23.8.12

Εμίρ, ο βαβουριάρης




Εγώ ανέκαθεν ένιωθα στις φλέβες μου να κυλάει βαμμένο κόκκινο νερό της Μεσογείου. Περιέργως όμως, ουδέποτε αισθάνθηκα βαλκανικής καταγωγής. Πάντα με ξένιζε η κακομοιριά των Βαλκανίων, η κουλτούρα τους είναι μουσκεμένη από μια μιζέρια, με την οποία αδυνατώ να ταυτιστώ. Όχι πως προσπάθησα, αλλά λέμε.

Ίσως γι αυτό και η τέχνη του Κουστουρίτσα με κουράζει. Σαν σκηνοθέτης παραείναι φολκλόρ, ή για να το πω χωρίς περιστροφές, παραείναι βαβουριάρης για τα γούστα μου. Σαν συγγραφέας πάλι, δεν γνωρίζω. Έχω όμως υποσχεθεί στον εαυτό μου να διαβάσω την αυτοβιογραφία του πριν το τέλος της χρονιάς, άρα δεν αργεί η στιγμή που θα μπορώ να πω περισσότερα.

Αυτό το βιβλίο οπωσδήποτε θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Ένας πληθωρικός δημιουργός με κοφτερό μυαλό και ταυτόχρονα ανθρώπινος, γεμάτος συναίσθημα κι εντάσεις, ίσως ακόμα και τη στιγμή της ωριμότητάς του να μην είναι ο πιο κατάλληλος για να καταγράψει αντικειμενικά τη σύγχρονη ιστορία της Σερβίας, είναι όμως βέβαιο πως η γραφή του θα είναι μεστή και οι ιδέες του αντάξιες της καλής του φήμης.    

Εμένα πάντως, ο Κουστουρίτσα μου αρκεί μια χαρά και μόνο ως ηθοποιός. Δεν εννοώ πως διαθέτει κάποιο σπάνιο ερμηνευτικό ταλέντο. Δηλαδή, μπορεί και να διαθέτει ο χριστιανός (βαφτίστηκε, ναι), για να είμαι ειλικρινής όμως, μου διαφεύγει αυτή η λεπτομέρεια. Κι αν λύσσαξα να τον δω στην ολοκαίνουργια ταινία «εφτά μέρες στην Αβάνα», αυτό δεν είχε να κάνει παρά με τη φάτσα και το σουλούπι του.

Διότι «το κακό παιδί των Βαλκανίων», γράφει άψογα στο φακό! Κατά τη γνώμη μου δε, έχει μία ακαθόριστη ομοιότητα με ένα άλλο πολυαγαπημένο μου αρσενικό, «παλαιάς κοπής» κι αυτό, τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ. Όχι φυσιογνωμικά, από απόψεως εκτοπίσματος, το λέω. Κι ένα δεύτερο κοινό τους χαρακτηριστικό που επίσης με εξιτάρει, είναι πως κοιτώντας τους, ούτε για τον έναν ούτε για τον άλλο μπορείς εύκολα να μαντέψεις εθνικότητα.

Τον Κουστουρίτσα θα μπορούσε κανείς να τον συναντήσει σε οποιοδήποτε περιβάλλον, για την ακρίβεια σε οποιοδήποτε ψιλοπεριθωριακό περιβάλλον. Σ’ ένα αμφιλεγόμενο μπαρ στη Λισσαβόνα, σε μία ιστορική καφετέρια της Φωκίωνος Νέγρη, σε κάποιο στέκι διανοούμενων στο Παρίσι... η μούρη αυτή είναι γνήσια μούρη αλήτη, αλήτη όμως του είδους που εγώ εκτιμώ, με πνευματικές ανησυχίες δηλαδή και ιδιόρρυθμο πλην απαρέγκλιτο ηθικό κώδικα.

Έτσι, δεν είναι παράξενο που έφτασα μέχρι την Αβάνα για να τον συναντήσω. Καλά, ας μην το τραβάω τόσο πολύ... βασικά μέχρι το Ψυχικό έφτασα, στο αγαπημένο μου θερινό σινεμά. Βδομάδες τώρα ήθελα να δω την καινούργια ταινία, στην οποία συμπρωταγωνιστεί. Συγκεκριμένα, τη λαχτάρισα βλέποντας το διαφημιστικό της, την τελευταία φορά που πήγα σινεμά. Κι επειδή εγώ άμα βρω αυτό που θέλω, δύσκολα τ’ αλλάζω, το τρέιλερ το είδα στο ίδιο σινεμά που τελικά είδα και την ταινία. Ή μάλλον, που είδα ένα μέρος της.

Οπότε, προχθές βρέθηκα και πάλι σ’ έναν απ’ τους πιο όμορφους θερινούς κινηματογράφους της πόλης. Και ήμουν κατενθουσιασμένη που θα έβλεπα τον Εμίρ και μάλιστα σ’ ένα πολλά υποσχόμενο φιλμ, ένα σπονδυλωτό έργο, αποτελούμενο από επτά αυτοτελείς ιστορίες, μία για κάθε μέρα της βδομάδας.  
x
Καθόμουν λοιπόν περιτριγυρισμένη από άδεια, πάνινα καθίσματα κι αισθανόμουν πραγματικά προνομιούχα. Η βραδιά ήταν δροσερή και μιας και -ως συνήθως όταν πάω σινεμά μόνη μου- διάλεξα να φτάσω στις έντεκα και όχι στις εννιά, υπήρχαν το πολύ καμιά τριανταριά ακόμα θεατές εκεί μέσα. Βρίσκονταν όμως συνωστισμένοι κάμποσες σειρές πίσω μου κι έτσι θα απολάμβανα μία σχεδόν ιδιωτική προβολή.

Το Αυγουστιάτικο αεράκι ήταν εξίσου ευχάριστο με τη μουσική των τίτλων κι όταν η ταινία ξεκίνησε άρχισα να μασουλάω το hot-dog μου και δεν άργησε να με κυριεύσει ένα αίσθημα ευδαιμονίας. Η Αβάνα άλλωστε είναι μια ερωτική πόλη, γεμάτη χρώματα, ήχους και πάθος για ζωή. Κάπως έτσι, παρακολούθησα την πρώτη ιστορία, με τίτλο «Δευτέρα».

Κι είδα έναν νεαρό Αμερικανό που έφτασε για πρώτη του φορά στην Κουβανέζικη πρωτεύουσα, στην αρχή λίγο σαστισμένος από τις πρωτόγνωρες συνήθειες των ντόπιων, στη συνέχεια όμως ανυπόμονος, όπως πάντα είναι οι νέοι, να γευτεί τις αμέτρητες ηδονές που η πόλη του πρόσφερε απλόχερα. Στην πρώτη εκείνη νυχτερινή του βόλτα, είχε για συντροφιά έναν οδηγό ταξί με τη φιλενάδα του και μία μεσόκοπη φίλη της, που κάποια ώρα αντικαταστάθηκε από μία εντυπωσιακή τραβεστί.

Εγώ που φυσικά δε θυμόμουν τη διαδοχή των ημερών απ’ το τρέιλερ, για κάποιο λόγο υπολόγιζα πως ο Κουστουρίτσα θα αργούσε να εμφανιστεί. Τον περίμενα λίγο πριν το τέλος της ταινίας, Παρασκευή το νωρίτερο, μάλλον όμως Σάββατο. Τουλάχιστον, αυτό θα αποφάσιζα εγώ, αν ήταν δική μου η επιλογή της σειράς εμφάνισης. Το «δέκα το καλό», το βγάζεις βέβαια λίγο πριν το φινάλε. Δεν έγιναν καθόλου έτσι τα πράγματα όμως.

Την ώρα άρα που εμφανίστηκε ο τίτλος «Tuesday», ο μόνος που δεν περίμενα να δω εγώ ήταν ο Εμίρ. Δεν είχα προετοιμαστεί, δηλαδή. Ήμουν σε άθλια κατάσταση, ιδίως τα μάγουλά μου. Ήταν άσχημα πασαλειμμένα με μουστάρδες. Κι ο Κουστουρίτσα όμως, δεν ήταν καλύτερα. Στο πρώτο πλάνο... ξερνούσε!

Αδίκως δηλαδή αιφνιδιάστηκα και σουλουπώθηκα άρον-άρον. Σ’ όλη τη διάρκεια της ιστοριούλας του, αυτός υποδυόταν τον εαυτό του, διάσημο σκηνοθέτη μεν που έφτασε στην Κούβα για να παραλάβει ένα βραβείο σε κάποιο φεστιβάλ κινηματογράφου, μαύρα χάλια δε, εξαιτίας μιας εξωσυζυγικής καψούρας (πλεονασμός, συμφωνώ, συζυγική καψούρα δεν υφίσταται) που τον είχε καταντήσει αλκοολικό, αν δηλαδή δεν ήταν κι από πριν.

Έξοχη βέβαια η σκηνή με τα (καλλίγραμμα!) μπουτάκια του Εμίρ σε πρώτο πλάνο και τον οδηγό του με μία κοπέλα του φεστιβάλ να προσπαθούν να βγάλουν κάποια άκρη ανάμεσα στο σώβρακο, το πουκάμισο και το παντελόνι του, λίγα λεπτά πριν τη βράβευση, ενώ αυτός ημιλιπόθυμος κοπάναγε το κεφάλι του δεξιά-αριστερά. Τώρα, πως έγινε και αμέσως μετά παρέλαβε μια χαρά το βραβείο του, φρέσκος-φρέσκος... ρωτήστε τον σκηνοθέτη της ιστορίας, Πάμπλο Τρεπέρο νομίζω λέγεται.

Εξίσου απολαυστική ήταν και η σκηνή μέσα στο ταξί, με τον τρομπετίστα – οδηγό, την κορούλα του με τη μαθητική ποδιά της και τον Εμίρ στο μπροστινό κάθισμα να τραγουδούν όλοι μαζί έναν χαρούμενο σκοπό. Το κλαδί που κρατάει εκεί ο Εμίρ (βλ. το βίντεο που ακολουθεί) είναι το βραβείο του, το οποίο καταλήγει ως δώρο, στα χέρια της μικρούλας.

Δεν ήταν λοιπόν καθόλου κακή η «Τρίτη» στην Αβάνα, παρ’ όλα αυτά, δεν τον ξεζούμισαν τον Εμίρ, όπως πράγματι θα άξιζε. Ο ρόλος του ήταν κομμένος και ραμμένος στα μέτρα του, εγώ όμως είδα μία Φερράρι να τσουλάει με μόλις εκατόν σαράντα χιλιόμετρα την ώρα. Κι όσο για το φιλμ, αν κρίνω από τις δύο ιστορίες που είδα, αριστούργημα δεν το λες, τη δουλειά του όμως την κάνει. Θα πρέπει πράγματι να φεύγει ο θεατής απ’ το σινεμά, έχοντας στο στόμα γεύση από ρούμι και πούρο.

Για την ιστορία της Τετάρτης πάλι, ελάχιστα θυμάμαι να πω. Μόνο πως ένας μπαλαμός ήταν τρελά ερωτευμένος με μια γκόμενα... φτυστή ο Ροναλντίνιο! Είδα βέβαια δυο τρία λεπτά απ’ αυτή την ιστοριούλα, σκεφτόμουν όμως άλλα πράματα. Πως μάλλον θα έπρεπε να εγκαταλείψω την προβολή για να πάω τελικά στην αποχαιρετιστήρια συνάντηση που είχαν κανονίσει φίλοι για έναν κοινό μας φίλο, ο οποίος απόψε το βράδυ φεύγει για Σουηδία, για μεταπτυχιακές σπουδές και ό,τι προκύψει.

Κάπως έτσι έφυγα στα μισά της προβολής, αν και μισώ θανάσιμα τους αποχαιρετισμούς. Με τον Εμίρ αντίθετα, δε θα χαθούμε. Όταν με το καλό κυκλοφορήσει το DVD της ταινίας, θα το αγοράσω μαζί με το βιβλίο του κι έτσι τον χειμώνα όταν δεν θα τον διαβάζω, θα τον χαζεύω να παραπαίει στην οθόνη μεθυσμένος. Μπορεί τότε να δω και τις υπόλοιπες ιστορίες του φιλμ. Ναι, είναι πιθανό.