26.8.12

fly fly away...

φωτο: Χάρης Χριστόπουλος


Σάββατο σήμερα και το τηλέφωνο του σπιτιού χτύπησε απ’ το πρωί πέντε φορές μετρημένες. Τη μία δεν το σήκωσα... για το καλό μου. Την άλλη θέλανε να μου πουλήσουν ένα πράμα που δεν κατάλαβα καν τι ακριβώς ήταν και τις υπόλοιπες ήταν τρεις πιτσιρικάδες φίλοι μου, δύο κορίτσια κι ένα αγόρι, όλοι τους μες στην ταραχή εξαιτίας των αποψινών ραντεβού τους με προσώπατα.

Τα άκουσα λοιπόν και τα τρία προσεκτικά, τα συμβούλευσα εξίσου προσεκτικά, τα ευχήθηκα, και μετά την τρίτη κλήση, ομολογώ πως αισθανόμουν πια λιγάκι σαν... τον παπά της ενορίας. Όχι πως ζηλεύω δηλαδή, εμένα εδώ και χρόνια δε με βγάζεις Σάββατο βράδυ απ’ το σπίτι, παρά μόνο σε περίπτωση σεισμού. Διότι απεχθάνομαι την πολυκοσμία, όσο κι ο διάολος το λιβάνι.

Άλλωστε, πάντα πίστευα πως οι «αρπαγμένοι» απ’ τον χρόνο κακώς κάνουν και ξεμυτάνε τις νύχτες στα μπαράκια, γιατί χαλάνε το ντεκόρ. Α επί τη ευκαιρία, μην ξανακούσω κανέναν να μου πει «έλα καλέ, νέα είσαι κι εσύ». Εγώ τη νεότητα, για να εξηγούμεθα, τη μετράω ακριβώς όπως και η Γραμματεία Νέας Γενιάς, σταματάει δηλαδή στο τριακοστό έτος της ηλικίας. Αν έχω κέφια, άντε να το φτάσω μέχρι το τριακοστό πέμπτο. Ταβάνι εκεί!

Επίσης, δε βγαίνω και για έναν άλλο λόγο. Αυτοί που θέλουν να με νυχτοπερπατήσουν, δε θέλω εγώ. Κάτι άλλοι, μη λέμε ονόματα, που σ’ αυτούς όχι δεν παίζει να ’λεγα, και να ’θελαν, τους είναι τεχνικώς δύσκολο. Όχι για το Σάββατο συγκεκριμένα, μα και Δευτέρα να ’τανε, μα και Παρασκευή... διότι οι άντρες όσο ανήσυχοι κι αν είναι, άμα μετά βολευτούν κάπου, δεν το αποφασίζουν εύκολα να ξεκουνηθούν. Τέλος πάντων.

Από κάθε άποψη λοιπόν «για μέσα», βγήκα. Βεβαίως. Στον κήπο να ποτίσω. Και δεν πότισα μόνο. Κλάδεψα κιόλας, χάλασα και τα πολύ ωραία, φρεσκοβαμμένα κατακόκκινα νυχάκια μου, φύτεψα και δυο κισσούς που αν δεν το ’κανα ούτε απόψε πια θα ξεραινόντουσαν, κατάβρεξα την αυλή και μαζί μ’ αυτήν και τον Καντάφι (τον νταή της γειτονιάς, που κοιμόταν κάτω από μια περικοκλάδα και δεν τον είχα δει κι ο οποίος επειδή δέρνει όλες τις άλλες γάτες εναλλάξ, συμπεριλαμβανομένου του δικού μου, θα νομίζει τώρα πως το ’κανα επίτηδες)... όχι εντάξει, καλά ήταν, δεν έχω παράπονο.

Αλλά πολύ επανάληψη πέφτει. Κάθε Σάββατο, η ίδια ιστορία. Όλο γκάρντενιγκ, γκάρντενιγκ... άμα ήθελα ρουτίνα, θα είχα παντρευτεί. Σωστό; Συν του ότι ενδιάμεσα στο δεύτερο και τρίτο τηλεφώνημα σήμερα το απόγευμα κι ενώ ξεφύλλιζα στην τουαλέτα το “2board”, το περιοδικό του Ελ-Βενιζέλος, αναζωπυρώθηκε μια παλιά, απωθημένη επιθυμία μου.

Παραμοτέρ! Σας λέει κάτι η λέξη; Μήπως οι λέξεις «μηχανοκίνητο αλεξίπτωτο πλαγιάς», σας λένε περισσότερα; Αυτό που τρέχεις είκοσι μέτρα, φορτωμένος έναν αστείο εξοπλισμό και μετά απογειώνεσαι και κάνεις τη βόλτα σου και βλέπεις τη γη από ψηλά και μετά... δεν ξέρω, φαντάζομαι κάποιος με κάποιο τρόπο σε μαζεύει από κάπου. Ε αυτό θέλω να κάνω τα Σάββατα. Βόλτες στον ουρανό.

Κι επειδή ο άνθρωπος ό,τι θέλει μπορεί να το κάνει, αρκεί να το θέλει (αυτό να το θυμάστε, δε θα το ξαναγράψω κι είναι σημαντικό!) αδιαφορώ για τα πως τα τι και τα γιατί. Απλώς θα το κάνω με κάποιο τρόπο. Όχι δηλαδή πως σκοπεύω ν’ αγοράσω το συναρμολογούμενο αεροσκάφος. Προς Θεού. Κοστίζει άλλωστε όσο και μια χιλιάρα μηχανή. Θα νοικιάζω. Πόσο πια να τη χρεώνουνε την πτήση; Ε, τη Δευτέρα το πρωί θα ξέρουμε...


ο "αγέρας" μας πρότεινε αυτό το λίαν διαφωτιστικό βιντεάκι:


κι επειδή η αρχή είναι το ήμισι του παντός... δείτε την αρχή: