22.8.12

μπαμπά, η Barbie έχει καρκίνο!




Φαίνεται πως η Mattel, η κατασκευάστρια εταιρία της πλέον ευπώλητης κούκλας στη Δύση, της περίφημης Barbie, αποφάσισε να προχωρήσει στην παραγωγή ενός μοντέλου σαν κι αυτό της φωτογραφίας. Αμερική και Καναδάς λοιπόν έχουν αναστατωθεί! Αυτή η Barbie-ογκολογικός ασθενής, που έχει χάσει τα μαλλιά της εξαιτίας των χημειοθεραπειών, έχει διχάσει την κοινή γνώμη.

Άλλοι χαιρετίζουν το νέο αυτό "εκπαιδευτικό" παιχνίδι, άλλοι υποστηρίζουν πως θα αποδειχθεί επιζήμιο για τα παιδιά που δεν νοσούν ή που δεν ζουν κοντά σε κάποιον άλλο που νοσεί. Οι μεν κρίνουν πως αυτή η κούκλα θα είναι ωφέλιμη, οι δε την αντιμετωπίζουν ως γεννήτορα αναίτιου φόβου.

Το ρεπορτάζ που διάβαζα προ ολίγου στο abcNEWS, αναφέρει πως η παραγωγή αυτής της ασυνήθιστης Barbie δρομολογήθηκε κατόπιν πιέσεων που άσκησε μία σελίδα στο facebook, η οποία και δημιουργήθηκε από ιδιώτες για τον σκοπό αυτό. Επισκέφτηκα τη σελίδα και η εκτίμησή μου είναι πως στην πραγματικότητα τη σελίδα πρέπει να την κατασκεύασε η ίδια η Matell για λόγους marketing, ασχέτως αν το όλο κίνημα μετράει πλέον εκατόν τριάντα χιλιάδες ενεργά μέλη. 

Προσωπικά βρίσκω αυτή την ιδέα πολύ έξυπνη. Ο καρκίνος σήμερα είναι κοινός τόπος. Δεν είναι πολλά τα σπιτικά στον προηγμένο κόσμο που εξαιρούνται αυτού του επώδυνου κανόνα. Και στην ευτυχή περίπτωση που δεν πάσχει το ίδιο το παιδί, σίγουρα στο ευρύτερο περιβάλλον, αν όχι μέσα στην οικογένεια, όλο και κάποιος θα υποβάλλεται σε χημειοθεραπευτικά πρωτόκολλα. Οπότε, ο σχεδιασμός ενός τέτοιου προϊόντος κρίνω πως θα αποβεί λίαν κερδοφόρος για την επιχείρηση.

Άλλωστε, προϊόντα δεν είμαστε όλοι; Προϊόντα που καταναλώνουμε άλλα προϊόντα ή υπηρεσίες. Ποιος από ’μας ξεφεύγει στ' αλήθεια από τους νόμους της αγοράς; Τι είναι αυτό από τη γέννηση μέχρι και τον θάνατο του σύγχρονου ανθρώπου που δεν υπάγεται στο αμείλικτο σκεπτικό της αγοραπωλησίας; Μήπως η αρρώστια; Αστείο και να το σκεφτεί κανείς. Μήπως η αρρώστια των μικρών παιδιών; Εξίσου αστείο.

Παιδάκια ξεψυχούν κάθε λεπτό στον τρίτο κόσμο, αλλά ποιος νοιάζεται; Αυτά δεν καταναλώνουν όπως τα δικά μας. Άρα τι αξία έχει η ζωή τους; Ενώ σε ’μας, το πράγμα πάει αλλιώς. Κάθε παιδί, από τη στιγμή της σύλληψής του κιόλας είναι απολύτως ευπρόσδεκτο, καθότι από κάθε άποψη κερδοφόρο. Το χαρμόσυνο νέο μιας εγκυμοσύνης συνεπάγεται βεβαίως κατανάλωση. Ύστερα, πολύ σύντομα θα προκύψει ένας ικανότατος καταναλωτής, για χάρη του οποίου κι άλλοι καταναλωτές -τι θα κάνουν;- θα καταναλώσουν.

Κι επειδή η ζωή είναι μία ακολουθία πραγμάτων, κάθε μωρό που γεννιέται, στην πραγματικότητα έχει ήδη καταναλώσει και μάλιστα όχι λίγο. Η μάνα του, για να δώσω ένα απλοϊκό παράδειγμα, έχει ξοδέψει ένα σκασμό λεφτά σε φτιασίδια κάθε λογής για να γοητεύσει τον πατέρα, μέχρι αυτός να πειστεί να της χαρίσει το πολυπόθητο σπέρμα (ε, και την ελευθερία) του. Κι εκείνος όμως έχει φροντίσει τα ανάλογα, π.χ. να βρίσκεται παρκαρισμένο κάτω απ’ το σπίτι του ένα μπάνικο αυτοκίνητο, ικανό να «βγάλει  κυκλοφορίσιμη γκόμενα».      

Και μιας και μιλάμε εδώ για μια κούκλα, τα παιχνίδια τι είναι αν όχι τα μέσα για να ενταχθούν πλήρως στο σύστημα οι νεοεμφανισθέντες στον πλανήτη; Μ’ άλλα λόγια, να αφομοιωθούν βαθμηδόν στον μηχανισμό απ’ τον οποίο όλοι εξαρτόμαστε και ταυτόχρονα όλοι συντηρούμε, μηχανισμό στον οποίο ένας και μόνο κυβερνά: το χρήμα.

Βεβαίως, τα παιχνίδια είναι ευχάριστα, αλλιώς δε θα ήταν διόλου αποτελεσματικά. Και υπηρετούν τον σκοπό της ύπαρξής τους με τρόπους διάφορους. Δε χωράει αμφιβολία πως κάθε παιχνίδι αποτελεί για το παιδί ικανότατο παράδειγμα της ενήλικης ζωής. Το εκπαιδεύει άρα, το ψυχαγωγεί με ό,τι αυτό σημαίνει, το χειραφετεί, το κοινωνικοποιεί, ενώ ταυτόχρονα το διευκολύνει να καταστείλει τα εγωιστικά του ένστικτα, να αναπτύξει δεξιότητες και να καλλιεργήσει την υπομονή, την επιμονή και την αυτοκυριαρχία του.

Παίζοντας, το παιδί απολαμβάνει, εκφράζεται, συγκεντρώνεται, εξομολογείται, εκτονώνεται, μιμείται, εξερευνά, δοκιμάζει, ελέγχει, πειθαρχεί, συγκροτεί την υποκειμενικότητά του, με δυο λόγια, δομεί όλη του την προσωπικότητα. Σώμα, πνεύμα, Λόγος και παιδική ψυχή ευεργετούνται από το κάθε είδους παίγνιο, γι αυτό και οι άνθρωποι αρνούνται να αποχωριστούν το παιχνίδι ακόμα και στην ωριμότητά τους.

Τα παιχνίδια βέβαια με τα χρόνια αλλάζουν, γίνονται πιο πολύπλοκα, προφανώς πιο ακριβά και συχνά δε γίνονται καν αντιληπτά ως παιχνίδια από τους χρήστες τους. Οι ενήλικοι, στο όνομα της σοβαρότητας, ή πιο σωστά στο όνομα της σοβαροφάνειας, φορές αρνούμαστε πεισματικά πως παίζουμε. Αντίθετα, ισχυριζόμαστε πως ασφυκτιούμε λόγω υπερπληθώρας ασχολιών.

Οπωσδήποτε, αυτή μας η άρνηση είναι παρενέργεια της εκπαίδευσής μας, είναι αποτέλεσμα εντατικής ενόσω πολυετούς διδαχής. Αν το καλοσκεφτούμε, η ίδια η ετυμολογία της λέξης «ασχολία», μαρτυράει και τη ρίζα του προβλήματος. Ένα στερητικό άλφα που προηγείται της λέξης-ταμπού «σχόλη», καθησυχάζει ποικιλοτρόπως εαυτόν και περίγυρο. Όπως όλοι ξέρουμε, το δικαίωμα στην τεμπελιά η κοινωνία το αναγνωρίζει μόνο στα πολύ νεαρά μέλη, τους υπέργηρους και τους πάσχοντες.

Άρα, αυτός που δεν παίζει (ή που κρύβει, ή που δεν παραδέχεται ούτε στον εαυτό του πως παίζει), αλλά αντίθετα καταπιάνεται (ή έτσι λέει, ή έτσι νομίζει) με δραστηριότητες βαρύνουσας σημασίας, απολαμβάνει όλα τα οφέλη που εκπορεύονται πάντα από κάθε δραστηριότητα που δεν προσκρούει στη λίστα με τις κοινωνικές απαγορεύσεις.  

Απαλλάσσεται, για παράδειγμα, από την ενοχή που ταλαιπωρεί κάθε αργόσχολο που έχει προηγουμένως εσωτερικεύσει τους κοινωνικούς κανόνες, ισχυροποιείται καθώς μέσω των ασχολιών του οικειοποιείται έναν ρόλο, άρα μία ταυτότητα, και ταυτόχρονα αποκτά ένα ικανό άλλοθι, μία πειστική δικαιολογία δηλαδή, για να αποφύγει οποιαδήποτε άλλη, ανεπιθύμητη δραστηριότητα. Ο δραστήριος άνθρωπος, αυτομάτως θεωρείται σωματικά και ψυχικά υγιής και επιπλέον χρήσιμος, κατ’ επέκταση χαίρει εκτιμήσεως.   

Και είναι φανερό πως για λόγους ιδίου συμφέροντος, η κοινωνία αποσιωπεί τη θεραπευτική διάσταση του παιχνιδιού, αναφορικά με τους ενήλικους. Εμφανίζεται βέβαια μία σχετική ανοχή στο ζήτημα αυτό και μάλιστα ειδικά στα αρσενικά παρέχεται κι ένα είδος ασυλίας, που συνοψίζεται στη φράση «οι άντρες μένουν για πάντα παιδιά». Αυτή η διατύπωση είναι βεβαίως ολότελα ανυπόστατη, προφανέστατα άρα ψευδής.

Πρόκειται απλά για μία ακόμα νοητική κατασκευή σκοπιμότητας, μία από τις αναρίθμητες επινοήσεις του πολιτισμού μας που στοχεύουν στην αυτοπροστασία του. Για να γίνω πιο ακριβής, ο λόγος που διάφορα αρσενικά, ακόμα κι όταν διανύουν, ας πούμε, την τέταρτη ή πέμπτη δεκαετία της ζωής τους, χαμογελούν χαζοχαρούμενα καθώς περηφανεύονται ενώπιον τρίτων πως παραμένουν παιδιά, εντοπίζεται στην ανάγκη τους για εκτόνωση.

Η κοινωνία λόγω παλαιότητας, διαθέτει την εμπειρία, ή αλλιώς την απαιτούμενη σοφία για να παραβλέψει (βλ. τις ερωμένες των ήδη νυμφευμένων) έως και να θεσμοθετήσει (βλ. τις επίσημες διοργανώσεις μ’ ένα τόπι που τσουλάει στο γρασίδι) τα σχετικά ανώδυνα αντρικά παιχνίδια, χωρίς τα οποία τα ρυτιδιασμένα πλέον, εν Χριστώ αγόρια πιθανότατα να είχαν προ πολλού διαλέξει μία ζωή μακριά από την κοινωνική ευταξία και τους πνιγηρούς κανονισμούς της.

Τώρα, όχι πως οι γυναίκες δε χρειάζονται κι αυτές εκτόνωση, απλώς η κοινωνική συνοχή κινδυνεύει περισσότερο από τις τυχόν ανεπιθύμητες αντιδράσεις των ανδρών, γιατί εκ φύσεως αυτοί είναι πιο επιθετικοί. Έτσι, για λόγους ασφαλείας του συνόλου, η προτεραιότητα δίνεται εκεί όπου επείγει να δοθεί και γι αυτό οι γυναίκες διδάσκονται από πολύ μικρή ηλικία πως... όταν ο άντρας βλέπει μπάλα, αυτές καλό είναι να ετοιμάζουν ήσυχα-ήσυχα κάνα μεζεδάκι.  

Μετά απ’ όλο αυτό το «ξεπουπούλιασμα» του τι και πως, είναι ίσως περιττό να τονιστεί περαιτέρω η θεραπευτική αξία του παιχνιδιού. Νομίζω είναι ηλίου φαεινότερο πως μέσω του παιχνιδιού, μικροί και μεγάλοι παροχετεύουν τα όποια αρνητικά συναισθήματά τους. Το παιχνίδι όμως είναι θεραπευτικό και με έναν άλλο, λιγότερο άμεσο τρόπο. Γίνεται πολύτιμο θεραπευτικό εργαλείο, ως μέσο παρατήρησης.

Ο κηδεμόνας παρατηρώντας τη συμπεριφορά του παιδιού που παίζει, είτε εξ’ αποστάσεως είτε συμμετέχοντας ο ίδιος στο παιχνίδι, επεξεργάζεται τις αντιδράσεις του μικρού, εξάγει χρήσιμα συμπεράσματα για τις τυχόν δυσκολίες που το παιδί αντιμετωπίζει σε οποιοδήποτε ζήτημα και αναπροσαρμόζει τη δική του συμπεριφορά ανάλογα με τις διαπιστώσεις του.

Για να επανέλθω όμως στο ζήτημα της καραφλής Barbie, τάσσομαι ανεπιφύλακτα στο πλάι εκείνων που εκτιμούν ότι αυτή η κούκλα θα δώσει πάμπολλες ευκαιρίες στα μικρά που παλεύουν με τον καρκίνο, είτε τα ίδια, είτε μέσα από το βίωμα αγαπημένων προσώπων, να αντιμετωπίσουν ό,τι αισθάνονται με εποικοδομητικό τρόπο. Άρα είμαι εκατό τοις εκατό υπέρ της κυκλοφορίας αυτού του παιχνιδιού. Πιστεύω πως η καρκινοπαθής Barbie θα γίνει έκτακτη ευκαιρία για γνώση, διάλογο, πλησίασμα μικρών και μεγάλων, γαλήνεμα ταλαίπωρων ψυχών.

Φυσικά, το πόσο θα βοηθηθούν τα πιτσιρίκια που τους έλαχε τέτοια δοκιμασία σ’ αυτή τους την πολυεπίπεδη μάχη –ως γνωστόν, ο καρκίνος είναι εξίσου εξοντωτικός για σώμα, μυαλό και ψυχή- εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ικανότητες των γονέων. Δυστυχώς, πολλοί είναι αυτοί που επιμένουν ακόμα και στις μέρες μας, σε σκοταδιστικές πρακτικές του είδους «να μην ξέρει το παιδί!», «δεν είναι δυνατόν να παίζει με τέτοια πράγματα το παιδί!» και άλλα παρεμφερή που συνηγορούν υπέρ της άγνοιας.

Αυτά τα μυαλά μάλλον θα αργήσουν πολύ να αντιληφθούν πως η άγνοια στις περισσότερες περιπτώσεις καλλιεργεί μόνο τον φόβο, ενώ σε όλες σχεδόν, αυξάνει δραματικά τους κάθε λογής κινδύνους. Τι να γίνει όμως; Η σιωπή, αν μη τι άλλο, είναι λύση ασφαλής για αυτόν που δεν ξέρει πως να χειριστεί μια δυσκολία και γι' αυτό διαλέγει να την αποφύγει όπως-όπως. Και όπως πολύ σωστά έλεγε ένας σκεπτόμενος άνθρωπος που νικήθηκε προ ετών απ’ τον καρκίνο... «κακώς, πολύ κακώς δεν απαιτείται ειδικό πτυχίο για να γίνει κανείς γονιός!».