ δε θα απολαύσει την ηθική ικανοποίηση απ’ το αντίκτυπο που ενδεχομένως να έχει η δουλειά εκείνου που καταγράφει πραγματικά περιστατικά και που γι΄αυτό ψωμολυσσάει.
Ε τι να γίνει; σε τούτη τη ζωή διαλέγεις με ποιους είσαι...

Αυτός ήταν ένας σύντομος πρόλογος. Πάμε τώρα στο κυρίως θέμα: Το 1990, το διάσημο ντοκιμαντέρ «Island of Outcasts», της Jane Gabriel, σχετικά με το ψυχιατρείο της Λέρου, έδωσε ένα γερό χαστούκι στην πρωτόγονη ελληνική κοινωνία. Μετά την προβολή της ταινίας, η διεθνής κοινή γνώμη ξεσηκώθηκε και η Ευρωπαϊκή Ένωση παρενέβη ώστε να πάψει το «κρατικό θεραπευτήριο Λέρου» να θυμίζει ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης και όχι ψυχιατρική κλινική.

Θα μπορούσα να πω διάφορα και πολλά για το θέμα της ψυχικής ασθένειας και του ακούσιου εγκλεισμού. Εμπεριστατωμένα και βαρύγδουπα.
Αλλά αυτή τη φορά (χε χε ναι, αυτό είναι απειλητικό!) θα αρκεστώ στο να πιάσω απλώς μια κλωστούλα της ιστορίας κι έτσι να δώσω κλώτσο στο κουβάρι...

Ο φακός της Gabriel λοιπόν συνέλαβε πάμπολλες μορφές.
Μία απ’ αυτές ήταν ο Παναγιώτης, ένας μεσήλικος Αθηναίος, τρόφιμος του διαβόητου ψυχιατρείου της Λέρου. Η περίπτωσή του ήταν μάλλον ελαφριά.
Κάποια στιγμή εμφανίστηκαν στο ψυχιατρείο η μητέρα κι η αδερφή του, απ’ την Αθήνα, μετά από δέκα χρόνια που είχαν να τον επισκεφτούν.
Ο Παναγιώτης υποδέχτηκε τις δύο γυναίκες εγκάρδια, τις αγκάλιασε και τις φίλησε.
Ο γιατρός έδωσε στον Παναγιώτη δίωρη άδεια ώστε να πάει μια βόλτα στο νησί μαζί τους. Η αδερφή του, σε αντίθεση με τη μητέρα, αρνήθηκε να μιλήσει στην κάμερα.
Στο απόσπασμα από την ταινία  Island of Outcasts (η συγκεκριμένη σκηνή ξεκινάει στο 05:57'), βλέπουμε τον Παναγιώτη να ζητάει απ’ τη μητέρα του να τον βγάλει απ’ το ψυχιατρείο και να τον πάρει σπίτι μαζί της.
Ο διάλογός τους είχε ως εξής:

Παναγιώτης: Ε μητέρα, τι λες, μπορώ να σε βοηθήσω;
Μητέρα: Δεν ξέρω Παναγιώτη, αυτό εξαρτάται από σένα, αγόρι μου
Π: Εγώ θα σε βοηθήσω!
Μ: Δε μπορείς, δυστυχώς
Π: Μπορώ! άμα έρθω θα σε βοηθήσω
Μ: Δε μπορείς, μάτια μου!
Π: Ε, για να μην πηγαίνεις εσύ τώρα για ψώνια μονάχη σου, έχεις τα πόδια, έχεις...
Μ: Τα ψώνια είναι Παναγιώτη;
Π: Έχεις το πόδι σου, έχεις και το χέρι σου, τώρα με την εγχείρηση, μπορείς να δουλεύεις;
Μ: Δε μπορείς αγόρι μου. Μακάρι να μπόραγες να με βοήθαγες. Δε μπορείς όμως... δυστυχώς!
Π: Θα σε βοηθήσω με το καλό, όχι με το ζόρι, με το καλό... ό,τι μπορέσω θα κάνω
Μ: Ααααχ...
Π: Άμα μου πεις μια μέρα να ’ρθω σπίτι θα ’ρθω εγώ δεεεεν... δε μιλάω με το ζόρι
Μ: Τι να σου πω...
Π: Εγώ μιλάω με το καλό
Μ: Θα δούμε τι θα κανονίσουμε...

Στην επόμενη σκηνή βλέπουμε τον Παναγιώτη αγκαλιά με την αδερφή του να φεύγουν απ ’το ίδρυμα για μια βόλτα στη χώρα.
Η μητέρα του μένει πίσω.
Ο φύλακας στην πύλη γνωρίζει βέβαια τον Παναγιώτη και όπως το υπόλοιπο προσωπικό του νοσοκομείου θεωρεί πως άδικα ο Παναγιώτης παραμένει εγκλεισμένος. Λέει στη μητέρα του:

Φύλακας: Τι έχει; Εσύ δε μπορείς να υπογράψεις να τον πάρεις;
Μητέρα: Θα μπορούσα, αλλά το παιδί δεν είναι πολύ καλά, πάει κι έρχεται... για να τον πάρω πρέπει να είμαι σίγουρη αν μπορεί να μου προσφέρει κάτι.

«Πρέπει να είμαι σίγουρη αν μπορεί να μου προσφέρει κάτι!».
Λόγια μάνας αυτά.
Όχι να είναι σίγουρη αν μπορεί εκείνη να προσφέρει κάτι στο παιδί της που πάσχει αλλά αντίθετα, αν τυχόν μπορεί ο πάσχων γιος να προσφέρει στην ίδια.
Συγκλονιστικά λόγια μιας μάνας που έκλεισε στο ψυχιατρείο το ίδιο της το παιδί, επειδή αυτό δεν μπορούσε να της προσφέρει! Και που έκανε τον κόπο να δει το παιδί αυτό μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια! Και που χωρίς να έχει καν ενημερωθεί απ’ το γιατρό για την κατάστασή του, αποφαίνεται αυθαίρετα πως ο γιος της «πάει κι έρχεται». Σε αντίθεση με την ίδια, που παραμένει σταθερά προσκολλημένη στο προσωπικό της συμφέρον!

Ο Παναγιώτης είναι προφανές πως μιλάει πράγματι «με το καλό». Αλλά αν η ίδια του η μάνα τον αντιμετωπίζει κατ’ αυτόν τον τρόπο (δε θα τον χαρακτηρίσω χυδαίο τον τρόπο της, γιατί θα με πείτε πάλι «σκληρή»), ίσως να πρέπει να κρίνουμε με μεγαλύτερη επιείκεια την ελληνική κοινωνία για τον αδιανόητο τρόπο που αντιμετωπίζει τους ψυχικά ασθενείς στο σύνολό τους.
Γιατί, εικοσιένα χρόνια μετά την καταγγελία της Jane Gabriel η κατάσταση στη χώρα μας ελάχιστα έχει αλλάξει!

Οι ψυχικά πάσχοντες, σε αντίθεση με αυτό που πιστεύουν οι αδαείς, συνήθως μιλούν «με το καλό». Ενίοτε δε είναι σε αρκετά καλή γενική κατάσταση και, όπως ο Παναγιώτης, μπορούν και θέλουν να προσφέρουν...

Σήμερα βέβαια, ζούμε στην εποχή της λεγόμενης αποασυλοποίησης. Όχι επειδή οι ψυχίατροι έγιναν άξαφνα καλοί και μοιράζουν αφειδώς εξιτήρια, αλλά επειδή οι ασθενείς είναι πολλοί και είναι πιο συμφέρον για την κοινωνία να «απορροφά» τα πιο ελαφριά περιστατικά, παρά να τα συντηρεί «εντός των τειχών». Η επιτυχής κοινωνική ενσωμάτωση των ψυχικά ασθενών όμως βασίζεται σε μία προϋπόθεση. Στο να μην τους κλείνει το σύνολο την πόρτα κατάμουτρα λέγοντας: «δε μπορείς!».

Ένα τελευταίο σχόλιο για λόγους δικαιοσύνης.
Κατ’ αρχάς, συμφωνώ πως είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδεχτεί κανείς τη διαφορετικότητα. Εννοείται πως το να συναναστρέφεσαι, να ζεις ή να συνεργάζεσαι με ψυχικά ασθενείς δεν είναι ό,τι πιο εύκολο. Για να το πετύχει κανείς αυτό πρέπει να είναι εφοδιασμένος με υψηλή αντιληπτική ικανότητα, με γνώσεις, με υπομονή, με καλή διάθεση, με ευρύτητα πνεύματος και με λίγο χιούμορ.
Αλλά, πως θα γίνει;
Είμαστε πολλοί!
Και πρέπει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να συνυπάρξουμε αρμονικά.
Για το κοινό μας όφελος. Και οι από ’δω και οι από ’κει, αν υποτεθεί πως υπάρχει κάποια διαχωριστική γραμμή ανάμεσά μας, γιατί κατά την ταπεινή μου άποψη τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει.

Όσο για το φίλο μου τον Παναγιώτη, τον ξαναβρήκα! Ναι αμέ. Το 2003.
Στο ντοκιμαντέρ του Αντρέα Λουκάκου Ψυχοαποικία Λέρου(βλ. 04:06')
Πιο γερασμένος βέβαια, είχαν άλλωστε περάσει δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια.
Και όπως σωστά υποθέσατε, εκείνος βρισκόταν ακόμα στη Λέρο. Αυτή τη φορά, γνωρίζοντας πως η μάνα τον είχε ξεγραμμένο για καλά, μίλησε στο φακό γι αυτό που ήλπιζε πια: να βρει μια σύντροφο.

«ε, αυτή τη γυναίκα που θα πάρω... δε θα την πάρει άλλος. Θα της κάνω εγώ τα έξοδα. Το σπίτι, θα της πλένω τα ρούχα, θα της μαγειρεύω... θα της φτιάχνω πατσά... ό,τι, ό,τι θέλει... το κρασάκι της, το κρεβατάκι της... και θα κοιμόμαστε μαζί αγκαλίτσα»

Αααα ρε Παναγιώτη!

Όπως τα λέει το τραγούδι: Crazy, crazy for feelings, so lonely!