25.1.12

ναι μεν, αλλά...



Στη σχολή, στο δεύτερο εξάμηνο, είχαμε ένα μάθημα για την έβδομη τέχνη. Και κάθε βδομάδα πηγαίναμε στην αίθουσα προβολών της Εταιρίας Ελλήνων Σκηνοθετών για να παρακολουθήσουμε κάποια προσεκτικά επιλεγμένη ταινία. Μία απ’ αυτές ήταν δημιουργία του σκηνοθέτη που μόλις χθες έφυγε απ’ τη ζωή, του Θεόδωρου Αγγελόπουλου.

Εγώ δεν είχα δει το συγκεκριμένο φιλμ και τη μέρα αυτής της προβολής δεν ήξερα καν τίνος ταινία θα βλέπαμε. Φτάνοντας λοιπόν στο νεοκλασικό της οδού Τοσίτσα, ρώτησα έναν συμφοιτητή μου, κι εκείνος μου είπε πως το έργο είχε τον τίτλο «Αναπαράσταση», πως είχε γυριστεί το 1970 και πως τη σκηνοθεσία υπέγραφε ο μέγας Θεόδωρος Αγγελόπουλος.

«Ωχ!», είπα αυθόρμητα στο άκουσμα αυτού του ονόματος. Όχι επειδή είχα στ’ αλήθεια κάτι εναντίον της τέχνης του Αγγελόπουλου. Δεν είχα όμως και τίποτα υπέρ. Για να καταλάβετε, εγώ χρόνια τώρα πιστεύω πως στην τέχνη τα πάντα είναι αμφισβητήσιμα. Σ’ αρέσει κάτι, ή όχι. Τόσο απλά. Τα υπόλοιπα είναι θεωρίες, για να μην πω σαχλαμάρες και για μια ακόμα φορά θεωρηθώ απαξιωτική.

Κατ’ εμέ, δεν έχει καμία απολύτως σημασία αν ο δημιουργός ενός καλλιτεχνήματος είναι αναγνωρισμένος ή άσημος. Αυτό που μετράει είναι αν το έκθεμα ταιριάζει στην προσωπική  αντίληψη εκείνου στον οποίο εκτίθεται. Βάσει αυτής της λογικής, εννοείται πως αν το ερέθισμα δεν ικανοποιεί τις αισθήσεις μου, μου είναι αδιάφορο αν στο ταλέντο αυτού που το υπογράφει υποκλίνεται όλη η γη.  

Τώρα το γιατί ένα καλλιτεχνικό προϊόν μ’ αρέσει κι ένα άλλο όχι, αυτό εξαρτάται άμεσα απ’ τον χρόνο, τον χώρο, τα μέσα αλλά και τα γύρω μου. Θα προτιμούσα εδώ να προσπεράσω το πολύπλοκο αυτό ζήτημα, θα σταθώ όμως για λίγο στο θέμα της χρησιμότητας της θεωρίας της τέχνης. Ας με συγχωρήσουν οι αμέτρητοι ανά την υφήλιο θεωρητικοί που βγάζουν το ψωμί τους διυλίζοντας τον κώνωπα, εγώ πάντως θα συνεχίσω να πιστεύω πως τα χρόνια των σπουδών τους πήγαν χαράμι. Παρ’ εκτός κι αν στην πορεία με πείσει κάποιος πως η άποψή μου είναι λανθασμένη.

Και η άποψή μου, με λίγα λόγια, λέει πως είναι ανώφελο να προσπαθεί κανείς, σπουδάζοντας σε συμβατικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, να προσπαθεί να συλλάβει το καλλιτεχνικό μεγαλείο με τα πενιχρά μέσα της επιστήμης. Διότι τα εργαλεία που η επιστήμη διαθέτει δεν είναι ικανά να εγκλωβίσουν το ταλέντο, ή την έμπνευση, ή το πάθος, την ιδιαιτερότητα, την ένταση, το εύρος, τη φλόγα με μια λέξη, που καίει στα στήθη του δημιουργού. Κάπου έγραψα προσφάτως πως η επιστήμη όσο κι αν μοχθήσει, τέχνη δε θα γίνει ποτέ. Κι αυτό ακριβώς πιστεύω. Πως λοιπόν γίνεται να χωρέσει το μεγάλο μέγεθος μέσα στο μικρό;

Για να συνεχίσω όμως με τη διήγησή μου σχετικά με τη μέρα εκείνης της προβολής, να πω πως το επιφώνημά μου, που αν θυμάμαι καλά είχε ξαφνιάσει κάνα-δυο απ’ την παρέα, δεν ήταν μόνο προϊόν των ιδεών μου. Ήταν επίσης αποτέλεσμα εκείνου του είδους της πολυτέλειας που παρέχει στον άνθρωπο το πέρασμα του χρόνου. Γιατί βέβαια, εγώ ήμουν πολύ μεγαλύτερη από τους συμφοιτητές μου κι αυτό ασυζητητί με έκανε πιο άνετη με τα πράγματα.

Ένα παιδί στα δεκαοκτώ ή στα είκοσί του, συχνά διστάζει να εκφραστεί δημοσίως, αν η θέση του αντιστρατεύεται στην επικρατούσα γνώμη.  Αυτό συμβαίνει κυρίως γιατί όποιος κατ' εξαίρεση εκφέρει  αρνητική άποψη ενώπιον τρίτων, πρέπει να είναι και έτοιμος να παραδεχτεί την τυχόν άγνοιά του για πτυχές του θέματος που θίγει, αν φυσικά τύχει σε συνομιλητές που κατέχουν το θέμα αρκετά καλά. Εγώ πάλι, κάμποσα χρόνια μεγαλύτερη απ’ τους υπόλοιπους στο αμφιθέατρο, ήμουν ήδη μαθημένη σε ήττες διαφόρων ειδών και η προοπτική μίας ακόμα δε με φόβιζε.       

Ο βασικός λόγος όμως που δυσανασχέτησα ακούγοντας ποιανού ταινία επρόκειτο να δούμε, ήταν γιατί η ακινησία των πλάνων του Αγγελόπουλου, που είχε γίνει διάσημος ακριβώς για τις χαρακτηριστικές μακρόσυρτες σκηνές του, ερχόντουσαν σε απόλυτη αντίθεση με τη νευρική μου φύση. Εγώ γεννήθηκα ανυπόμονη και ακόμα και σήμερα, που τα χρόνια με έχουν βελτιώσει κάπως από πλευράς καρτερικότητας, ταλαιπωρούμαι φρικτά όποτε αναγκάζομαι να περιμένω, π.χ. σε ουρές ταμείων, σε μποτιλιαρίσματα κτλ.

Ίσως άρα είναι περιττό να πω πόσο εκνευρίζομαι, όταν υποβάλλομαι σε καθυστερήσεις άνευ λόγου. Αν η αιτία της καθυστέρησης είναι, ας πούμε, ένα τροχαίο, θα ενοχληθώ αλλά τίποτα περισσότερο. Αν όμως η αργοπορία οφείλεται στην αρέσκεια ενός σκηνοθέτη να κινηματογραφεί σαν να φωτογράφιζε... απλώς δε βλέπω την ταινία του. Δεν την διαλέγω καν, ή αν για κάποιο λόγο βρεθώ να την παρακολουθώ, σηκώνομαι και φεύγω. Γιατί άλλο η κινηματογραφική ταινία κι άλλο η έκθεση φωτογραφίας. Κάποιοι αυτά τα δύο τα μπερδεύουν. Καθόλου λίγοι δε, ιδίως στο ευρωπαϊκό σινεμά.       

«Γιατί, καλέ μου κύριε σκηνοθέτη, να μη μου δείξεις ό,τι είναι να μου δείξεις σε πενταπλάσια ταχύτητα; Κερδίζω κάτι που κάθομαι εδώ και παρακολουθώ το φακό να κάνει πλήρεις περιστροφές γύρω απ’ τον εαυτό του; Μήπως κερδίζω κάτι και δεν το αντιλαμβάνομαι; Όχι, αν είναι, σε παρακαλώ πολύ να μου το πεις. Και τέλος πάντων, αν ήθελες να γίνεις φωτογράφος, για δε γινόσουνα; Να ησυχάζαμε όλοι...», αυτά και κάμποσα ακόμα θα μπορούσα να πω αν τύχαινε να συνομιλήσω με τον κύριο Αγγελόπουλο, ή όποιον άλλο σκηνοθέτη της ίδιας φιλοσοφίας. Κι ακριβώς αυτά ήταν που συνοψίστηκαν εκείνο το μεσημέρι σ’ ένα «ωχ!».

Λίγο αργότερα όμως, καθισμένη στις βαθιές πολυθρόνες της σκοτεινής αίθουσας, ομολογώ πως ο Αγγελόπουλος κατάφερε να με συνεπάρει. Η «Αναπαράσταση» αποδείχθηκε πως ήταν από κάθε άποψη μια πολύ καλή ταινία!  Στα εκατόν δέκα λεπτά αυτής της προβολής, παρακολουθήσαμε την ιστορία ενός μετανάστη στη Γερμανία, ο οποίος επέστρεψε στο χωριό του στην Ήπειρο μετά από χρόνια απουσίας. Λίγες μέρες μετά την άφιξή του όμως, η γυναίκα του, με τη βοήθεια του εραστή της, τον σκότωσε και τον έθαψε στον κήπο.

Θα έλεγα πως η «Αναπαράσταση» είναι μια άριστη σπουδή τόσο στον ανθρώπινο ψυχισμό όσο και στις κοινωνικές προσταγές. Σε όποιον λοιπόν δεν είχε τύχει παλαιότερα να τη δει, προτείνω να την αναζητήσει. Όπως μαρτυράει ο τίτλος του φιλμ, η πλοκή καταλήγει στη σύλληψη της συζύγου και στην αναπαράσταση του φόνου. Δεν πειράζει καθόλου όμως αν τα ξέρει αυτά κάποιος πριν δει την ταινία. Γιατί το ζητούμενο για τον σκηνοθέτη σ’ αυτό του το έργο, δεν ήταν να ιντριγκάρει. Αυτό που θέλησε ο Αγγελόπουλος να φτιάξει ήταν ένα ψυχογράφημα που θα προβλημάτιζε βαθιά τον θεατή. Και μπορώ να επιβεβαιώσω πως το πέτυχε με τον καλύτερο τρόπο.

Εγώ δεν ξέρω αν πέτυχα να πω με τον τρόπο μου αντίο στον σκηνοθέτη που χθες έχασε άδικα τη ζωή του, στα εβδομήντα εφτά του χρόνια. Πάντως αυτό είχα κατά νου όταν ξεκίνησα να γράφω.