1.1.14

τα μακαρόνια της πρωτοχρονιάς


Τις δύο προηγούμενες μέρες, με ρώτησαν κάμποσες φορές στο τηλέφωνο «τι θα μαγειρέψεις για πρωτοχρονιά;». Κι εγώ έλεγα αυτό που πράγματι συνέβη τελικά, πως δηλαδή δε θα μαγείρευα απολύτως τίποτα.  Μετά τη μάζωξη των Χριστουγέννων στο σπίτι μου και τα διάφορα σούρτα-φέρτα πριν και μετά, η πρώτη μέρα του χρόνου, ταίριαξε να προγραμματιστεί ως μέρα ηρεμίας και ανάπαυσης. Και να πω και την αλήθεια, έτσι την ήθελα.

Χθες βέβαια, έψησα την πίτα μας, όπως κάθε χρόνο. Τυχερός ακόμα όμως δεν έχει βρεθεί. Το φλουρί παραμένει κάπου μέσα στη μυρωδάτη βασιλόπιτα. Κι εμείς, όπως στα περισσότερα σπιτικά, αφού τη σταυρώσαμε και την κόψαμε τα μεσάνυχτα, κατά το έθιμο, και τσουγκρίσαμε για μια καλή χρονιά, οι νεότεροι ξαμολήθηκαν να βρουν πράγματα που αργότερα θα καταλάβουν ότι δεν υπάρχουν κι οι πιο παλιοί, αποσυρθήκαμε, καθένας στο κελί του.

Σήμερα άρα, το μεσημεριανό γεύμα μου θα είναι μοναχικό, περισσότερο από επιλογή παρά από σύμπτωση. Και το φαί μου τελικά δε θα είναι ψωμοτύρι με ελιές, όπως υπολόγιζα. Θα φάω «μακαρόνια ορφανά», όπως μου τα σύστησαν. Τα μαγείρεψαν ειδικά για μένα, γι αυτό κι η σάλτσα έχει μόνο μπόλικο σκόρδο και κάμποσα κρεμμυδάκια. Κι επειδή μου ήρθε εκτάκτως αυτό το ταπεράκι, σταλμένο με αγάπη, εννοείται πως θα τιμήσω δεόντως το περιεχόμενό του.

Τέλεια, άρα! Διότι το σημερινό τυγχάνει και το αγαπημένο μου φαγητό. Όχι τα μακαρόνια με τη σάλτσα. Το οτιδήποτε φαγώσιμο, κατά προτίμηση μαγειρεμένο χωρίς βία, που μπορεί να περιέχει ένα τάπερ. Τέτοια τάπερ, δόξα τω Θεώ, πάνε κι έρχονται πολύ συχνά εδώ πέρα μέσα. Περιέχουν φυσικά τροφή και πέρα απ’ αυτή που φαίνεται με την πρώτη ματιά. Κι αυτή την αόρατη τροφή θα απολαύσω σήμερα, ευχόμενη ολόψυχα να την έχουμε όλοι σε αφθονία, κάθε μέρα, ολόκληρη τη χρονιά που μόλις άρχισε.