Σήμερα ήταν η
μέρα να βάψω τον νιαγάρα. Όχι πως το ’χα πρόγραμμα. Το βάψιμο του νιαγάρα δεν
συγκαταλέγεται στις φθινοπωρινές δουλειές μου. Ούτε και τον έχω ξαναβάψει ποτέ.
Εκτάκτως προέκυψε το μερεμέτι. Βασικά, τρύπησε προ ημερών. Το κατάλαβα γιατί
καθώς καθόμουνα στη λεκάνη και διάβαζα, ένιωσα μια σταγόνα στην πλάτη μου. «Α,
πρωτοβρόχι!», σκέφτηκα γιατί καμιά φορά άμα φυσάει μπαίνουν ψιχάλες από το παράθυρο
που είναι κι αυτό όπως κι ο νιαγάρας, πάνω απ’ τη λεκάνη. Εκείνη τη μέρα όμως ούτε
έβρεχε ούτε φύσαγε. Κοιτάω τον ουρανό ψηλά έξω απ’ το παράθυρο… χαρά Θεού!
Σκέφτηκα κι εγώ
πως μάλλον επρόκειτο για άλλο ένα από τα αμέτρητα κουφά που συμβαίνουν σ’ αυτό
το σπίτι και δεν ασχολήθηκα περισσότερο. Μέχρι το άλλο μεσημέρι. Ορθή επανάληψη.
Εγώ, ο γάτος, που για κάποιο λόγο πάντοτε με ακολουθεί στην τουαλέτα, ένα βιβλίο,
το μολυβάκι μου και βουρ! Κι όλα πήγαιναν ωραία, με τη διαφορά που έσκασε στον ώμο
μου και δεύτερη σταγόνα. Εκεί λέω «ώπα, εδώ κάτι δεν πάει καλά!». Και σκέφτηκα
πως το πρόβλημα της σταγόνας έπρεπε να λυθεί άμεσα, γιατί προς το παρόν δεν κάνει
παγωνιά, χειμώνα καιρό όμως να σου σκάει κάθε τόσο μία κρύα σταγόνα… δε λέει!
Μετά μεσολάβησαν
πολλά και διάφορα με υδραυλικούς, απ’ αυτά τα εκνευριστικά που θες απλώς να ξεχάσεις γρήγορα,
ώσπου κατέληξα πως θα στοκάριζα τον νιαγάρα με εποξικό στόκο, θα τον μίνιαρα κι
έπειτα θα τον έβαφα. Στο παιχνίδι μπήκαν και οι φίλοι, όπως πάντα. Άλλος έλεγε
να τον βάψω γαλάζιο, άλλος σκούρο πράσινο, άλλος μπεζ όπως ήταν πριν. Με τα
πολλά σήμερα πια ολοκληρώθηκε το project. Αφού τον πέρασα πορτοκαλί μίνιο, κρεμασμένη πάνω στη σκάλα (σε μια ολότελα
άβολη στάση!), διαπίστωσα πως το χρωματάκι αυτό ήταν μια χαρά και άρα δε θα τον
έβαφα, θα τον άφηνα με το μίνιο.
Όλα καλά. Καθάρισα
μετά το μπάνιο απ’ τις μπογιές, συμμάζεψα το σπίτι, περνώντας έξω απ’ το μπάνιο
καμάρωσα το έργο μου καμιά δεκαριά φορές, ώσπου κάποια στιγμή θέλησα να πάω
στην τουαλέτα. Για πιπί. Εγώ όμως είτε πιπί είτε κακά, δεν αλλάζω τελετουργικό.
Βιβλίο, μολυβάκι και do not disturb. Ο γάτος έτυχε να είναι σπίτι εκείνη την ώρα, οπότε ήρθε μαζί. Και κάθομαι
λοιπόν και διαβάζω κι έχω ενθουσιαστεί γιατί έχω φτάσει σ’ ένα σημείο όπου ο
συγγραφέας εξηγεί πως ερωτευόμαστε με πάθος, όχι τον εκάστοτε πραγματικό άνθρωπο,
αλλά την αρχετυπική εικόνα που προβάλλουμε πάνω του.
Και πάνω που
αρχίζει να μου βγαίνει όλη η κούραση ενώ ταυτόχρονα μακάριζα την τύχη μου που κάποιος, καλή του ώρα, μου σύστησε αυτό το υπέροχο βιβλίο… μια σταγόνα κρύο νερό έσταξε στον ώμο μου! Λέω αργά και φωναχτά «ε άι στο διάολο!»
και σηκώνω το βλέμμα στον νιαγάρα. Έμεινα έτσι δυο-τρία λεπτά. Μετά κοίταξα τον
γάτο που κι αυτός κοίταγε επάνω. Σου λέει για να κοιτάει αυτή, κάτι θα είναι. «Εμβρόντητη»
είναι η λέξη που θα με περιέγραφε καλύτερα εκείνη την ώρα. Και πριν σηκωθώ και
μεταμορφωθώ σε Τάσο Νούσια και ξηλώσω όλα τα υδραυλικά του σπιτιού, θυμήθηκα κάτι
που μες στη φούρια μου είχα ξεχάσει.
Το κουρτινάκι.
Για να μην λερωθεί με τη μπογιά το έβγαλα και μια που το έβγαλα το έπλυνα κιόλας.
Το προσέχω γιατί το έχει κεντήσει η μανούλα μου. Κι όταν τέλειωσα με τον νιαγάρα, το ξέβγαλα,
το έστυψα όσο καλύτερα γινόταν και το κρέμασα στη βέργα του να στεγνώσει στο παράθυρο. Πάντα έτσι κάνω. Γιατί
έτσι δε ζαρώνει, οπότε δε χρειάζεται σιδέρωμα. Συν του ότι το παράθυρο δε μένει
χωρίς κουρτινάκι. Βέβαια, άμα το ήξερε η μανούλα μου αυτό θα έλεγε διάφορα για τη νοικοκυροσύνη
μου. Γι αυτό κι εγώ φροντίζω να μη μαθαίνει τέτοια πράγματα.