16.1.14

να κάθεσαι στο μετρό και να τον χαζεύεις…


Ο 37χρονος κύριος της φωτογραφίας λέγεται John Green, είναι Αμερικανός, blogger και συγγραφέας ιστοριών που απευθύνονται σε νέους. Κι επειδή η φάτσα του τον βοηθάει πολύ, είναι δημοφιλής στη χώρα του και όχι μόνο. Γι αυτό και μια κοπελίτσα που φοιτά στο ίδιο γυμνάσιο που τέλειωσε κι αυτός, του έγραψε προσφάτως, ζητώντας του συμβουλές για το πώς να αντιμετωπίσει τους μπούληδες.

Οι μπούληδες είναι μια παλιά πληγή, είναι αυτοί που πουλάνε νταηλίκι στους συμμαθητές τους, οι ψευτόμαγκες, που ακριβώς επειδή μάγκες δεν είναι, ούτε γεννήθηκαν από μάγκες και μάλλον ούτε θα γίνουνε ποτέ, κατά κανόνα την πέφτουν στα πιο αδύναμα απ’ όλα τα παιδιά του σχολείου και σίγουρα χωρίς εξαίρεση, σε παιδιά των οποίων η εξωστρέφεια και ιδίως η μυϊκή δύναμη είναι μικρότερη απ’ τη δική τους. Και φαίνεται πως το είδους τους ευδοκιμεί σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης.
 
Προσωπικά, ως μαθήτρια δεν είχα προβλήματα τέτοιου είδους. Ψέματα, είχα ένα φεγγάρι στο δημοτικό. Από κορίτσι. Διότι βεβαίως, οι μπούληδες συνήθως είναι αγόρια, υπάρχουν όμως τέτοια λουλούδια και στα δύο φύλα. Αυτή η συμμαθήτρια είναι, διόλου τυχαία, και η μόνη απ’ όλα τα χρόνια μου στο σχολείο, της οποίας θυμάμαι μέχρι σήμερα το όνομα και το επώνυμο. Ξέρω προφανώς τα πλήρη ονόματα συμμαθητών με τους οποίους έχουμε κρατήσει επαφή.

Το ονοματεπώνυμο όμως του συγκεκριμένου κοριτσιού είναι το μόνο που έχω ακόμα στη μνήμη μου πεντακάθαρα, μιλώντας για συμμαθητές με τους οποίους έχω να μιλήσω από την εποχή του Νώε. Τότε λοιπόν, νομίζω ήμουν στην τετάρτη, η μπουλίτσα με είχε ταλαιπωρήσει κάμποσο. Δηλαδή, εγώ την άφηνα, γιατί ντρεπόμουν να αντιδράσω μπροστά σε όλους. Μέχρι που μια μέρα, αποφάσισα πως είχε φτάσει η στιγμή να ξεπεράσω τη συστολή μου.

Πήρα έτσι την κατάσταση στα χέρια μου, μέτρησα την πρώτη μου νίκη σε αυτό που εγώ πλέον ονομάζω «κατά μέτωπον εξήγηση» και το πρόβλημα λύθηκε άπαξ και δια παντός. Από τότε, δεν μου έτυχε ξανά κάτι ανάλογο. Ένα φιλαράκι μου όμως, έχει τραβήγματα στο σχολείο του με δαύτους. Κι η δική του περίπτωση είναι πολύ πιο μπερδεμένη απ’ τη δική μου εμπειρία, δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να δοθεί λύση μια κι έξω.   

Στο όσο το έχουμε μιλήσει, έχω προσπαθήσει να του εξηγήσω πως οι μπούληδες, όσο ενοχλητικοί ή και τρομακτικοί κι αν είναι, έρχονται για να μας προσφέρουν διδάγματα που ίσως ούτε κι όλα τα μαθήματα του σχολείου μαζί δεν μπορούν να μας προσφέρουν. Οι μπούληδες είναι συνήθως οι πρώτοι επικίνδυνοι βλάκες στη ζωή μας. Και ως τέτοιοι, μας αναγκάζουν δια της βίας να μάθουμε πώς να διαχειριζόμαστε όχι τόσο τους άλλους, όσο τον ίδιο μας τον εαυτό.

Προβλήματα, κάθε άνθρωπος, αντιμετωπίζει διαρκώς, μέχρι που κάποτε κλείνει τα μάτια του για πάντα κι ησυχάζει. Άλλοτε μικρά και αντιμετωπίσιμα προβλήματα κι άλλοτε προβλήματα τεράστια, που μοιάζουν δυσβάσταχτα και αξεπέραστα. Είναι πρακτικά αδύνατον να ζήσει κανείς αποφεύγοντας όλα τα δυσάρεστα που περιλαμβάνει η επίγεια ζωή. Το ζήτημα άρα δεν είναι πόσα ή πόσο βαριά προβλήματα θα κληθεί να αντιμετωπίσει.

Το ζήτημα, για μένα, είναι πως ακριβώς αντεπεξέρχεται καθένας στα προβλήματά του, πόσο ποιοτικές εκτός από αποτελεσματικές  λύσεις θα βρει, πόσο ψηλά θα παραμείνει στα μάτια του εαυτού του όσο άσχημα κι αν εξελιχθούν τα πράγματα, πόσο βαθιά θα σκάψει μέσα του για να φτιάξει ιδέες που θα τον κρατήσουν στα δύσκολα, επιβεβαιώνοντάς του εκ των ένδον πως το δίκιο είναι με το μέρος του, όσο κι αν η συγκυρία λέει ίσως το αντίθετο.

Αυτά σκέφτομαι, γι αυτό και επιμένω πως οι μπούληδες έρχονται επί της ουσίας για να μας διδάξουν. Οι άνθρωποι που συμπαθούμε και χαιρόμαστε τη συναναστροφή μαζί τους, δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα. Ο μπούλης απέναντί μου δεν είναι ο καταστροφικός Άλλος, όπως δείχνει εξ’ όψεως, εφ’ όσον έχει ένα σώμα ξένο και επιπλέον επιθετικά τοποθετημένο έναντι του δικού μου. Ο πραγματικός μπούλης με τον οποίο πρέπει να παλέψω για να επιβιώσω, υπάρχει μέσα μου.

Ακούγεται ανόητο ίσως ή παράλογο, κι όμως έτσι πιστεύω πως είναι. Αυτός που στέκεται απειλητικά αντίκρυ μου είναι ο δάσκαλός μου σ’ αυτή την ιστοριούλα, ο βοηθός μου, αυτός που γίνεται αφορμή να προβιβαστώ σ’ ένα δύσκολο, αυστηρά προσωπικό μάθημα, απ’ αυτά της ζωής που δεν διαβάζονται. Η διαπραγμάτευσή μου με τον μπούλη δεν έχει παρά ελάχιστη, ίσως και καμία απολύτως σχέση, μ’ εκείνον συγκεκριμένα.

Η δοκιμασία αφορά εμένα και μόνο, εγώ πρέπει να τα καταφέρω ώστε να πάω παρακάτω, λίγο πιο προετοιμασμένη για τα πιο ζόρικα που θα συναντήσω αργότερα. Αν επιβιώσω. Η συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών βέβαια επιβιώνει απ’ τους μπούληδες, δυστυχώς όμως όχι όλοι. Γιατί η ζωή, πέρα απ’ οτιδήποτε άλλο, ρυθμίζεται κι από κάτι τελείως απρόβλεπτο, τον παράγοντα τύχη.

Η αλήθεια όμως είναι πως η μοιραία κατάληξη είναι πιθανή, για όλους μας ανεξαιρέτως, κάθε λεπτό που περνάει. Κάθε στιγμή είναι εξίσου επικίνδυνη. Η έτσι κι αλλιώς υψηλή επικινδυνότητα της ζωής δεν αυξάνει εξαιτίας των μπούληδων παρά σε ένα απειροελάχιστο ποσοστό.

Οπότε, αρκεί να επικεντρώνεται κανείς στη δουλειά που μπορεί να κάνει με το παιδί του, εφοδιάζοντάς το κατάλληλα με γνώση και κατά τα λοιπά μένοντας διακριτικά σε απόσταση. Ένα μάτι ορθάνοιχτο, έτσι κι αλλιώς, ο φυσιολογικός γονιός το έχει μονίμως στραμμένο πάνω στο παιδί του. Κάποιες φορές όμως, η φυσική παρουσία του, όχι μόνο δεν είναι απαραίτητη, αλλά αντίθετα είναι και επιζήμια για το μικρό.

Αφού λοιπόν η μάνα ή ο πατέρας πρωτίστως έχουν ακούσει πάρα πολύ προσεκτικά, έχουν κατόπιν πει όσα πρέπει να πουν ήρεμα και ψύχραιμα, με τη διαδικασία αυτή να επαναλαμβάνεται όσες φορές χρειάζεται, τι μένει; Μάλλον να κάνουν την προσευχή τους κάθε βράδυ, να γυρίσει και την επομένη το πιτσιρίκι ζωντανό απ’ το σχολείο. Και κατά τα άλλα, να του επιτρέψουν να προβιβαστεί με τον δικό του τρόπο στο ανεκτίμητο μάθημα που λέγεται αυτοδιαχείριση.