24.2.11

Γιαννάκη, αντιγράφεις!


συνέχεια από την ανάρτηση  "κοινωνία της πληροφορίας"

Στο σχολείο, δε μπορεί, όλο και σε κάποιο γελοίο συμμαθητή θα είχατε τύχει, που όχι μόνο σήκωνε την παλάμη αλλά έπεφτε ολόκληρος πάνω στο γραπτό του ώστε να σας εμποδίσει ν’ αντιγράψετε απ’ την κόλλα του...

Τα «φυτά» της τάξης μας μεγάλωσαν φυσικά κι αυτά κι έγιναν οι άνθρωποι που μαζί με ’μας ορίζουν σήμερα τον κόσμο (κουβέντα πολύ-πολύ σχετική αυτή, βέβαια).

Αναρωτιέμαι όμως, τώρα που είστε πια μεγάλοι, ποιος σας τη δίνει περισσότερο στα νεύρα; Αυτός που αντί να κοπιάσει προτιμάει τη «μασημένη τροφή» ή εκείνος που αρνείται να προσφέρει τους καρπούς του κόπου του άνευ ανταλλάγματος;
Αυτός που οικειοποιείται την ξένη ιδέα, γνώση, άποψη κτλ. ή ο άλλος που αγωνιά μήπως κάτι απ’ αυτά που θεωρεί πως «του ανήκουν!» μεταβιβαστεί άθελά του σε κάποιον τρίτο;
Το «φυτό» είναι το πρόβλημα; Ή ο «κουμπούρας»;
Ο τεμπέλης ή ο τσιφούτης;
Ή μήπως και οι δυο εξίσου;

Ένας αγαπημένος μου δάσκαλος, ο πανεπιστημιακός Μανώλης Χαιρετάκης, καλή του ώρα, έκανε μεγάλη προσπάθεια για να αφομοιώσουμε πως η πληροφορία πρέπει να διακινείται ελεύθερα. Παρ’ όλα αυτά, δε μας άφησε ποτέ να αντιγράψουμε την ώρα των εξετάσεων!

Ο λόγος που ο φιλελεύθερος καθηγητής μας επέμενε στο να δοκιμαζόμαστε αυστηρώς ατομικά όποτε γράφαμε, εντοπίζεται σε μία λεπτομέρεια. Στη διαφορά, φυσικά, ανάμεσα στην πληροφορία και τη γνώση. Η πληροφορία δεν είναι παρά ένα μήνυμα, μια είδηση, μια δήλωση κτλ. Ενώ η γνώση είναι ένα αποτέλεσμα. Το αποτέλεσμα της πνευματικής προσπάθειας που αφορά την κατανόηση και την ερμηνεία της πραγματικότητας. Και παρότι οι δύο είναι άρρηκτα συνδεδεμένες, δεν είναι σε καμία περίπτωση συνώνυμες.
Ούτε, βέβαια,  ισοδύναμες. Ούτε ισάξιες. Ούτε καν συγκρίσιμες. Άλλη η αξία του ακατέργαστου διαμαντιού μέσα στο κάρβουνο κι άλλη όταν αφού κοπεί σε πενήντα οκτώ έδρες αποκαλύψει όλη τη λάμψη του.      

Τώρα, αν σκεφτούμε για λίγο το πως ζούμε, θα καταλήξουμε πως μοιραζόμαστε ένα κόσμο ασύλληπτα ανταγωνιστικό. Αυτό είναι σίγουρο. Κι όταν ανάμεσα στους ανθρώπους αυτό που κυριαρχεί είναι το λεγόμενο «ο θάνατός σου, η ζωή μου», τότε ο σφετερισμός της ξένης πνευματικής εργασίας... είναι πταίσμα!    

Φτιάχνεις, ας πούμε, εσύ ένα αξιέπαινο ιστολόγιο.
Μ’ όλο σου το μεράκι, όλη τη γνώση και με κούραση πολλή. 
Και ξάφνου τσουπ, ο Γιαννάααακης!
Μεγάλωσε βέβαια αλλά εκείνο το χούι ν’ αντιγράφει δεν τον εγκατέλειψε ποτέ.
Και βέβαια, ο Γιαννάκης, ούτε τα χρόνια που ’φαγες εσύ στα θρανία έχει φάει, ούτε ποτέ φημιζόταν για την πένα του.
Βαριέται απ’ τη μία, απ’ την άλλη ακόμα κι αν ήθελε δε θα μπορούσε να καταφέρει τίποτα καλύτερο... απ’ το να κλέψει το μόχθο του διπλανού του.
Κι αυτό ακριβώς κάνει, χωρίς δεύτερες σκέψεις.
Κοπιάρει αβασάνιστα το δικό σου περιεχόμενο κι εσύ όταν (κι αν) το ανακαλύψεις γίνεσαι έξαλλος.
Έχεις δίκιο να ’σαι κακιωμένος;
Έχεις.
Γιατί τα πνευματικά δικαιώματα των δημοσιεύσεων ανήκουν εξ ολοκλήρου στο συγγραφέα ή στους συγγραφείς κάθε ιστολογίου.
Το πνευματικό δημιούργημα είναι κτήμα του δημιουργού του.

Πνευματικός δημιουργός όμως είναι εκείνος που παράγει νέες μορφές κι ιδέες, έστω κι αν στα δημιουργήματά του είναι ενσωματωμένη προϋπάρχουσα ύλη.
Μ’ άλλα λόγια, όταν ο Γιαννάκης μοστράρει τη δουλειά σου αυτούσια ως δική του, συμφωνώ πως σε κλέβει.
Όταν όμως χρησιμοποιήσει αποσπάσματά της για να δημιουργήσει ένα πρωτότυπο αποτέλεσμα, τότε –θα σε στεναχωρήσω ίσως–  τα πράγματα αλλάζουν.
Κάθε, μα κάθε σύγχρονος δημιουργός αντιγράφει τους προηγούμενους!
Όσο πρωτότυπος κι αν είναι, δεν παύει ν’ αντιγράφει.
Η γνώση δεν είναι η Αμερική να την ανακαλύψουμε εμείς.
Έτσι κι αλλιώς, αυτή δεν ανακαλύφθηκε πριν από μισή χιλιετηρίδα απ’ τον Κολόμβο, όπως εσφαλμένα νομίζουμε, είχε ανακαλυφθεί ήδη πιο πριν.

Και ξαναγυρνώντας στο ζήτημα της γνώσης, θα ρωτήσω: η γνώση του καθενός μας τι είναι, αν όχι μια μεγάλη συλλογή από δάνεια μ’ ελάχιστες ίσως πρωτότυπες προσθήκες;
Κι αν μιλήσουμε για τους bloggers, πόσοι από εμάς είμαστε επινοητές ιδεών;
Οι περισσότεροι δεν ανακυκλώνουμε τη γνώση τρίτων;
Κι όλοι μαζί, bloggers ή όχι, δε χρησιμοποιούμε διαρκώς τη γνώση των προγενέστερων, αλλά και των σύγχρονών μας που τυγχάνουν πιο φωτισμένοι από εμάς;

Η διαχείριση της γνώσης είναι ελεύθερο αγαθό. Παντελώς ελεύθερο.
Κι είναι ένα από τα υπέροχα, άναρχα χαρακτηριστικά αυτού του μάταιου κόσμου.
Και ως θεμέλιο του ανθρώπινου πολιτισμού είναι ανεκτίμητη.
Η διαχείριση της γνώσης όμως είναι ένα πολύ μπερδεμένο ζήτημα. Γιατί στην ελευθερία της προσκρούει ένα άλλο ζήτημα, αυτό της πνευματικής ιδιοκτησίας.
   
Αλλά, για μισό λεπτό.
Μόλις σκέφτηκα πως το blog σου (αν κάνω λάθος, διόρθωσέ με), εκτός από τα κείμενα που με υπομονή έχεις συντάξει και μπράβο σου γι’ αυτό, περιέχει επίσης αποσπάσματα από κείμενα άλλων, τροποποιημένα έστω, video από ταινίες κι άλλα video με μουσικές ή cartoon, άφθονες φωτογραφίες, εντυπωσιακές ζωγραφιές και τέλος πάντων ομορφιές που δεν έχουν προκύψει απ’ τον κόπο τον δικό σου, αλλά απ’ τον κόπο άλλων...

Γιατί λοιπόν θυμώνεις με τον Γιαννάκη, αφού πάνω-κάτω κι εσύ τα ίδια κάνεις;
Μπορεί να μην αντιγράφεις αυτούσια κείμενα όπως εκείνος, άλλωστε εσύ έχεις την ευχέρεια να γράφεις όποτε κι ό,τι θες. Κι έπειτα, είσαι παιδί καλής οικογενείας κι από μικρός διδάχτηκες τι σημαίνει σεβασμός. Ακολουθείς τη δεοντολογία, μέσες-άκρες.
Μέσες άκρες, ναι, γιατί όσο ευλαβικά κι αν τηρείς τους κανόνες του παιχνιδιού, όλο και κάτι ξένο θα βρούμε στο μπλογκάκι σου, άμα το ξεσκονίσουμε. Έχω άδικο;   
Βαραββάς μπορεί να μην είσαι, αλλά, φίλε μου, δεν είσαι κι ο Χριστός...

Πως όμως φτάσαμε να τσακωνόμαστε σήμερα στο διαδίκτυο «δικό μου ρε το κείμενο!», «όχι, δικό μου!»;

Λοιπόν, η ιστορία ξεκινάει από τη δεκαετία του ’70, αλλά το 1990 άρχισε η τρομακτική εξάπλωση των ηλεκτρονικών υπολογιστών. 
Τη χρονιά εκείνη, η Microsoft πούλησε δύο εκατομμύρια πακέτα με το λειτουργικό πρόγραμμα Windows 3,0, ενώ τρία χρόνια μετά το CERN, ο ευρωπαϊκός οργανισμός πυρηνικών ερευνών, έθεσε τον παγκόσμιο ιστό στη διάθεση της ανθρωπότητας. Το πασίγνωστο πια www (world wide web), που τότε ήταν το μοναδικό πρόγραμμα περιήγησης στο διαδίκτυο, από το 1993 και μετά είναι «κοινό κτήμα», δηλαδή δεν υπάγεται σε περιορισμούς περί πνευματικής ιδιοκτησίας, ευτυχώς για όλους μας.
Το διαδίκτυο μοιάζει με μεγάλο πάρκο, ανοιχτό για όλους. Είναι ένας δημόσιος χώρος, ένα τμήμα της δημόσιας σφαίρας. Βέβαια, αυτό δε συνεπάγεται πως το περιεχόμενό του, ό,τι δηλαδή περιέχεται, διακινείται, παρουσιάζεται κτλ. στον παγκόσμιο ιστό είναι επίσης κοινό κτήμα, παρ’ εκτός κι αν πράγματι είναι.  

Η εύκολη σήμερα ψηφιοποίηση κάθε πολιτιστικού προϊόντος έχει καταλήξει σε διάχυση του πολιτισμικού περιεχομένου στο διαδίκτυο. Και αυτό το φαινόμενο αφ’ ενός έχει ευνοήσει τη δημιουργικότητα και την απόλαυση εκατομμυρίων χρηστών του ιστού ανά τον κόσμο, αφ’ ετέρου έχει αποσταθεροποιήσει την οικονομία της πολιτιστικής βιομηχανίας. Τα προφανή αποτελέσματα της δεύτερης συνέπειας, έχουν θορυβήσει τους εμπλεκόμενους, οι οποίοι επιδιώκουν να επαναφέρουν την αγορά στην πρότερη κατάστασή της.

Σήμερα όμως υπάρχουν μοναχά τρεις τρόποι ελέγχου του διαδικτύου, αναφορικά με την πνευματική ιδιοκτησία. Η καταστολή των χρηστών που προβαίνουν σε διακίνηση προστατευόμενου περιεχομένου, π.χ. πρόστιμο, φυλάκιση κτλ., το φιλτράρισμα του ιστού, π.χ. αποκλεισμός συγκεκριμένων ιστότοπων ή υπηρεσιών κτλ. και η επιβολή περιορισμών ως προς την ψηφιακή διαχείριση, μέσω τεχνολογιών υπαγωγής των χρηστών στον έλεγχο του παρόχου του περιεχομένου.

Όλοι θυμόμαστε βέβαια την πρόσφατη υπόθεση του gamato.info. Οι διαχειριστές του διασύρθηκαν και μάλιστα προφυλακίστηκαν, παρότι ήταν απλοί χρήστες χωρίς κανένα οικονομικό όφελος, απλώς και μόνο επειδή αντάλλαζαν ταινίες και μουσική με άλλους χρήστες του διαδικτύου!   

Στις μέρες μας, εφαρμόζονται διάφορα μέτρα καταστολής του παράνομου διαμοιρασμού στο διαδίκτυο, όμως οι σχετικές νομοθεσίες παρουσιάζουν μια μακρά σειρά από προβλήματα, που θα προσπεράσω για λόγους οικονομίας χώρου.  

Τα περί πνευματικών δικαιωμάτων, δεν είναι βέβαια καινούργια ιστορία. Παρότι η κατοχύρωση των πνευματικών δικαιωμάτων αναφέρεται στο αγγλικό εμπορικό δίκαιο, ήδη από το 1710, ουσιαστικά η προστασία των δημιουργών  επιβλήθηκε από τη Γαλλική Επανάσταση, στα τέλη του 18ου αιώνα. Την ίδια περίοδο εφαρμόστηκε στην Αμερική, για πρώτη φορά, ο νόμος περί copyright.
Από τότε και μέχρι τη δεκαετία του 1970 το ζήτημα της πνευματικής ιδιοκτησίας δεν αποτελούσε σοβαρό οικονομικό διακύβευμα, μιας και τα πολιτιστικά προϊόντα είχαν περιορισμένη οικονομική αξία. Μεταγενέστερα όμως, λόγω της βιομηχανοποίησης της πολιτιστικής παραγωγής, το ζήτημα των πνευματικών δικαιωμάτων σταδιακά απέκτησε βαρύτητα.

Η πολιτιστική βιομηχανία ισχυρίζεται πως τα διαφυγόντα κέρδη της λόγω του διαδικτύου είναι αστρονομικά. Αυτό όμως είναι απλώς και μόνο ένας ισχυρισμός. Η πολιτιστική βιομηχανία πράγματι πλήττεται από το διαδίκτυο, το πλήγμα όμως είναι οπωσδήποτε λιγότερο σφοδρό απ’ ότι λέγεται. Κατά πολύ.

Το ζήτημα της προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας στο διαδίκτυο, ουσιαστικά είναι ένα από τα προβλήματα ισορροπίας ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο συμφέρον. Οι δημιουργοί υπερασπίζονται το δικαίωμά τους στο βιοπορισμό, που είναι αναμφισβήτητα απαραίτητος για τη συνέχιση της πνευματικής δημιουργίας.
Την ίδια στιγμή, το κοινό χρησιμοποιώντας τις δυνατότητες της σύγχρονης τεχνολογίας οικειοποιείται τα έργα των δημιουργών, με τρόπους κατά βάση μη νόμιμους και μάλιστα με μία αδηφάγο διάθεση, αδιαφορώντας παντελώς για το ότι αυτή η πρακτική υπονομεύει την πνευματική δημιουργία.
Ένας κανονικός γόρδιος δεσμός!

Η λύση στο πρόβλημα θα ήταν βέβαια η διαμόρφωση ενός πλαισίου παραγωγής και διάχυσης του πολιτισμού, που θα λαμβάνει υπόψη τις διαδικτυακές ιδιαιτερότητες.
Ενός πλαισίου κοινωνικοοικονομικού, τεχνολογικού αλλά και νομικού, που θα διασφάλιζε και ένα καλό επίπεδο ζωής στους δημιουργούς  και τις κοινωνικο-πολιτιστικές ανάγκες του κοινού και βέβαια την επιθυμητή πολιτισμική πολυμορφία.
Μια σύζευξη δηλαδή. Εύκολο να το λες, θα μου πείτε. Ναι, πολύ εύκολο.
Διάφοροι θεωρητικοί της πολιτικής οικονομίας προτείνουν βέβαια λύσεις που βασίζονται στη φορολόγηση των διακινούμενων έργων, στη χρηματοδότηση της πνευματικής παραγωγής, στη συνδρομή όσον αφορά την ιδιωτική διαδικτυακή σύνδεση, στην οικονομική επιβάρυνση, κατ’ αναλογία, σε μηχανές αναζήτησης και σε παρόχους κτλ.     

Όπως και να ’χει, εν έτει 2011, η πνευματική δημιουργία, η βάση δηλαδή του πολιτισμού, δεν μπορεί παρά να αντιμετωπίζεται ως δημόσιο αγαθό που πρέπει να προστατευθεί κι αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν κοινωνικοποιηθεί το κόστος παραγωγής της. Όσο τα πολιτιστικά προϊόντα είναι δωρεάν, διαμοιράζονται δηλαδή ασύδοτα μέσα από το «δίχτυ», ο πολιτισμός μας φθίνει. Δεν το λέω εγώ αυτό, το λέει η επιστήμη. Και για τη φθίνουσα πορεία του πολιτισμού μας είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι! Εγώ πρώτ' απ' όλα, μετά εσύ, ύστερα ο άλλος κι ο άλλος, κι ο άλλος...  Όλοι εμείς που "κατεβάζουμε" απ' το internet ταινίες, μουσικές, γραφικά και ό,τι άλλο μας έρθει στο νου, τζάμπα. Τζάμπα δεν υπάρχει τίποτα σ' αυτή τη ζωή. Κάποιος άλλος πληρώνει πάντοτε το κόστος για ό,τι απολαμβάνει κάθε τζαμπατζής. Εν προκειμένω, "την πληρώνει" ο πολιτισμός μας!

Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως καλώς αναπαράγεται η δουλειά κάποιου στο διαδίκτυο, γιατί όσο μεγαλύτερη θέαση αυτή έχει, τόσο αυξάνεται η αξία της.
Δεν είναι έτσι όμως. Γιατί η οικονομία της γνώσης διαφέρει από την οικονομία της πληροφορίας. Είναι τελείως διαφορετικό θέμα η κατοχή της πληροφορίας από τη συλλογή, επεξεργασία, παραγωγή και εν συνεχεία παρουσίαση και διάθεσή της.

Η αντιστοίχιση βέβαια της ανταλλακτικής αξίας στα πολιτισμικά και πληροφοριακά αγαθά, διαφέρει από εκείνη των κλασσικών δημόσιων αγαθών. Η δυσκολία στην αποτίμηση των πολιτισμικών ή πληροφοριακών αγαθών σχετίζεται με την (σχεδόν) απεριόριστη αξία χρήσης τους, η οποία οδηγεί αναπόφευκτα σε μία προβληματική κερδοφορία. 

Και μετά απ’ όλα αυτά, θυμήθηκα και μια άλλη κορυφαία σαχλαμάρα που κατά καιρούς ακούω. «Αυτές λέει είναι οι δικές μου μουσικές! Εσύ να βρεις τις δικές σου». Αναφερόμενος, ας πούμε, ο διαμαρτυρόμενος σ’ ένα καλό δισκάκι που μόλις κυκλοφόρησε. Αναφερόμενος, εν ολίγοις, σε πληροφορίες. Σ’ αυτές τις μονάδες γνώσης  που έχουν βέβαια αξία, αλλά όχι τιμή. Το ότι κάποιος «ανακάλυψε» πρώτος ένα καλό CD ή ένα ωραίο βιβλίο, δε σημαίνει απολύτως τίποτα. Γιατί, βέβαια,  η αξία της πληροφορίας είναι ευθέως ανάλογη με τη διάδοσή της.  
Διαφορετικά δεν έχει, όχι μόνο τιμή, αλλά ούτε κι αξία!
Κι άλλωστε, κουτέ άνθρωπε που ξεστομίζεις χαζομάρες, για θυμήσου, πως έγινε δική σου η πληροφορία;
Δεν έφτασε σ’ εσένα μέσω κάποιου άλλου;
Πως λοιπόν απαιτείς η ροή της πληροφορίας να διακοπεί μόλις φτάσει σ’ εσένα; 
Πως είναι δυνατόν να επιθυμείς, στ’ αλήθεια, ν’ αναχαιτίσεις την πορεία της; 
Φαντάζεσαι ένα κόσμο όπου κανείς δε θα μοιραζόταν με κανένα τις πληροφορίες που έχει συσσωρεύσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο; 
Θα ήταν ένας κόσμος τεράτων!
Γι’ αυτό, την άλλη φορά που θα ετοιμάζεσαι να  πεις «δικό μου», σκέψου λίγο πρώτα, συνειδητοποιείς τι λες; 

Αλλά, για να κλείσω κάποτε (γιατί αυτή η ανάρτηση συναγωνίζεται πια τη «Λάμψη» του Φώσκολου σε έκταση), θα ’λεγα να δούμε το θέμα της πνευματικής ιδιοκτησίας των bloggers λίγο πιο πλατιά.
Τι κάνουμε, ρε παιδιά, οι bloggers; Το χόμπυ μας.
Το blogging δεν είναι βιοποριστική δραστηριότητα. Ή μήπως είναι;  
Εγώ λέω πως απλώς παίζουμε με τα ιστολόγιά μας. Δεν είναι δα τραγικό αν πάρει και λίγο από το περιεχόμενό μας ο δίπλα. Είναι εν τέλει αστείο που κάποιοι από ’μας χτυπούν το πόδι κάτω σαν παιδάκια του νηπιαγωγείου ξεφωνίζοντας «είναι δικό μου, δικό μου, δικό μου!». Ωριμάσαμε πια. Ας παίξουμε λοιπόν όμορφα, όπως μας έλεγαν οι μανάδες μας όταν ήμασταν μικρά. Κι αυτό ισχύει και για τον Γιαννάκη αλλά και για τον άλλο που μισεί τον Γιαννάκη θανάσιμα, επειδή κλέβει τα «δικά του πράματα». 
Χαλάρωσε λοιπόν εχθρέ του Γιαννάκη. Χαλάρωσε γιατί δεν μπορείς να κάνεις απολύτως τίποτα που ο Γιαννάκης σε αντιγράφει. 
Εδώ δεν μπορούν να κάνουν τίποτα οι κολοσσοί της πολιτιστικής βιομηχανίας, νομίζεις μπορείς εσύ; Τι; Επειδή έβαλες στο μπλογκάκι σου το σήμα «το περιεχόμενο αυτού του ιστολογίου διατίθεται μόνο κατόπιν άδειας του διαχειριστή του» νομίζεις πως κατάφερες κάτι; Κι ότι τάχα μου δήθεν το blog σου εποπτεύεται από κάποιον επίσημο διαδικτυακό φορέα προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας; 
Άμα μπορούσες, το ξέρω καλά, θα είχες κρεμάσει τον Γιαννάκη στο Σύνταγμα που σου πήρε το κειμενάκι σου. 
Αλλά δε μπορείς. Χαλάρωσε λοιπόν. Άκου που σου λέω.