28.4.11

που πας μαντάμ;

Από την κατοχή άλλοι έχουν μνήμες, άλλοι σύνταξη κι εγώ κάτι φίλους, αντιστασιακούς.
Κάτι τυπάκια, αδιαπραγμάτευτα κόντρα στο σύστημα, αιώνιους έφηβους που όμως κοντοζυγώνουν πλέον τα σαράντα και τους οποίους βλέπω πολύ σπάνια πια, γιατί όλοι μας, καθότι μεσήλικες, ζούμε κλεισμένοι στα καβούκια μας. Αποφασίζω χθες να βγω μ' έναν απ' αυτούς τους παλαίμαχους. Λέω "θα την παλέψω, θα πάω για clubbing".

Το party ξεκίνησε στο σπίτι του φίλου. Θα 'ρθεις ή θα 'ρθω; Τελικά πήγα. Ωραία ήταν, με εξαίρεση που όταν φύγαμε για τα μπαράκια ήδη κρατιόμασταν. Μετά δε θυμάμαι τι έγινε, ούτε που έγινε ό,τι έγινε θυμάμαι, ούτε τίποτα. Κάτι αδιάφορες χορευτικές μουσικές ακουγόντουσαν του ξεκουφαμού, έναν άντρα "πολλά βαρύ και όχι" πορτιέρη σε μια πόρτα θυμάμαι, κάτι ωραία μπούτια που κουνιόντουσαν κάτω από κάτι κορδονένια φουστάκια disco λογικής... νομίζω αυτά, δε μου 'ρχεται κάτι άλλο.

Σήμερα το πρωί, πρωί προς μεσημέρι δηλαδή, ξύπνησα ανάσκελα, πράγμα άγνωστο για τα δικά μου δεδομένα. Άνοιξα τα μάτια μου σ' ένα κατάλευκο δωμάτιο. Λευκοί τοίχοι, λευκά έπιπλα, λευκά σεντόνια, λευκό πάπλωμα, όλα λευκά. "Αμάν, μη μου πεις... ίδρυμα;" ήταν η πρώτη μου σκέψη. Μετά έστριψα το κεφάλι αριστερά και αναγνώρισα τον πολύχρωμο πίνακα με την κορυφαία λεζάντα "μαύρα μάρμαρα, καληνύχτα σφήκες, Barbara". Οk, τουλάχιστον ξέρουμε που είμαστε. Κάπου εκεί θυμήθηκα κιόλας τα της προηγούμενης νύχτας. Δηλαδή τι θυμήθηκα; Πως ήμασταν έξω και πίναμε το Βόσπορο. Μια τρελή σκέψη πέρασε απ' το μυαλό μου και έστριψα το κεφάλι δεξιά. Κανείς δίπλα μου. Σιγά μην ήτανε.

Έκατσα ακίνητη μερικά λεπτά ακόμα, υπολογίζοντας πόσο πολύ θα με πονέσει το κεφάλι μου μόλις σταθώ όρθια. Ε ναι, κάτι ξέρουμε από μεθύσια. Είχα δίκιο. Με πόνεσε πολύ!!! Τέλος πάντων, έφτασα τρικλίζοντας στο μπάνιο με μισόκλειστα μάτια, άνοιξα το αριστερό συρτάρι του νιπτήρα, εκεί που ξέρω πως υπάρχουν καινούργιες οδοντόβουρτσες για τους επισκέπτες, έβγαλα μία απ' το σελοφάν της, αποφεύγοντας τον καθρέφτη ξεβίδωσα με το άλλο χέρι το σωληνάριο με την οδοντόβουρτσα που είδα απ' τη χαραμάδα του ματιού μου ξαπλωμένο στο πλάι του νιπτήρα, έβαλα μία ποσότητα και άρχισα να βουρτσίζω τα δόντια.

- ΡΕ ΜΑΛΑΚΑΑΑΑΑΑΑΑ!!!!!!!!!!! ούρλιαξα. ΤΗ VOLTAREN ΓΙΑΤΙ ΤΗΝ ΈΧΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΝΙΠΤΗΡΑ;

- Ε; Α. Για το γόνατό μου ρε, δε σου 'πα; Γιατί τσακώνεσαι πρωί-πρωί με τα φάρμακα; ακούστηκε μια μισοκοιμισμένη-μισογελαστή φωνή απ΄ το άλλο δωμάτιο.

Συμπέρασμα α': κράτα τα μάτια σου ανοιχτά, ακόμα και σε περίπτωση hangover!

Συμπέρασμα β': το λευκό χαμόγελο είναι προτεραιότητα μέχρι μιας ηλικίας. Μετά αυτό που σε απασχολεί είναι πως θα περάσουνε οι πόνοι. Ω ρε και που 'σαι ακόμα...