Οκτώβρης πια και τ’ απογεύματα έχει ψύχρα στο νησί. Ήταν δηλαδή ώρα
που κρύωνα, αλλά δε ζητούσα να ρίξω κάτι πάνω μου. Αν ήμουν στο δικό μου σπίτι, σίγουρα θα
είχα βάλει ένα φούτερ. Tώρα όμως βρισκόμουν πλάι στον φίλο μου, στο δικό του, και δεν ήθελα να τον σηκώσω για να μου βρει κάτι ζεστό. Γέννημα θρέμμα νησιώτης
αυτός και τώρα ήμασταν στο τεράστιο οίκημα που ’χε κληρονομήσει απ’ τον παππού του.
Καθόμασταν κι αγναντεύαμε τη θάλασσα, απ’ το ωραιότερο σημείο της χώρας.
Κι είχαμε μαγευτεί απ’ τον ήλιο, που καθώς έδυε έβαφε το νερό χρυσό. Εγώ ζούσα εκεί
πέρα μέσα στιγμές ευδαιμονίας, γιατί είχα αγαπήσει αυτό το κτίριο όσο και τον τελευταίο
του ιδιοκτήτη. Καθόλου άδικα, μιας και τούτο το νεοκλασικό θαυμάζεται
από ντόπιους και τουρίστες ως ένα απ’ τα ομορφότερα αρχοντικά στη συνοικία των
παλιών καραβοκύρηδων.
Οι δυο μας είχαμε αρχίσει να πίνουμε απ’ όταν έφτασα με το καράβι το
πρωί απ’ την Αθήνα. Ήταν Σάββατο κι έτσι ξεκινήσαμε κάτω, στο ατελιέ. Με
κάμποσες κρύες μεξικάνικες μπύρες, αργότερα όμως εμφανίστηκε μια μποτίλια «ανάμα»,
που είναι βέβαια το κρασί της θείας κοινωνίας. Κι έπειτα μια δεύτερη. Κι αν δεν
κάνω λάθος και μια τρίτη. Κοινωνήσαμε για τα καλά το μεσημέρι!
Κάποτε ήρθε η ώρα το μαγαζί να κλείσει. Κλειδώσαμε και
μεταφέραμε την αρχινισμένη μποτίλια πάνω. Φτιάξαμε κι έναν παραφουσκωμένο μπάφο,
οπότε η δύση μας βρήκε αποκαμωμένους και μισοξαπλωμένους πια στον καναπέ, στο
σπίτι του φίλου μου, πάνω ακριβώς απ’ το εργαστήρι του. Οι κουβέντες είχαν
σταματήσει από ώρα.
Άλλους, με το «μαύρο» τους πιάνει λογοδιάρροια. Εμείς αντίθετα, αν τυχόν ανάβαμε τσιγαριλίκι σήμαινε κάθε φορά πως είχαμε πει όσα ήταν να
ειπωθούν και μέχρι να το σβήσουμε πια, βασίλευε σιωπή. Βυθιζόμασταν σε
περισυλλογή, αντί του να σαχλαμαρίζουμε ακατάσχετα. Μετά, πηγαίναμε για ύπνο.
Χώρια φυσικά.
Έτσι και σήμερα. Αν δεν ακουμπούσαν οι αγκώνες μας, να μας θυμίζουν
πως είχαμε συντροφιά, πιθανώς και να ’χαμε ξεχάσει ολότελα ο ένας την παρουσία
του άλλου. Απορροφημένοι καθόμασταν, ο καθένας στις σκέψεις του κι οι δυο μαζί στη
θέα και στη μουσική των Jethro-Tull που ακουγόταν καθώς στριφογυρνούσε στο πικ-απ ένα παλιό
τους βινύλιο. Κάποια στιγμή, ο φίλος μου σήκωσε αργά το χέρι του κι έδειξε προς
το ηλιοβασίλεμα.
«Αυτός εκεί είναι ο πρώτος φάρος ολόκληρης της Μεσογείου», είπε
σέρνοντας τις λέξεις μία-μία. Το ’χει ξαναπεί αυτό αμέτρητες φορές. Γύρισα τότε
και τον κοίταξα, αναζητώντας τα μάτια του. Κι είδα πως είχε φορέσει, ξαφνικά
και άνευ λόγου, κάτι μαύρα γυαλιά, κλειστά ακόμα και στα πλάγια. Άγρια κι
απαγορευτικά τόσο πολύ, που μάλλον θα ’καναν οποιονδήποτε να υποθέσει πως το
βλέμμα αυτού που τα φορούσε έκρυβε κάποιο βαρύ μυστικό.
Το θέαμα μου φάνηκε πολύ αστείο κι άρχισα να γελάω. «Δε μου λες...
αυτά, γιατί τα φόρεσες;», κατάφερα να πω ανάμεσα στα χαχανητά μου. Απάντηση
φυσικά δεν πήρα. Ούτε και για το ζήτημα του φάρου όμως θα ’παιρνα καμιά σπουδαία
απάντηση, αν άρχιζα τις ερωτήσεις.
Γιατί τυχαίνει να γνωρίζω εδώ και χρόνια πως η πληροφορία στην
οποία επιμένει κάθε τόσο ο τύπος με τα σκούρα γυαλιά, είναι πέρα για πέρα
λανθασμένη. Ο φάρος που τώρα δα σημάδεψε με τον δείκτη του για πολλοστή φορά,
δεν είναι ο πρώτος που χτίστηκε στη Μεσόγειο. Ούτε καν ο πρώτος που χτίστηκε
στην Ελλάδα δεν είναι. Ωστόσο, φροντίζω να μην αποκαλύπτω πως ξέρω για τη μπαρούφα του.
Αντί για οτιδήποτε άλλο, κάνω πάντοτε εξάσκηση στο σοφό «αγάπα τον
πλησίον σου με τα ελαττώματά του». Συνήθως αλλάζω κουβέντα. Αυτή τη φορά έμεινα
σιωπηλή, γελούσα όμως. Σταμάταγα για λίγο κι ύστερα άρχιζα πάλι να τραντάζομαι,
σχεδόν αθόρυβα. Μέχρι που ο φίλος μου, φορώντας ακόμα τα αλλόκοτα γυαλιά του,
αγανάκτησε. «Καλά, χαζό είσαι;», με επέπληξε.
Κι εγώ, βλέποντας δυο μαύρα τζάμια μ’ έναν περίκλειστο σκελετό
ολόγυρά τους να προσπαθούν να με συνετίσουν μέσα στο ημίφως ενός καθιστικού, όσο
κι αν προσπάθησα να κρατηθώ, στο τέλος ξεκαρδίστηκα. Έτσι κι αυτός σηκώθηκε κι
άρχισε υποτίθεται να τακτοποιεί το ακατάστατο χαμηλό τραπέζι, πάνω στο οποίο
βρισκόντουσαν ακουμπισμένα τα πόδια μας επί ώρες.
Βρήκα τότε ευκαιρία κι απλώθηκα στον καναπέ. Τον άκουσα να μουρμουράει κάτι καθώς έστριβε προς την κουζίνα, κρατώντας άδεια μπουκάλια και
γεμάτα τασάκια, αλλά δεν κατάλαβα τι ακριβώς. Ούτε που μ' ένοιαξε ιδιαίτερα. Απλώς γέλασα λίγα λεπτά ακόμα με
την ησυχία μου, κι έπειτα... είχε ξημερώσει Κυριακή.
"ΑΝΑΜΑ"
- ένα μικρό απόσπασμα
από την υπό
έκδοση συλλογή διηγημάτων «ανοιξιάτικες ιστορίες»
© Σίσσυ
Λοΐζου, 2013
Σημείωση: Η
φωτογραφία της ανάρτησης, αν και ελαφρώς «πειραγμένη» χρωματικά, είναι δανεισμένη
από το anama concept. Το συγκεκριμένο, εξαιρετικό αυτό κρασί είναι
κυπραίικο, δημιούργημα του οινολόγου Λευτέρη Μοχιανάκη. Όσο για την ετικέτα της
φιάλης, κάθε χρονιά είναι διαφορετική, την επιμελείται όμως πάντοτε η σχεδιάστρια
κοσμημάτων, Χριστίνα Αποστόλου. Όποιος αγαπάει το ανάμα κι είχε την τύχη να
γευτεί αυτή τη γεύση, πολύ δύσκολα θα την ξεχάσει. Το αρχαιότερο κρασί του κόσμου
όμως, διατίθεται και από άλλους παραγωγούς, σε πολύ πιο προσιτές εκδόσεις, ακόμα και στα σούπερ-μάρκετ. Για να
μπορεί να κοινωνήσει ο καθένας μ’ αυτό, αν το ’χει ανάγκη.