Δε θυμάμαι ποτέ μου να έχω προβληματιστεί για το αν προτιμώ τις μυθοπλασίες
ή τα ντοκιμαντέρ. Ήταν καθαρό, ανέκαθεν με συγκινούσε πολύ περισσότερο το να
βλέπω στο πανί αλήθειες, παρά τα επινοήματα του κάθε σεναριογράφου. Όχι πως δεν
έχω σημειωμένα στο πίσω μέρος του μυαλού μου αριστουργήματα τέχνης ανάμεσα στις
fiction ταινίες που ’χω δει. Αλίμονο, μετριέμαι με τους προσκυνητές της έβδομης
τέχνης!
Όμως το ρίγος που μου έχουν προκαλέσει κάποια ντοκιμαντέρ, δε συγκρίνεται με
τίποτα. Θέμα προσωπικού γούστου, ασφαλώς, και θέμα τρόπου αντίληψης των
πραγμάτων. Ας πούμε, εγώ πιστεύω πως όσο ψυχαγωγική κι αν θεωρηθεί μία ταινία
φαντασίας, ψυχαγωγική με την πλήρη έννοια, τα οφέλη της για τον θεατή είναι
περιορισμένα, συγκριτικά με μια ταινία που σχολιάζει και ενίοτε καυτηριάζει την
πραγματικότητα.
Κατά τη γνώμη μου, όταν η καλλιτεχνία τίθεται στην υπηρεσία της αλήθειας,
είναι ικανή να αλλάξει όσα συμβαίνουν μέσα και γύρω μας, ιδίως αν αποκαλύπτει
ασχήμιες. Θεωρώ δηλαδή πως μερικές τέτοιες δουλειές αξιώσεων ευεργετούν
ολόκληρη την κοινωνία, υπηρετούν ένα υψηλό ιδεώδες και άρα επιτελούν έργο
ανεκτίμητο.
Συχνά δε, ο ντοκιμαντερίστας ξεφεύγει απ’ τον ρόλο του απλού
κινηματογραφιστή. Προκειμένου να καταγράψει με το φακό του διάφορα κακώς
κείμενα, παραδοξότητες, αδικίες, ακόμα κι εγκλήματα καμιά φορά, γίνεται αυτομάτως
ακτιβιστής, θέτει δηλαδή τον εαυτό του σε άμεσο, ενίοτε σοβαρό κίνδυνο. Συνεπαρμένος
απ’ την τέχνη και τις ιδέες του περί καλού και δικαίου, μπορεί να κάνει
οτιδήποτε, προκειμένου να αιχμαλωτίσει σε μια κάμερα τα τεκμήρια που ελπίζει
πως λίγο αργότερα θα συνεισφέρουν στο να γίνει ο άθλιος κόσμος μας λιγάκι πιο
όμορφος.
Κι αυτούς τους τολμηρούς ανθρώπους, που πολλοί χαρακτηρίζουν υπερφιλόδοξους
και μόνο, εγώ παραδέχομαι πως τους θαυμάζω, πως τους εκτιμώ ιδιαίτερα. Χιλιάδες
τέτοιοι κινηματογραφιστές ανά τον κόσμο γυρνάνε τα φιλμ τους κάθε λεπτό που
περνάει. Ευτυχώς, είναι πολλοί! Φυσικά, απ ’το ντοκιμαντέρ είναι εξαιρετικά
δύσκολο να πλουτίσει κανείς, συνήθως είναι δύσκολο ακόμα και να βιοποριστεί.
Οπότε, οι εραστές του είδους είναι ιδεολόγοι, δεν πάνε για τα φράγκα.
Οπωσδήποτε, κάποιοι πάνε για τη δόξα. Οι υπόλοιποι κάνουν απλώς αυτό που
αισθάνονται ως αποστολή τους: αντισταθμίζουν τον κανόνα, που είναι το ψέμα, η
ασχήμια, η αγριότητα, η βαρβαρότητα κι ένα πλήθος άλλων δεινών. Δουλεύοντας
αθόρυβα εξισορροπούν, χωρίς να το αντιλαμβάνονται κατ’ ανάγκη, τις αθλιότητες όσων
δρουν με αντίστροφα κριτήρια. Κι έτσι, συνειδητά ή όχι, γίνονται οι μικροί μας
ήρωες, γίνονται οι άνθρωποι που με τις αφηγήσεις τους προκαλούν μικρότερες ή
μεγαλύτερες κοινωνικές αλλαγές.
Δόξα τω Θεώ, τέτοια ανήσυχα παιδιά γεννιούνται διαρκώς, παντού στον
πλανήτη. Ένα απ’ τα δικά μας ταγμένα παιδιά λοιπόν, λέγεται Κωνσταντίνος
Γεωργούσης. Έχει ήδη σπουδάσει ανθρωπολογία και πέρσι, διάλεξε για θέμα της
πτυχιακής του εργασίας στην εθνική σχολή κινηματογράφου & τηλεόρασης της
Αγγλίας, τη δράση της Χρυσής Αυγής. Ο ατρόμητος νέος πέρασε έναν ολόκληρο μήνα
κινηματογραφώντας χρυσαυγίτες στην πονεμένη γειτονιά του Αγίου Παντελεήμονα,
την εποχή που οι μετέπειτα βουλευτές διαλαλούσαν την «πραμάτεια» τους, για να
μαζέψουν ψήφους αφελών.
Πως κατάφερε να τους πείσει να συνεργαστούν; Επένδυσε στον ναρκισσισμό
τους. Υποβάλλοντας σε προφανή και διαρκή κίνδυνο τη σωματική του ακεραιότητα
και υποκρινόμενος πως δεν αισθανόταν απέχθεια με όσα έβλεπε να εκτυλίσσονται
μπροστά στην κάμερά του, κατόρθωσε να καταγράψει αρκετό υλικό ώστε να πειστεί η
διεθνής κοινή γνώμη για το ποια ακριβώς ήταν η νέο-ναζιστική παράταξη που
ψηφίστηκε από ντροπιαστικά μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού.
Ενδεικτικά αναφέρω πως μόλις ένα πεντάλεπτο αυτής της ταινίας, που έχει
συνολική διάρκεια τριάντα επτά λεπτά και τον τίτλο «The Cleaners», δηλαδή «Αυτοί που Καθαρίζουν», προβλήθηκε στο
βρετανικό τηλεοπτικό δίκτυο Channel 4 κι έκανε πάταγο, αναμεταδόθηκε αυθημερόν στα πέρατα
του πλανήτη! Επιπλέον, η δουλειά του θαρραλέου ντοκιμαντερίστα μας, κατέκτησε
τον Αύγουστο κι ένα σημαντικό βραβείο, στο διεθνές φεστιβάλ στο Σεράγεβο.
Κι είναι λυπηρό που αυτό το φιλμ δεν έγινε δεκτό στο φεστιβάλ ντοκιμαντέρ
της Σαλονίκης. Τον Μάρτη (αν έχουμε ακόμα το φεστιβάλ έως τότε), δε θα δούμε
την ταινία στο Ολύμπιον, όπως θα άξιζε. Δυστυχώς, οι αγωνιστές πάντοτε προσκρούουν
σε ανθρώπους που βασικότερη προτεραιότητά τους και μάλιστα με μεγάλη διαφορά
απ’ οτιδήποτε άλλο είναι η διατήρηση της θεσούλας τους (θεσούλας, ασχέτως
κύρους και ύψους μισθού).
Ο κόσμος άλλωστε αποτελείται από λίγους κακούς, μερικούς αγωνιστές και αμέτρητους
βολεμένους. Τα εκατομμύρια εκείνων που έχοντας κάνει μια τρύπα στο νερό πιστεύουν
πως έχουν «φτιάξει τη ζωή τους» και πως γι αυτό είναι προτιμότερο να μένουν άπραγοι
ως προς τα κοινά, πως είναι πολύ πιο συμφέρον για τους ίδιους, στα δύσκολα να πηγαίνει
πάντα κάποιος άλλος. Αλλά, αν το δούμε πιο πλατιά, αν δεν ήταν έτσι, οι
αγωνιστές δε θα ’χαν και λόγο ύπαρξης, ούτε και θα τους χαιρετίζαμε σαν ανθρώπους
σπουδαίους. Ας είναι άρα.
Χθες βράδυ πάντως, η ταινία του Κωνσταντίνου
Γεωργούση έκανε το ντεμπούτο της στην Ελλάδα. Προβλήθηκε στο Γαλλικό
Ινστιτούτο, στο πλαίσιο του καθιερωμένου κύκλου προβολών Cine Doc. Δε θα
ασχοληθώ με τα της προβολής, ούτε καν για το περιεχόμενο της ταινίας δε θα
γράψω. Κυρίως γιατί η ταινία δεν αποκαλύπτει κάτι που δεν ξέραμε ήδη. Προσωπικά
αδυνατώ να δεχτώ πως κάποιοι αγνοούσαν μέχρι πρότινος το ποιόν της Χρυσής
Αυγής. Οποιοσδήποτε ψηφοφόρος προτού πάει στην κάλπη, όφειλε να είναι ενήμερος
για τους υποψήφιους με την παραλλαγμένη σβάστικα.
Όσοι λοιπόν καταφεύγουν
στη φτηνή δικαιολογία «μα, δεν ήξερα ποιους ψήφισα!», ας παραδειγματιστούν έστω
και τώρα από τον Κωνσταντίνο Γεωργούση και τα άλλα παιδιά που αγωνίζονται. Δεν
εννοώ πως πρέπει να κάνουν όλοι οι άνθρωποι ανδραγαθήματα. Αν κάποιος
είναι διατεθειμένος να τινάξει τη μπάνκα της ύπαρξής του στον αέρα για μια
ιδέα, αυτό είναι ζήτημα προσωπικής επιλογής, είναι μια εξαίρεση, να το θέσω
έτσι, μια ακραία συμπεριφορά που καθένας την επιλέγει για προσωπικούς λόγους.
Όμως, επειδή ακριβώς οι
φασίστες, απ’ οπουδήποτε κι αν προέρχονται, εκμεταλλεύονται τον φόβο που ήδη
υπάρχει στις ψυχές μας, φροντίζοντας επιμελώς να τον πολλαπλασιάζουν με κάθε
τρόπο, θα ήθελα να κλείσω λέγοντας πως όλοι όσοι μάχονται, αν προσέξει κανείς,
διδάσκουν απαράλλακτο το ίδιο μάθημα: πως το ψέμα μόνο η αλήθεια μπορεί να το
νικήσει, τη βία μονάχα η λογική, την αγριότητα μόνο η καλοσύνη, τον φόβο ομοίως
μόνο ένα πράγμα μπορεί να τον εξοντώσει, το θάρρος.
Αν δε φοβάμαι το τέρας, τέρας
δεν υπάρχει. Ο δικός μου φόβος είναι που το νοηματοδοτεί, χωρίς τον δικό μου φόβο,
κανένα τέρας δεν έχει υπόσταση. Αυτή η τελευταία παράγραφος βέβαια, ίσως θεωρηθεί
απλοϊκή. Δε φταίω εγώ, η αλήθεια είναι κάτι απλό. Όσο απλό είναι και το συμπέρασμα πως ο φασισμός
σ’ αυτή τη χώρα ούτε αρχίζει ούτε τελειώνει με ένα μάτσο ανεγκέφαλα γομάρια. Ο
φασισμός είναι ριζωμένος βαθιά μέσα μας, περιέχεται στην ανθρώπινη φύση,
περιέχεται στη φύση γενικότερα. Είναι απ’ αυτά που πρέπει κανείς να πολεμήσει μέσα
του πρώτα απ’ όλα, αν θέλει να φύγει κάποτε καλύτερος απ’ όσο έτυχε να έρθει.