17.1.12

tender love


Καιρό τώρα είχα σταμπάρει μια πιτζάμα σε μια βιτρίνα.
Το κάτω δηλαδή. Με τα πάνω στις πιτζάμες δεν τα πάω καλά, γιατί καθώς στριφογυρνάω στον ύπνο μου, μ’ ενοχλούν τα κουμπιά.
Η συγκεκριμένη όμως πουλιέται πάνω-κάτω ξέχωρα.
Εγγλέζικο το μαγαζί βλέπετε.
Και για να μη δημιουργώ μυστήριο εκεί όπου δε χρειάζεται, να σας πω και ποιο, δεν έχω πρόβλημα.
Marks & Spencer. Μαζό-Σαδό για μένα, Marcus-Sparkus για μια ιντελεκτουέλ συγγένισσά μου (όξω και μακριά!).
Κόκκινη – άσπρη καρώ η πιτζάμα μου λοιπόν... το κάτι άλλο! Ζεσταίνεσαι και μόνο που τη βλέπεις...
Σπάταλη παιδιόθεν εγώ, που και που με πιάνουν οι μιζέριες.
Παιχνιδάκια δηλαδή που παίζω εγώ με μένα.
Κι επειδή για να γίνει παιχνίδι στο δικό μου κεφάλι δεν αρκούν ποτέ δύο, μπαίνει πάντα κι ένας τρίτος.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μπήκε η πιτζάμα.
Η τιμή της βέβαια ήταν ανάξια λόγου, εγώ όμως όταν την πρωτοείδα είπα μέσα μου: «μην τολμήσεις να μπεις να την πάρεις, θα περιμένεις τις εκπτώσεις!».
Άμα το μυαλό ενός ανθρώπου είναι πειραγμένο, γεγονότα του τύπου «έφτασαν οι εκπτώσεις και η πολυπόθητη πιτζάμα όχι μόνο υπάρχει ακόμα, αλλά υπάρχει και στο σωστό νούμερο!» είναι πηγές ανείπωτης ηδονής.
Νοιώθει τότε ο λοξός πως η πιτζάμα αυτή ήταν γραφτό να γίνει δικιά του, πως ολόκληρο το πλανητικό σύστημα συγχρονίστηκε για να ζεσταθεί ο πωπός του απ’ αυτό το χαριτωμένο βαμβακερό παντελονάκι. 
Κι ακόμα παραπάνω, ο ζουρλός έχει την αίσθηση πως έτσι δάμασε τον χρόνο, πως άφησε κάτι να υπάρχει κάπου χωρίς εκείνος να το διεκδικήσει, χωρίς να τρέξει στο κατόπι του, κάτι που όταν τελικά πια γίνεται αβίαστα δικό του, αυτός αισθάνεται προνομιούχος, σαν να του δωρίστηκε ό,τι επιθύμησε, σαν να ευλογήθηκε.
Με μια λέξη, νιώθει ισχυρός. 
Τώρα μεταξύ μας, αν μέχρι εδώ που έχεις διαβάσει αισθάνεσαι μια ελαφρά αδιαθεσία... μήπως καλύτερα να διαβάσεις κάτι άλλο;
Τέλος πάντων, εσύ ξέρεις.
Χτες λοιπόν, πρώτη επίσημη μέρα των εκπτώσεων, εγώ που φυσικά τρωγόμουνα απ’ το Σάββατο, μπήκα στο εν λόγω κατάστημα και βρήκα το αντικείμενο του πόθου μου.
Θα μπορούσα βέβαια να παρατείνω την αναμονή μέχρι τα μισά, ή ακόμα πιο ερεθιστικά μέχρι το τέλος των εκπτώσεων.
Αλλά δεν άντεχα άλλο!
Μόλις την είδα κρεμασμένη διαπίστωσα πως ήταν ακόμα πιο όμορφη απ’ ότι έδειχνε στη βιτρίνα!
Φυσικά, την έβλεπα από κοντά για πρώτη φορά, γιατί ένας από τους κανόνες του παιχνιδιού, ήδη από την εκκίνησή του, ήταν το να τηρηθεί μεταξύ μας απόσταση.
Πέντε-έξι φορές απ’ τη μοιραία εκείνη πρώτη ματιά που της έριξα καθώς περπατούσα στο πεζοδρόμιο, είχα προσπαθήσει να τριπλάρω τον εαυτό μου και να χωθώ σε κάποιο απ’ τα M&S της πόλης.
Μια φορά για να πάρω υποτίθεται ένα δωράκι σε μια φίλη που γιόρταζε, μια άλλη γιατί και καλά χρειαζόμουνα κατεπειγόντως δυο ζευγάρια σοσόνια... τέτοιου είδους κατεργαριές.
Δεν υπέκυψα όμως.
Γιατί; Γιατί για μένα, στον έρωτα η ηδονή που προκαλεί η πολυαναμενόμενη συνάντηση είναι σαφώς υποδεέστερη της ηδονής που εξασφαλίζει η αναμονής της. Και το ζενίθ της απόλαυσης νομίζω πως είναι η παραμονή. Όταν ξέρεις πως την επομένη πια θα συναντήσεις τον έρωτά σου.
Η παραμονή πιστεύω πως είναι πιο ηδονιστική ακόμα κι από εκείνα τα τελευταία λεπτά καθώς βηματίζεις κατά ’κει που πρέπει για να αντικρίσεις αυτό που κάνει την καρδιά σου να χτυπάει γρήγορα.    
Τώρα, όταν με το καλό ο ερωτευμένος έχει πια μπρος του το αντικείμενο του έρωτά του, τι άλλο θέλει παρά να το αγγίξει;
Άσχετα αν για λόγους ευπρέπειας ή για λόγους στρατηγικής έναντι του «θηράματος», αναγκάζεται να περιμένει, καμιά φορά επί μακρόν, ή και δια παντός.
Στην περίπτωση της πιτζάμας πάντως, ευτυχώς δε χρειαζόταν να υποστώ καμία ταλαιπωρία. Την είδα και την άρπαξα, χωρίς καθυστερήσεις.
Και αισθάνθηκα τότε μια αίσθηση συγκινητικά απαλή.
Η πείρα της ηλικίας, μου έχει μάθει πως παρότι αυτή η ποιότητα υφάσματος παραμένει για πάντα απαλή, εκείνη η πρώτη-πρώτη απαλότητα χάνεται μόλις το ρούχο πλυθεί.
Γι’ αυτό και το επόμενο που θέλησα να κάνω ήταν βέβαια να τη μυρίσω.
Αλλά επειδή το να μυρίζει μια μεσήλικη πελάτισσα τα ρούχα σ’ ένα κατάστημα δεν είναι ακριβώς αυτό που λέμε «κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά», κοίταξα πρώτα ένα γύρω. Κανείς! Έφερα κι εγώ το ένα μπατζάκι στη μύτη μου και εισέπνευσα βαθιά το ύφασμα που χάιδευε τώρα τα μάγουλά μου σαν μωρουδίστικο λούτρινο ζωάκι.
Η πιτζάμα μύριζε σαν... κάτι πλαστικές κούκλες που είχα μικρή!
Επιπλέον, κοίταξα το καρτελάκι και, ναι, αυτή που κρατούσα ήταν στο νούμερό μου. Όσο για την τιμή; πενήντα τοις εκατό κάτω από την ήδη προσιτή αρχική της.
Αν δεν είχαν εμφανιστεί δύο κυρίες, την ώρα εκείνη θα είχα κάνει το σταυρό μου για να ευχαριστήσω τον Μεγαλοδύναμο...
Χτες βράδυ λοιπόν, κανονικά θα κοιμόμουν με την καινούργια μου πιτζάμα. Αλλά για διάφορους λόγους κατέληξα στο κρεβάτι κατάκοπη, με τη φόρμα που φορούσα απ’ το απόγευμα. Κι όταν θυμήθηκα το καινούργιο μου απόκτημα είχα πια βολευτεί τόσο καλά στο κρεβάτι μου που δε θα σηκωνόμουν παρά μόνο αν ήταν για να σώσω μια ζωή.
Άλλωστε, η πιτζάμα μου βρισκόταν μέσα στη σακούλα της, δικιά μου, μάλλον για πολύ καιρό ακόμα.
Τι θα πείραζε λοιπόν μια ακόμα καθυστέρηση;
Ίσα-ίσα. Παράτα στην παράτα!
Κι έτσι μόλις πριν λίγο τη φόρεσα για πρώτη φορά.
Υπέροχη! Το πιο μαλακό ρούχο που έχω δοκιμάσει εδώ και πολλά χρόνια. Κι αν δεν κάνω λάθος με αδυνατίζει κιόλας.
Το μόνο πρόβλημα είναι ο γάτος που ενώ πληκτρολογώ θέλει να ανέβει να κουλουριαστεί στα πόδια μου. Για την ακρίβεια, το πρόβλημα είναι τα δικά του πόδια. Καθαρά δεν τα λες, αφού ο κύριος αλωνίζει όλη μέρα σε άλλους μαχαλάδες.
Κι εγώ δε θέλω να μου μαγαρίσει την πιτζάμα μου. 
Δεν είπαμε; Άμα πλυθεί πάει κι η μυρωδιά της κούκλας, πάει και το ονειρεμένο πέλος.
«Έλα, φύγε!», συνέλαβα τον εαυτό μου να του λέω κάμποσες φορές, απ’ την ώρα που την έβαλα.
Διπλό μήνυμα αυτό, ό,τι χειρότερο!
Ευτυχώς δηλαδή που τα ζώα αδιαφορούν πλήρως για τον Λόγο, στον οποίο βλακωδώς εμείς δίνουμε τόση σημασία.  
Άντε, καλή μας νύχτα.