16.4.14

κρα



Ποτέ μέσα στην πόλη αυτή να μην ακουστή
εύχομαι της Διχόνοιας τ' άγριο βρουχητό
που αχόρταγ' είναι στο κακό·
μηδ' αίμα πολιτών το μαύρο χώμα
να πιή ποτέ, που να ζητά
ν' αρπάζη μ' εκδικήτρα οργή
κι άλλο· απ' την πόλη αίμ' ακόμα
κι αντίφονη άλλη συμφορά·
μα όλο μ' αγάπη ανάμεσό τους
χαρές να παίρνουν και να δίνουν καί μέ μιά
να μισούν γνώμη· κι' ειν' αυτό που από πολλά
κακά γλυτώνει τους ανθρώπους.

Ευμενίδες - επεισόδιο 4ο (χορός)

Οι Τραγωδίες του Αισχύλου
μτφ. Ιωάννης Ν. Γρυπάρης
Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1999


Αυτό το κείμενο είναι ένα σημαντικό ντοκουμέντο σχετικά με την καθιδρυμένη βία. Πρόκειται για την εντατικοποίηση της μιμητικής κρίσης, για κάθε λαϊκή αναστάτωση που οδηγεί στον θυματοποιητικό μηχανισμό, για όλες τις αταξίες και τις προπαρασκευαστικές βιαιότητες, που καταλήγουν στον παροξυσμό του αποδιοπομπαίου τράγου. Αυτό το τελευταίο αποτελεί αντικείμενο ενός συγκεκριμένου ορισμού: είναι η αιματηρή εξιλέωση των παρεκτροπών της πόλης.
0
Οι Ερινύες δεν συμβολίζουν μόνο τις τύψεις ή φαινόμενα βασανιστικά χωρίς εξωτερικές εκδηλώσεις,  που θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ψυχαναλυτικά. Σημαίνουν αυτό που η ίδια η τραγωδία λέει χωρίς διφορούμενα. Οι Ερινύες αντιπροσωπεύουν ολοφάνερα τον συλλογικό φόνο και για να μπορέσει αυτός να εξαφανιστεί, πρέπει αυτές να τον απαρνηθούν επίσημα. Αυτή η απάρνηση τις μεταμορφώνει για πάντα σε Ευμενίδες, ήπιες και γόνιμες. 

Προφανώς, ο ποιητής σκέφτεται τον κίνδυνο διάλυσης που διατρέχει πιθανόν μια πόλη που έχει απαλλαγεί από τις άγριες μεθόδους της συλλογικής βίας. Αυτή η πόλη θα στερούταν μήπως ταυτόχρονα το μεγάλο φάρμακο* που αποτελεί το ομόφωνο μίσος; Δε θα κινδύνευε να αποσυντεθεί; Ο Αισχύλος αντιλαμβάνεται τη βασική σπουδαιότητα της ομοφωνίας. Καθιστώντας το μίσος ομόφωνο, παρέχοντας στους ανθρώπους να μισούν με μία μόνη ψυχή, τους προσφέρει το μεγάλο φάρμακο για την κοινή ζωή. 

Η ενιαία ψυχή του μίσους: αυτό σημαίνει το μίσος που νιώθουν συγχρόνως όλοι οι πολίτες, αλλά επίσης και προπάντων, το μίσος που νιώθουν για ένα και το ίδιο άτομο ή ομάδα ατόμων. Πουθενά μέσα στη Βίβλο όμως δε θα βρείτε την ιδέα ότι η πόλη των ανθρώπων πρέπει να συμβιβαστεί με την καθιδρυμένη βία, να της δώσει τη θέση της με το πρόσχημα ότι "αποτελεί ένα μεγάλο φάρμακο για τους ανθρώπους".

Η εσωτερικευμένη εκδίκηση, η "συγκρατημένη" εκδίκηση των κακών χριστιανών, είναι ένα τρομερό κακό βέβαια, αλλά πρέπει να είσαι ο άσωτος υιός της Βίβλου και του ελληνισμού με την έννοια του Αισχύλου, πρέπει να έχεις αληθινά ξεχάσει τη γεύση του μαύρου αίματος μέσα στη σκόνη, για να ζητάς με την επιστροφή στην πραγματική εκδίκηση, εσκεμμένα ή ασυνείδητα, το καινούργιο μεγάλο φάρμακο ενάντια στη μνησικακία.

Rene Girard
Η Αρχαία Οδός των Ασεβών
μτφ. Λουκάς Θεοδωρακόπουλος
εκδ. Εξάντας, 1991
αποσπάσματα από τις σελ. 198-203


* Στη μετάφραση του πρωτότυπου κειμένου στα γαλλικά, από τον Jean Grosjean Pleiade, η κατάληξη του ανωτέρω αποσπάσματος αποδίδεται ως "είναι ένα μεγάλο φάρμακο για τους ανθρώπους". 


** Οι Ευμενίδες αποτελούν τμήμα της τριλογίας του Αισχύλου, Ορέστεια. Σ' αυτό το έργο, ο Ορέστης δικάζεται στον Άρειο Πάγο, υπόλογος για τη δολοφονία της μητέρας του, Κλυταιμνήστρας και του εραστή της, Αίγισθου. Η Αθηνά, διεκδικεί και επιτυγχάνει την αθώωση του μητροκτόνου Ορέστη. Στην κρίση της θεάς, το βαρύ έγκλημα που διέπραξε ο κατηγορούμενος είναι ηθικώς ορθό, εφ' όσον φονεύοντας εκδικήθηκε τον φόνο του πατέρα του, Αγαμέμνονα από την Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της. Βεβαίως, η μοιχαλίδα και εν συνεχεία δολοφόνος του συζύγου της, είχε ένα ανάλογο κίνητρο, σκότωσε τον Αγαμέμνονα, θέλοντας επί της ουσίας όχι να χαρεί τον έρωτά της με τον Αίγισθο, αλλά να εκδικηθεί τη θανάτωση της κόρης της, Ιφιγένειας, τη ζωή της οποίας ο πατέρας της, Αγαμέμνονας θυσίασε προκειμένου να του επιτραπεί η έναρξη ενός πολέμου με φαινομενικά ασήμαντη αφορμή, την αρπαγή της Ωραίας Ελένης. Η σημερινή ανάγνωση του κειμένου άρα, θα μπορούσε κάλλιστα να δικαιώσει εξίσου τον τιμωρό-μητροκτόνο Ορέστη με την Κλυταιμνήστρα που σκότωσε τον παιδοκτόνο Αγαμέμνονα. Ο Αισχύλος στην Ορέστεια θίγει για πολλοστή φορά το ατέρμονο ζήτημα του φαύλου κύκλου της εκδίκησης και της αντεκδίκησης. Κι αυτό που εγώ σήμερα κρατώ απ' την αφήγηση του ποιητή, είναι τα εν ολίγοις αναπάντητα ερωτήματα που προκύπτουν σε πλείστες περιπτώσεις αιματηρών ιστοριών ακόμα και στις μέρες μας, όσον αφορά το "ποιος απ' όλους έφταιγε τελικά, πόσο έφταιγε καθένας, ποιος έφταιξε περισσότερο, πότε και με βάση ποια επιχειρήματα μία ανθρωποκτονία θεωρείται ανεκτή και τέλος, ποιοι είναι οι πραγματικοί λόγοι που οδηγούν τον καθένα από εμάς σε προσωπική ετυμηγορία, στο άκουσμα ενός απεχθούς εγκλήματος;". Σ' αυτά τα ζητήματα, κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχουν σταθερές, είναι όλα υπό αμφισβήτηση, ιδίως ο υποτιθέμενος ορθός Λόγος, εκφρασμένος όπως πάντα από την πλευρά της εξουσίας, εν προκειμένω από την προστάτιδα θεά της πόλης και το ανώτατο δικαστήριο.